Για τους περισσότερους, από τα πρώτα πράγματα ίσως που έρχονται στον νου όταν ακούν το όνομα Πίτερ Καλός είναι η πολυετής καριέρα του στο Χόλιγουντ ή οι φιλίες του με διάσημους αστέρες του κινηματογράφου, όπως η Σοφία Λόρεν και ο κολλητός του “Μπομπ” (Ρόμπερτ Ντε Νίρο).

Όσοι όμως είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν τον Πίτερ στην πρώτη του εμφάνιση στο σανίδι στα τέλη της δεκαετίας του ’70 θα γνωρίζουν και κάτι άλλο πιο σημαντικό: το ξεκίνημά του στο παροικιακό θέατρο, που όπως λέει ο ίδιος, υπήρξε καθοριστικό για τη σταδιοδρομία του.

“Πάντα θα θυμάμαι πως όλα αρχίσανε με το ελληνικό θέατρο στον θίασο “Γέφυρα”. Χωρίς αυτό δεν θα υπήρχανε όλα αυτά που έχω κάνει”.

Ο Παναγιώτης Καλογεράτος, όπως ήταν γνωστός, παιδάκι τότε, πρωταγωνιστούσε στο έργο “Η Θυσία του Αβραάμ” σε σκηνοθεσία του Νίκου Σκιαδόπουλου.

Η παράσταση ανέβηκε στο κεντρικότερο θέατρο της Μελβούρνης, το Princess Theatre, και συγκέντρωσε χιλιάδες θεατές, γεγονός που, όπως εξηγεί ο Πίτερ, ήταν εντυπωσιακό για τα δεδομένα μιας εποχής όπου ο κόσμος μάθαινε για τις θεατρικές παραστάσεις όχι μέσω του διαδικτύου, αλλά από τις εφημερίδες και από στόμα σε στόμα.

“Κι ενώ τα περισσότερα ξαδέλφια μου έπαιζαν ποδόσφαιρο, εγώ συναναστρεφόμουν με ένα τσούρμο Ελλήνων ηθοποιών, με διπλάσια ή και τριπλάσια ηλικία από τη δική μου, και απολάμβανα κάθε στιγμή αυτήν την εμπειρία” εξομολογείται ο ίδιος μιλώντας στον “Νέο Κόσμο”.

Από τότε έχουν συμβεί πολλά. Αποφασισμένος να σπουδάσει ηθοποιία πλάι στους καλύτερους του χώρου, σε ηλικία μόλις 19 ετών ο Πίτερ πήγε στην Αμερική, καθησυχάζοντας τους γονείς τους πως θα γυρίσει μετά από έναν χρόνο.

Με την παραμονή του εκεί για περισσότερα από 20 χρόνια, μπορεί να αθέτησε μεν τη νεανική του υπόσχεση, όμως το μόνο σίγουρο είναι ότι οι ευκαιρίες που του παρουσιάστηκαν δικαίωσαν την επιλογή του.

Σπούδασε αρχικά στη δραματική σχολή της Στέλλας Άντλερ, η οποία υπήρξε καθηγήτρια κορυφαίων ηθοποιών όπως ο Μάρλον Μπράντο και ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, και αργότερα στο Strassberg Institute, όπου μυήθηκε σε μια φημισμένη μέθοδο προετοιμασίας των ηθοποιών που αποτελεί σήμερα τη βάση διδασκαλίας στη δραματική σχολή που διευθύνει, το Melbourne Actor’s Lab. Ασχολήθηκε επί σειρά ετών με το θέατρο και τον κινηματογράφο και απέκτησε επαγγελματική εξειδίκευση στον τομέα αξιολόγησης σεναρίων.

Η απόφαση να αφήσει μια “στρωμένη” καριέρα στο Λος Άντζελες και να επιστρέψει στη Μελβούρνη ήταν, όπως λέει, κατά βάση προσωπική.

“Το έκανα κυρίως για τα παιδιά μου, με το μεγαλύτερο να είναι τότε 13 και τη μικρότερη κόρη μου έξι ετών. Σκέφτηκα ότι αν συνέχιζα να μένω στο Λος Άντζελες, τα παιδιά μου δεν θα γνώριζαν ποτέ αυτά τα στοιχεία της ελληνικής οικογένειας με τα οποία μεγάλωσα, το να περνούν χρόνο με τη γιαγιά και τον παππού, τους θείους τα ξαδέλφια […] Η ειρωνεία είναι ότι ο μεγαλύτερος γιος μου, Νίκος, μετακόμισε πίσω στις ΗΠΑ και κατατάχθηκε στον στρατό. Είναι εκεί εδώ και τέσσερα χρόνια τώρα αλλά πάντοτε μου λέει ‘Τουλάχιστον ξέρω πλέον τι σημαίνει Oakleigh…’.

Είναι πράγματα που πολλοί θεωρούν δεδομένα, αλλά όταν είσαι μακριά τους τότε είναι που τα εκτιμάς” εξηγεί.

Ο Πίτερ με τον “Μπομπ” – όπως τον αποκαλούν οι φίλοι του – Ντε Νίρο

Βασισμένος στην πολύχρονη εμπειρία του σε μια χώρα που θεωρείται ηγέτιδα στη βιομηχανία της υποκριτικής, ο Πίτερ δεν διστάζει να ασκήσει σκληρή κριτική στα αυστραλιανά δεδομένα του χώρου, όπως τα συνάντησε μετά την επιστροφή του στη Μελβούρνη.

“Είμαστε πραγματικά κολλημένοι στον Μεσαίωνα. Το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας της ηθοποιίας πιστεύει ότι αρκεί να είσαι ‘φυσικό ταλέντο’ ή να ‘αναλάβεις δράση’. Αυτά είναι σαχλαμάρες […] ο περισσότερος κόσμος εδώ δεν πιστεύει ότι το κομμάτι της εκπαίδευσης είναι απαραίτητο. Πρόκειται όμως για δεξιότητα και τέχνη συνάμα και χρειάζεται πολύ δουλειά. Η βιομηχανία στο σύνολό της δεν το συνειδητοποιεί”.

Όσο για το ζήτημα της έλλειψης πολιτιστικής διαφορετικότητας στην οθόνη και τη σκηνή, επισημαίνει ότι είναι όντως πραγματικότητα, όμως η μόνη απάντηση σε αυτό δεν είναι η μεμψιμοιρία, αλλά η δράση.

Ο Πίτερ με τον ηθοποιό Mark Wahlberg

“Ναι, η βιομηχανία είναι στενόμυαλη και αυτό δεν το καταλαβαίνεις μέχρι να δουλέψεις στο εξωτερικό. Πολύ λίγα έχουν αλλάξει, όμως αυτοί που είναι καλοί σε αυτό που κάνουν το προσπερνούν όλο αυτό και συνεχίσουν με τον κύριο στόχο τους, που είναι η δημιουργία ταινιών και θεατρικών έργων” λέει χαρακτηριστικά.

Αυτή είναι άλλωστε και μια από τις βασικές αρχές της φιλοσοφίας που ακολουθείται στη δραματική σχολή που ίδρυσε ο Πίτερ: η εκπαίδευση ηθοποιών αφοσιωμένων στο έργο τους και έτοιμων να αντεπεξέλθουν στις πιο αντίξοες συνθήκες τόσο στον χώρο του θεάτρου όσο και του κινηματογράφου.

Στην ερώτηση για το πώς το Melbourne Actor’s Lab διαφέρει από άλλες σχολές, απαντά χαριτολογώντας:

“Είναι σαν το καφενείο των δραματικών σχολών”, εξηγώντας ότι το στυλ είναι ανεπίσημο και διόλου προσποιητό, όμως η δουλειά σκληρή και αυθεντική.

“Βλέπετε, υπάρχουν αυτές οι σχολές δραματικής με ‘πρεστίζ’ που χρεώνουν υπέρογκα ποσά […] και αυτό που συμβαίνει συνήθως είναι μετά από έναν χρόνο να καταλήγεις με ένα μεγάλο χρέος και να πιστεύεις ότι επειδή σπούδασες έναν χρόνο και έχεις στα χέρια σου ένα πιστοποιητικό μπορείς να είσαι ηθοποιός”.

Στα νεανικά του χρόνια με τη θρυλική μορφού του κινηματογράφου Σοφία Λόρεν

Σύμφωνα με τον Πίτερ, η τέχνη της υποκριτικής απαιτεί χρόνια επιμόρφωσης και σκληρής δουλειάς.

“Για εμάς, η ηθοποιία δεν είναι χόμπι ή μια παροδική φάση, έχουμε θυσιάσει τα πάντα και έχουμε αφιερώσει τη ζωή μας σε αυτό. Είμαστε σαν αυτά τα παλιά γυμναστήρια πυγμαχίας όπου γεννιούνται θρύλοι. Ένας κυνηγός ταλέντων μου είπε κάποτε ‘αυτοί χτίζουν αυτοκρατορίες, εσύ θα χτίσεις ηθοποιούς!’ και αυτό είναι το καλύτερο κομπλιμέντο που έχουμε λάβει”.

Η νεότερη παράσταση της σχολής, μια μαύρη κωμωδία βασισμένη στο φημισμένο βιβλίο του Martin McDonagh, παρουσιάζεται αυτές τις ημέρες στο Alex Theatre της St Kilda.

Το Lonesome West αφηγείται την ιστορία των δύο αδελφών, Coleman και Valene, που υποδύονται αντίστοιχα οι ηθοποιοί του Lab, Dean Gunera και Sean Kitcher.

Ο θεατής παρακολουθεί τους συνεχείς καβγάδες των αδελφών που ζουν μόνοι τους στην Ιρλανδία μετά τον θάνατο του πατέρα τους και τις ατελέσφορες προσπάθειες του ιερέα Welsh, τον ρόλο του οποίου ερμηνεύει ο Matthew Elliott, να τους μονοιάσει.

Όλα αυτά ωσότου στη σκηνή εμφανίζεται η Renee Kypriotis, στον ρόλο της Girleen, ενός κοριτσιού που αντιπροσωπεύει την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.

Σύμφωνα με τον Πίτερ, οι ανθρώπινες καταστάσεις που προβάλλονται επιτρέπουν στον θεατή να συνδεθεί άμεσα με το θεατρικό.

“Είναι πραγματικά απλό. Πόσοι από εμάς έχουν συγγενείς δύο αδέλφια που δεν μιλούν μεταξύ τους; Το βλέπουμε παντού”!

Ο ίδιος ελπίζει το κοινό όχι μόνο να απολαύσει το έργο αλλά και να αποκομμίσει εμπειρίες χρήσιμες για τη ζωή.

Όπως άλλωστε προσθέτει, η ελληνική λέξη ψυχαγωγία στον χώρο του θεάτρου αναφέρεται σε μια διαδικασία όπου ο λόγος “κατευθύνει” και καλλιεργεί την ψυχή.

Το Lonesome West είναι μόλις το πρώτο από μια σειρά θεατρικών έργων του Lab που πρόκειται να παρουσιαστούν στο Alex Theatre, με τον Πίτερ να μιλά με ενθουσιασμό για τη συνεργασία που ξεκίνησε πρόσφατα με τον διευθυντή του θεάτρου, Aleksandar (Aleks) Vasiljevic.

“Αυτό μου αρέσει περισσότερο σε αυτόν είναι […] ότι ο Aleks κατανοεί τον κόσμο της υποκριτικής και δείχνει ένα πάθος που δύσκολα το βρίσκει κανείς. Δεν χαϊδεύουμε ο ένας τα αυτιά του άλλου, παλεύουμε ο καθένας για τις ιδέες του και αυτό είναι σημαντικό. Είναι μια υπέροχη δημιουργική σύμπραξη και το Lonesome West είναι μόλις το πρώτο πρότζεκτ στη συνεργασία μας.

“Έχουμε ήδη επιλέξει τα επόμενα εφτά έργα που θα ανεβάσουμε στο θέατρο Alex, γι’ αυτό δεν έχετε παρά να έρθετε και να δείτε από μόνοι σας”!

Η πρεμιέρα του θεατρικού έργου The Lonesome West έλαβε χώρα στο Alex Theatre, Level 1, 135 Fitzroy Street, St Kilda, εχθές (Παρασκευή).

Οι ημερομηνίες των παραστάσεων: Σάββατο, 23 Ιουνίου 8μ.μ., Κυριακή, 24 Ιουνίου 2μ.μ., Πέμπτη, 28 Ιουνίου 8μ.μ., Παρασκευή, 29 Ιουνίου 8μ.μ. και Σάββατο, 30 Ιουνίου 8μ.μ.

Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε την ιστοσελίδα alextheatrestk.com.au/event/the-lonesome-west/