Φέτος τον Αύγουστο συμπληρώνεται ένας χρόνος αισθητής απουσίας του συγγραφέα-δημοσιογράφου Γιώργου Μαντζουράνη. Επειδή το διάστημα εκείνο μάλλον θα βρίσκομαι εκτός Αυστραλίας, το μικρό αυτό αφιέρωμα στη μνήμη του γίνεται δυο μήνες νωρίτερα.

Δεν είναι πολλοί αυτοί που κατάφεραν να υπηρετήσουν υποδειγματικά κι εξίσου επιτυχώς την πεζογραφία και την δημοσιογραφία. Περίοπτη θέση σ’ αυτούς τους λίγους κατέχει αναμφίβολα ο Γιώργος Ματζουράνης. Ο τελευταίος υπήρξε από τις ευγενέστερες κι επιφανέστερες μορφές και των δύο παραπάνω χώρων, λαμπρύνοντάς τους με το ταλέντο και τη χαρισματική του προσωπικότητα.

Ο Γιώργος Ξ. Ματζουράνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935 και σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου όπου εκπόνησε διδακτορική διατριβή με θέμα τη μετανάστευση των Ελλήνων στην Κεντρική Ευρώπη. (Προϊόν της τελευταίας αποτελούν τα μετέπειτα βιβλία του «Έλληνες εργάτες στη Γερμανία», «Μας λένε γκάσταρμπάίτερ», «Τα παιδιά του Νότου», «Ανάμεσα σε δύο κόσμους» και «Όπου κι αν είμαι ξένος»). Έζησε πέντε χρόνια σε χώρες της Κεντρικής Αφρικής, βιώνοντας από κοντά τα απελευθερωτικά κινήματα των λαών της για ανεξαρτησία, αλλά και στη Γερμανία ως μετανάστης, ζώντας από πρώτο χέρι το άχθος και το άλγος, τους αγώνες, τις αγωνίες, τα όνειρα και τις απογοητεύσεις των ξεριζωμένων. Μετά την πτώση της χούντας και τον επαναπατρισμό του στην Ελλάδα το 1974 ανέλαβε την επιμέλεια των σελίδων για το Βιβλίο στην εφημερίδα «Αυγή», θέση την οποία διατήρησε έως τη δεκαετία του ’90. Παράλληλα, αφοσιώθηκε στη λογοτεχνική δραστηριότητα, καθώς και στην ερευνητική ενασχόληση και μελέτη τού ελληνισμού της διασποράς, με ιδιαίτερη έμφαση σ’ αυτόν της Γερμανίας – θέματα τα οποία χειρίστηκε με αφοσίωση, μέριμνα κι ευαισθησία, αλλά – παράλληλα – και αμερόληπτα, με αντικειμενική κριτική προσέγγιση.

Δημοσίευσε τα εξής αυτοτελή βιβλία:

«Σημείο επαφής» (διηγήματα), Κοχλίας 1964, 1965, ΠΛΕ 1964, «Uhuru-Ελευθερία» (διηγήματα), Κέδρος 1974, «Έλληνες εργάτες στη Γερμανία» (έρευνα), Gutenberg 1974, 1976, «Μας λένε γκάσταρμπαϊτερ» (μαρτυρίες), Θεμέλιο 1977, «Man nennt uns Gastarbeiter, Zambon-Verlag, Frankfurt/M 1985, «Τα παιδιά του Νότου» (έρευνα-μαρτυρίες), Gutenberg 1990,

«Ανάμεσα σε δύο κόσμους» (ανθολογία-έρευνα), 2η έκδ., Καστανιώτης 1996, «Όπου κι αν είμαι, ξένος: Ιστορίες των γκάσταρμπαίτερ, 3η έκδ. Καστανιώτης 2000.

Εκτός από τα παραπάνω βιβλία του, συμμετείχε και σε συλλογικές εκδόσεις (π.χ. «Για τον Βαλτινό», εκδ. Αιγαίον 2003), σε συνέδρια και ημερίδες (εισήγηση «Λογοτεχνία ανάμεσα σε δύο κόσμους» στο συμπόσιο «Λογοτεχνία και Μετανάστευση» της Εταιρείας Συγγραφέων 2000, κ.ά.).

Τα βιβλία του εξαρχής υπήρξαν δημοφιλή και γνώρισαν αξιοζήλευτη επιτυχία (π.χ. το πρώτο του «Σημείο επαφής» σημείωσε πέντε εκδόσεις). Υπήρξε μέλος της ΕΣΗΕΑ και ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Απεβίωσε στις 26-8-2017 στη Σίφνο όπου παραθέριζε, σε ηλικία 82 ετών.

Με τον Γιώργο Ματζουράνη γνωριστήκαμε στη Μελβούρνη, όταν επισκέφθηκε την Αυστραλία στα μέσα της δεκαετίας του ’80. (Πιθανότατα το 1985, γιατί τον επόμενο χρόνο, και συγκεκριμένα στις 5-1-1986, εμφανίσθηκε στην «Αυγή της Κυριακής» μια επαινετική παρουσίαση/κριτική για το δεύτερο θεατρικό μου έργο που παιζόταν στην Αυστραλία. Τίτλος του δημοσιεύματος ήταν: «”Προσοχή. Εύθραυστον” στην Αυστραλία…». Μολονότι το κείμενο αυτό ήταν ανώνυμο, είμαι σχεδόν βέβαιος ότι είχε γραφεί από τον Γιώργο Ματζουράνη, καθώς είχε φρέσκιες εντυπώσεις από την επίσκεψή του στην Αυστραλία). Συγκεκριμένα, ήταν στο Victoria College of Advanced Education (μετέπειτα Deakin University) όπου δίδασκα τότε, και στο οποίο έδωσε μία διάλεξη για τους Έλληνες φοιτητές μας. Δυστυχώς δεν θυμάμαι λεπτομέρειες αυτής της διάλεξης, ούτε της επίσκεψής του στην Αυστραλία (αν ήρθε ως καλεσμένος κάποιου φορέα, ως ιδιώτης, αν επισκέφτηκε και άλλες πόλεις εκτός απ’ τη Μελβούρνη κτλ.). Έχω την αίσθηση ότι επρόκειτο για ιδιωτική επίσκεψη προκειμένου να γνωρίσει από κοντά τον πολυπληθή ελληνισμό των Αντιπόδων.

Αυτό που σίγουρα θυμάμαι έντονα είναι η χαρισματική του προσωπικότητα που σε κατακτούσε από την πρώτη στιγμή. Δεν εννοώ τόσο το ταλέντο και την ευρυμάθειά του, αλλά αρετές που τον κοσμούσαν. Για παράδειγμα, τον μειλίχιο και νηφάλιο χαρακτήρα του, την έμφυτη ευγένεια και καλοσύνη του, τους εκλεπτυσμένους τρόπους και την καλλιέργειά του, κυρίως όμως την απλότητα και ταπεινοφροσύνη του. Θυμάμαι με πόσο γνήσιο κι έντονο ενδιαφέρον ζητούσε να πληροφορηθεί διακαώς τα πάντα για τη ζωή των Ελλήνων μεταναστών της Μελβούρνης αλλά και όλης της Πέμπτης Ηπείρου – τα προβλήματά τους, τις επιδιώξεις τους, τις επιτυχίες και αποτυχίες τους. Άνθρωπος ασυνήθιστα χαμηλών τόνων (στα όρια της αιδημοσύνης), δεν τον διέκρινε ίχνος υπεροψίας. Όλα αυτά αθροίζονταν σε μια μοναδική (πνευματική και ηθική) ανωτερότητα, δυσεύρετη στον κόσμο μας.

Απόδειξη των παραπάνω ισχυρισμών μου είναι το γεγονός ότι, παρόλο που ο Ματζουράνης έζησε κι εργάσθηκε σχεδόν μια ζωή στα μέσα ενημέρωσης και είχε άνετη πρόσβαση σ’ αυτά, ποτέ δεν τα εκμεταλλεύτηκε κυνηγώντας τις «σειρήνες» της δημοσιότητας και αυτοπροβολής. Προτιμούσε να αφήνει το έργο του να μιλά από μόνο του, χωρίς να χρειάζεται οιουσδήποτε «κράχτες». Προφανώς διακατεχόταν από μια έμφυτη απέχθεια για τον ενορχηστρωμένο θόρυβο, το νταβαντούρι, τη ρεκλάμα, τη φιγούρα, την ευτέλεια όλων αυτών των πρακτικών του συρμού. Γι’ αυτό, απ’ την αρχή ως το τέλος του βίου του, έδρασε κι έζησε σεμνά, ταπεινά κι αθόρυβα, μακριά από την φθοροποιό τύρβη του λογοτεχνικού και δημοσιογραφικού χώρου. Εξού και, πιστός και αφοσιωμένος ιδεολόγος της μαχόμενης Αριστεράς, υπήρξε ίσως η αυθεντικότερη ζώσα ενσάρκωση του περιώνυμου «ηθικού πλεονεκτήματός της», δίνοντας (με τον βίο και την πολιτεία του) το πραγματικό στίγμα και νόημά της. Πράγμα που επιβεβαιώνει εύγλωττα και το παρακάτω αποκαλυπτικό κείμενο του στενού του φίλου και γνωστού συγγραφέα Μήτσου Κασόλα, μικρό δείγμα του οποίου παραθέτω εδώ:

«Ο Γιώργος Ματζουράνης, ο συνάδελφός μου στην “Αυγή”, από το 1974, ο φίλος, ο σύντροφος, ο συγγραφέας, ο μελετητής της ελληνικής μας μετανάστευσης στη Γερμανία από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, έφυγε. Ο φίλος μόχθησε για πάνω από είκοσι χρόνια, για να βγάζει η “Αυγή” το καθημερινό της φύλλο, για να υπηρετεί την Ανανέωση της Αριστεράς ΚΚΕ Εσωτερικού, που έμεινε όμως στη μέση γιατί ποτέ δεν ξεχώρισε ριζικά και οριστικά από τους “συντρόφους” της “άλλης πλευράς”. Γι’ αυτό το ΚΚΕ Εσωτερικού, τόσο ο Γιώργος Ματζουράνης όσο και η Ρία (στη Γερμανία που ήταν μετανάστες) δίνανε την ψυχή τους, κοιμίζοντας πολλά παράνομα στελέχη του ΚΚΕ Εσωτερικού σε ένα μικρό τους δωμάτιο, ενώ αυτός και η Ρία κοιμόντουσαν έξω τη νύχτα, μέσα στο μικρό αυτοκινητάκι τους, μέσα στο κρύο. Το δωμάτιό τους δεν τους χωρούσε όλους…

Αργότερα, και με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και την επανέκδοση της “Αυγής”, ο Γιώργος Ματζουράνης αναλαμβάνει (με αμοιβή ψίχουλα, όπως και πολλοί άλλοι) τον τομέα της πολιτιστικής ύλης, ξενυχτώντας για να κυκλοφορήσει και πάλι η “Αυγή” με πολλούς παλιούς και νέους δημοσιογράφους με γνώσεις, ήθος και εντιμότητα. […] Μεγάλη δημοσιογραφική σχολή η “Αυγή”, που πλούτιζε με ποιότητα τον αστικό λεγόμενο Τύπο, στον οποίο κατέφυγαν πολλοί από οικονομικές ανάγκες. Και θα έπραττε άριστα η σημερινή “Αυγή” αν τους μνημόνευε όλους, για να ξέρουν οι τωρινοί της δημοσιογράφοι την ιστορία της και τη συμβολή όλων αυτών, για να είναι σε θέση να κυκλοφορεί η “Αυγή” κανονικά με αρκετές χιλιάδες φύλλα και όχι όπως η σημερινή. Που ενώ τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ έχει χιλιάδες μέλη και είναι κυβέρνηση, η κυκλοφοριακή της φτώχεια είναι τεράστια. Και ενώ τώρα η Αριστερά έχει γίνει κυβέρνηση (με εκφορά αριστερού λόγου αλλά υποχρεωτικά με δεξιά ευρωπαϊκή πολιτική, πράγμα που στις συζητήσεις μας ο Γιώργος Ματζουράνης το ανέφερε με πόνο, χωρίς ποτέ όμως να αποστασιοποιηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ» (Μήτσος Κασόλας, «Στη μνήμη του σεμνού φίλου Γιώργου Ματζουράνη», «Η Αυγή», 3-9-2017).

Με τον Γιώργο Ματζουράνη ξανασυναντηθήκαμε για τελευταία φορά τον Γενάρη του 2003 στην Αθήνα, στην επίσημη παρουσίαση του μυθιστορήματός μου «Το Κόλπο» που είχε διοργανώσει ο Κέδρος, όπου παρευρέθηκε μαζί με την αγαπημένη του σύζυγο Ρία για να με τιμήσουν. Ήταν άκρως συγκινητική και αλησμόνητη η συνεύρεσή μας αυτή, μετά από τόσα χρόνια. Τον ευχαρίστησα όχι μόνο με λόγια, αλλά και με μια θερμή αφιέρωση που του έκανα. Αλλά κι εκείνος μου χάρισε το τελευταίο του βιβλίο («Όπου κι αν πάω, ξένος») με μια εξίσου θερμή αφιέρωση. Και οι δύο στα βιβλία μας μιλούσαμε σχεδόν πάντα για τον απόδημο ελληνισμό! Ο καλός φίλος, αν και κατοικοέδρευε πλέον στην Ελλάδα, ήταν πάντα συντονισμένος στον παλμό του «άλλου ελληνισμού». Και, μέχρι τέλους, ζούσε στις επάλξεις της εκτός συνόρων «άλλης, δεύτερης Ελλάδας»…

Επίλογος: Καθώς ένας νέος (οδυνηρότερος;) κύκλος εθνικής αιμορραγίας (μετανάστευσης/brain drain) ξανάρχισε και συνεχίζεται, εξαιτίας της πολύχρονης κι επώδυνης οικονομικής κρίσης και ανεργίας στην Ελλάδα, φρονώ ότι οι πολύτιμες καταθέσεις-μαρτυρίες του Ματζουράνη, όχι μόνο θα μείνουν πολύτιμη παρακαταθήκη στην ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης, αλλά θα προσεχτούν τώρα περισσότερο (από πριν) και αξιοποιηθούν αποτελεσματικότερα. Έτσι ώστε να αποτελέσουν το έναυσμα μελέτης, αναστοχασμού και προβληματισμού γι’ αυτή την χρόνια κι ατέρμονη ανεπούλωτη πληγή του έθνους μας.

Τελικά ο Γιώργος Ματζουράνης δεν ήταν απλά και μόνο ένας αξιολογότατος συγγραφέας κι ένας από τους εγκυρότερους ερευνητές-μελετητές του απόδημου ελληνισμού, αλλά κι ένας σπάνιος Έλληνας, κι ακόμη σπανιότερο ανθρώπινο ον. Δυστυχώς, στους χαλεπούς καιρούς μας, τα τελευταία γίνονται ολονέν είδη εν ανεπαρκεία…

*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), κριτικός και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο τιτλοφορείται: «Η περιπέτεια της γραφής» (εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2018).