Η πλουσιότερη γυναίκα της Αυστραλίας συγκαταλέγεται μεταξύ των βασικών χρηματοδοτών του Ινστιτούτου Δημοσίων Υποθέσεων (Institute of Public Affairs – IPA), μιας ‘δεξαμενής σκέψης’ που τοποθετείται στα δεξιά του πολιτικού φάσματος και που προωθεί συστηματικά τον σκεπτικισμό για την κλιματική αλλαγή. Συγκεκριμένα, η εταιρεία της Rinehart, η Hancock Prospecting, κατέβαλε δωρεά 2,3 εκατομμυρίων δολαρίων προς το IPA το 2016 και 2,2 εκ. το 2017.
Αυτό αποκαλύφθηκε στο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής δικαστικής διαμάχης που βρίσκεται σε εξέλιξη μεταξύ της Gina Rinehart και της κόρης της Bianca, για την χρήση των εταιρικών πόρων. Στην προσπάθειά της να ρίξει φως στις λεπτομέρειες των δύο δωρεών της επιχείρησης προς το ΙΡΑ, η Bianca Hayword υπέβαλε κλήτευση στο ανώτατο δικαστήριο της Νέας Νότιας Ουαλίας, προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, οι δύο δωρεές καλύπτουν τουλάχιστον το ένα τρίτο από τα συνολικά έσοδα του ΙΡΑ το 2016 και το 2017 – σύμφωνα με τους ετήσιους ισολογισμούς του, το ΙΡΑ δήλωσε το 2016 συνολικά έσοδα 4,96 εκ., από τα οποία περίπου τα μισά τα 2,3 εκ. είναι η δωρέα της Hancock Prospecting, ενώ το 2017 τα συνολικά έσοδα του κέντρου ήταν 6,1εκ., οπότε η δωρεά των 2,2 εκ. αποτελούν περίπου το ένα τρίτο των εσόδων. Το ΙΡΑ δήλωσε ότι το 2016 το 91% των δωρεών που έλαβε ήταν από ιδιώτες, ενώ το 2017 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 86% – ωστόσο, δεδομένου ότι το ΙΡΑ είναι καταγεγραμμένο επισήμως ως φιλανθρωπική οργάνωση, δεν έχει υποχρέωση να αποκαλύπτει τους χρηματοδότες του και συστηματικά αποφεύγει να τους κατονομάσει.
Η αποκάλυψη ότι η Hancock Prospecting είναι πίσω από το ΙΡΑ εγείρει πολλά ερωτηματικά ως προς αυτήν την πρακτική. Ερωτηθείς κατά πόσον οι υποστηρικτές του ΙΡΑ έχουν λόγο ανησυχίας δεδομένου του ύψους των δωρεών που κάνει ένα μόνο άτομο, ο εκπρόσωπος του Ινστιτούτου, Evan Mulholland, απάντησε: “ουδέν σχόλιον”.
Στο πλαίσιο της δικαστικής κλήτευσης, η επιχείρηση κλήθηκε να απαντήσει για τους λόγους που υποστηρίζει οικονομικά το Ινστιτούτο, αν οι δωρεές συνεχίζονται και αν συνδέονται με συγκεκριμένο έργο.
Το ΙΡΑ έχει μακρά ιστορία στην έκδοση βιβλιών και την διοργάνωση ομιλιών από επιφανείς αρνητές της κλιματικής αλλαγής, θέσεις τις οποίες ασπάζεται και η Gina Rinehart, στην οποία το Ινστιτούτο απένειμε το βραβείο “ηγέτη ελεύθερης επιχειρηματικότητας” το 2013, ενώ δύο χρόνια αργότερα την κατέστησε επίτιμο ισόβιο μέλος του οργανισμού. Το 2011, η δισεκατομμυριούχος έγραψε ένα άρθρο στο οποίο υποστήριζε ότι δεν έχει ακούσει επαρκείς επιστημονικές αποδείξεις ότι αν “μία πολύ, πολύ μικρή ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα – της τάξης του 0,38% – στην ατμόσφαιρα αυξηθεί, αυτό θα οδηγήσει σε σημαντική υπερθέρμανση του πλανήτη”.
Η ίδια είχε προσφέρει οικονομική υποστήριξει στην αυστραλιανή περιοδεία του Βρετανού αρνητή της κλιματικής αλλαγής Christopher Monckton, ενώ ένας ακόμη αρνητής, ο καθηγητής γεωλογίας Ian Plimer, είναι μέλος του Δ.Σ. της Roy Hill Holdings, θυγατρικής της Hancock Prospecting. Μία άλλη εταιρεία της ίδιας, η GVK Hancock, έχει συμφέροντας στα υπό κατασκευή ανθρακωρυχεία μαζικής εξόρυξης στην κοιλάδα Galilee, ένα έργο που ο ΙΡΑ υποστηρίζει με θέρμη. Το ινστιτούτο έχει στενούς δεσμούς τόσο με το πολιτικό κατεστημένο και ειδικότερα με το Φιλελεύθερο Κόμμα – είναι χαραατηριστικό ότι δύο πρώην εργαζόμενοι του ΙΡΑ, ο Tim Wilson και ο James Paterson κατέχουν τώρα έδρες στην Βουλή και την Γερουσία αντιστοίχως – όσο και με το εκδοτικό κατεστημένο – ο Keith Murdoch ήταν ένας από τους ιδρυτές του ΙΡΑ, ενώ ο Rupert Murdoch ήταν μέλος του συμβουλίου από το 1986 μέχρι το 2000. Όταν το ΙΡΑ χρηματοδότησε έρευνα για την κλιματική αλλαγή που αποφαινόταν ότι στο μεγαλύτερο μέρος της η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι φυσικό φαινόμενο, το πόρισμα αναδημοσιεύθηκε από τα συντηρητικά ΜΜΕ ανά τον πλανήτη – ωστόσο οι περιβαλλοντολόγοι που μελέτησαν την έρευνα, την απέρριψαν ως “σκουπίδια”.