Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ συμφωνία για επέκταση του στόλου της Αυστραλίας φέρνει στο προσκήνιο ένα σοβαρό θέμα που από ό,τι φαίνεται θα μας απασχολεί όλο και συχνότερα στο προσεχές μέλλον – τον συσχετισμό των δυνάμεων μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ.
Οι υπέρμαχοι των αυξήσεων στις αμυντικές δαπάνες θέτουν ως βασικό επιχείρημα την ανάγκη προστασίας της Αυστραλίας από την Κίνα σε ενδεχόμενο διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ των δύο χωρών, κάτι που καθιστά αναγκαία τη συμπόρευση με τις ΗΠΑ. Όπως άλλωστε επιβεβαιώνεται και από τους αριθμούς, οι στρατιωτικές δυνάμεις Αυστραλίας και Κίνας δεν είναι συγκρίσιμες, δεδομένης της τεράστιας διαφοράς μεταξύ των δύο οικονομιών. Ενδεικτικά, οι ετήσιες αμυντικές δαπάνες της Αυστραλίας φτάνουν τα $34,6 δισεκατομμύρια, ενώ της Κίνας ξεπερνούν τα $224 δισεκατομμύρια (παρόλο που και στις δύο χώρες το ποσό αντιστοιχεί περίπου στο 1,9% του ΑΕΠ).
Σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε πως η Κίνα είναι ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Αυστραλίας. Πώς γίνεται λοιπόν μια χώρα να ακροβατεί ανάμεσα στην οικονομική της εξάρτηση από την Κίνα, και την αμυντική της εξάρτηση από τις ΗΠΑ; Το ερώτημα αυτό προσπαθούν να απαντήσουν οικονομολόγοι και πολιτικοί αναλυτές, διατηρώντας μέχρι στιγμής μια διπλωματική στάση, η οποία όμως δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα, καθώς η Αμερικανική ηγεμονία στην περιοχή της Ασίας απειλείται από την αυξανόμενη Κινεζική επιρροή.
Αντιλαμβάνομαι πως η πλειοψηφία των πολιτών της Αυστραλίας, όπως και των περισσότερων χωρών του «δυτικού κόσμου» τάσσεται υπέρ των συμμαχιών, επομένως και της συμμετοχής σε πολεμικές συρράξεις (κατά προτίμηση εκτός των εδαφικών τους συνόρων) καθώς τις θεωρούν αναγκαίες για την διατήρηση της ασφάλεια και του «υψηλού» βιοτικού τους επιπέδου. Αυτό αποδεικνύεται από τη συμμετοχή των ενόπλων δυνάμεων της Αυστραλίας σχεδόν σε όλους τους πολέμους που ξεκίνησαν οι ΗΠΑ – πάντα με πρόσχημα τη διασφάλιση της ειρήνης. Ακόμα ένα παράδειγμα είναι η σκληρή στάση της παγκόσμιας κοινότητας απέναντι στο προσφυγικό ζήτημα και τις μεταναστευτικές ροές, με πολλές χώρες να βάζουν όρους και προϋποθέσεις για την υποδοχή ανθρώπων, αφού πρώτα συνέβαλαν με τις πολιτικές τους στη οικονομική καταστροφή των χωρών από τις οποίες προέρχονται.
Ακόμα όμως και αν υιοθετήσουμε αυτή την ιδιαίτερα δημοφιλή και απροκάλυπτα εγωιστική θεώρηση για τα πράγματα που μας θέλει να προστατεύουμε τον μικρόκοσμό μας με οποιοδήποτε κόστος, και πάλι θα δούμε πως ο «μονόδρομος» της αύξησης των αμυντικών δαπανών δεν μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος των πολιτών μιας χώρας. Το όποιο αίσθημα ασφάλειας δημιουργείται από την εκάστοτε ενίσχυση του οπλοστασίου, εκτός από πλαστό είναι και προσωρινό, μιας και οι ΗΠΑ πουλώντας “προστασία” δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσουν να απαιτούν περισσότερα από τους υποτιθέμενους συμμάχους, ακολουθώντας τους νόμους της ελεύθερης αγοράς. Δε νομίζω άλλωστε πως ακόμα και οι πιο αφελείς πιστεύουν πως η προβλεπόμενη αύξηση του ετήσιου προϋπολογισμού για την άμυνα στα 58,7 δισεκατομμύρια μέχρι το 2025-2026 θα είναι αρκετή, όπως δεν θα είναι αρκετά και τα $200 δισεκατομμύρια που αναμένεται να πληρώσουν για εξοπλιστικά προγράμματα οι Αυστραλοί φορολογούμενοι πολίτες μέσα στην επόμενη δεκαετία.