Δεν είναι εύκολο πράγμα να τρέχει κανείς σε Μαραθώνιο. Χρειάζεται σκληρή προπόνηση, αποφασιστικότητα, αντοχή, υπομονή, δύναμη θέλησης. Χρειάζεται τα δεκαπλάσια, αν πρόκειται για μαραθώνιο ανώμαλου δρόμου, στο βουνό, σε κακοτράχαλα μονοπάτια αιώνων. Ο Σταύρος Μιχαήλ διαθέτει όλες αυτές τις ιδιότητες, κυρίως δε την ορμή και την αφοσίωση που απαιτείται για να αντιμετωπίσει τέτοιες προκλήσεις.
Πριν από δύο εβδομάδες, ο νεαρός Ελληνοαυστραλός (γιος της βουλευτίνας του Εργατικού Κόμματος Μαρίας Βαμβακινού και του καθηγητή του LaTrobe Μιχάλη Μιχαήλ), επέστρεψε θριαμβευτής στη Μελβούρνη από το Κούσκο του Περού, όπου συμμετείχε στον Μαραθώνιο ανώμαλου δρόμου του Μάτσου Πίτσου, τερματίζοντας έκτος με χρόνο εννέα ώρες και 36 λεπτά.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκε να τρέχει σε ένα μονοπάτι αιώνων. Δρομέας εδώ και μία δεκαετία, ανακάλυψε το πάθος του για τον μαραθώνιο πριν από τέσσερα χρόνια, συμμετέχοντας στον Μαραθώνιο της Μελβούρνης τέσσερις φορές, αλλά και σε αυτόν κατά μήκος του Great Ocean Road. Το ορόσημο γι’ αυτόν όμως ήταν η στιγμή που έτρεξε στον Μαραθώνιο του Ολύμπου, με την ονομασία “Τρέχοντας με τους Θεούς”. Από τότε αφοσιώθηκε στους αγώνες ανώμαλου δρόμου.
“Οι μαραθώνιοι ανώμαλου δρόμου είναι πολύ διαφορετικοί από τους άλλους” εξηγεί. “Σε δοκιμάζουν όχι μόνο σωματικά και νοητικά, αλλά και πνευματικά. Είναι πολύ γαλήνιο να τρέχεις στην φύση, ανακαλύπτοντας όλα αυτά τα διαφορετικά πράγματα που υπάρχουν στον κόσμο”.
Μετά τον Όλυμπο, σειρά είχε το Σινικό Τείχος και τώρα το Μάτσου Πίτσου. Πώς όμως βρέθηκε εκεί; “Έκανα έρευνα να βρω ποιος είναι ο πιο δύσκολος μαραθώνιος και βρήκα το μονοπάτι των Ίνκας. Οπότε σκέφτηκα: γιατί οχι; Είναι μία πρόκληση που δεν μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου”, εξηγεί. “Το να καταφέρω να τελειώσω τον πιο δύσκολο μαραθώνιο στον κόσμο, θα αποτελούσε ένα σπουδαίο επίτευγμα για μένα ως δρομέα”.
Στην πραγματικότητα, το μονοπάτι των Ίνκα αποδείχθηκε ακόμη πιο δύσκολο. “Ήταν περίπου δέκα φορές πιο δύσκολο από ό,τι είχα φανταστεί”, λέει γελώντας ο Σταύρος και θυμάται την αίσθηση όταν βρέθηκε στο χωριό Κούσκο, σε υψόμετρο 11.152 πόδια (3,4 χλμ), τέσσερις μέρες πριν τον αγώνα. “Δεν είχα φανταστεί ότι θα ήταν τόσο μεγάλο υψόμετρο. Δεν το είχα συνηθίσει οπότε είχα πονεφάλους και λαχάνιαζα, αλλά κατάφερα να προσαρμοστώ” λέει. Η ίδια η διαδρομή έφτανε σε ακόμα μεγαλύτερα ύψη, αγγίζοντας τα 14000 πόδια (4,25 χλμ), αλλά αυτή δεν ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που παρουσιάζει. Το πιο σημαντικό είναι ότι το ίδιο το μονοπάτι είναι ανύπαρκτο. “Δεν υπάρχει μονοπάτι, υπάρχουν μόνο λίθινοι φράχτες και σκαλοπάτια που χτίστηκαν πριν από αιώνες”, λέει ο Σταύρος, περιγράφοντας έναν κακοτράχαλο δρόμο, γεμάτο βράχους που έφερναν εμπόδια και απειλούσαν τους δρομείς να παραπατήσουν.

“Επιπλέον, ξεκινήσαμε στις 4 το πρωί και για τρεις ώρες δεν βλέπαμε πέρα από τρία μέτρα απόσταση”, λέει. Πώς προετοιμάζεται όμως κανείς για κάτι τέτοιο; “Δεν μπορείς να προετοιμαστείς στην πραγματικότητα”, λέει, εξηγώντας ότι είναι πολύ διαφορετικό το να προπονείται κανείς σε ένα αστικό περιβάλλον, σε σχέση με αυτό που αντιμετωπίζει εκεί. “Το καλύτερο που μπορούσα να κάνω είναι να ακολουθήσω ευλαβικά το πρόγραμμα προπόνησής μου, να συνεχίσω να γυμνάζομαι όσο μπορώ και να ριχτώ με τα μούτρα στον μαραθώνιο. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος”.
Το Μάτσου Πίτσου, ως γνωστόν, είναι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, προσφέροντας ένα θέαμα που κόβει την ανάσα. Αλλά ο Σταύρος Μιχαήλ, όταν κλείνει τα μάτια και μεταφέρεται νοερά στο σημείο, δεν του έρχονται στο νου τα ερείπια του πολιτισμού των Ίνκας. “Σκέφτομαι τους ανθρώπους”, λέει, “τους πιο φιλικούς, γενναιόδωρους ανθρώπους που έχω συναντήσει ποτέ. Δεν ξέρουν αγγλικά, αλλά είναι πρόθυμοι και προσπαθούν να σε βοηθήσουν, ό,τι κι αν τους ζητήσεις”.
Με το που επέστρεψε από το Περού, ο Σταύρος γύρισε στην κανονική του ζωή και την δουλειά του στην Commonwealth Bank, όπου φιλοδοξεί να χτίσει μία καριέρα στον τομέα των επενδυτικών και στεγαστικών δανείων. Πώς σχετίζεται αυτό με τον μαραθώνιο; Τον έχει επηρεάσει η εμπειρία του ως δρομέα, στην επαγγελματική και προσωπική του ανάπτυξη;
“Σίγουρα,” λέει ο ίδιος. “Με έχει βοηθήσει να γίνω πιο υπομονετικός, να μπορώ να επικεντρωθώ στο εκάστοτε καθήκον μου και να νιώθω ευγνώμων που ζω την στιγμή, αντί να ανησυχώ για το μέλλον. Αυτού του είδους οι μαραθώνιοι δρόμοι που διαρκούν πάνω από δέκα ώρες, χρειάζονται υπομονή, δεν μπορείς να αγχώνεσαι για τον χρόνο. Αυτό με έχει βοηθήσει με την δουλειά μου, κυρίως στο να μπορώ να επικεντρωθώ στην ποιότητα, αντί να κάνω κάτι βιαστικά”.

Ακούγοντάς τον να μιλάει, καταλαβαίνει κανείς ότι ο μαραθώνιος αγώνας είναι είδος πνευματικής άσκησης που επιτρέπει σε κάποιον να βρίσκεται στο παρόν. “Την ώρα που τρέχω, σκέφτομαι: τι πήγα κι έκανα; πού εμπλεξα; Αλλά μετά σιγά σιγά μπαίνω στον δικό μου κόσμο, παρατηρώ και εκτιμώ αυτά που υπάρχουν γύρω μου, εκτιμώ κάθε αναπνοή μου. Επειδή είμαι συγκεντρωμένος να μην χάσω τον ρυθμό μου, είμαι προσηλωμένος καθ’ όλη την διάρκεια. Στο τέλος, το αίσθημα δεν περιγράφεται. Έχεις πετύχει κάτι για το οποίο έχεις εργαστεί τόσο σκληρά για μήνες. Το έχεις καταφέρει και βρίσκεσαι στον έβδομο ουρανό”.
Τώρα που όλα αυτά είναι πίσω του, πώς συγκρίνει την εμπειρία του Μάτσου Πίτσου με αυτήν του Σινικού Τείχους και του Ολύμπου; “Κάθε φορά που ξεκινάω για έναν μαραθώνιο, το κάνω χωρίς να έχω προσδοκίες”, εξηγεί. “Κάθε φορά, εκπλήσσομαι όλο και περισσότερο. Το Μάτσου Πίτσου ήταν το πιο δύσκολο από τα τρία, αλλά ο Όλυμπος παραμένει ο πιο αγαπημένος μου. Παρά το ότι δεν είχα ξαναβρεθεί εκεί, το αίσθημα ήταν πολύ οικείο. Ένιωθα άνετα που βρισκόμουν στην Ελλάδα, μια χώρα που κυλάει στο αίμα μου κι αυτό μου έδωσε την αυτοπεποίθηση, ότι μπορώ να ολοκληρώσω την διαδρομή χωρίς άγχος”.
Οπότε τώρα, τι έχει σειρά; Η απάντηση εξαρτάται από τις διαθέσεις της Μαρίας Βαμβακινού. “Αν με αφήσει η μητέρα μου θα πάω στο Έβερεστ, αλλά αν της το πω, θα πρέπει μετά να βρω κάπου αλλού να μείνω” γελάει ο Σταύρος και προσθέτει: “Οπότε, προς το παρόν, έχω βάλει στόχο το όρος Φούτζι στην Ιαπωνία”.
