Ναι, έπεσαν στην παγίδα της παράδοσης, χωρίς καλά–καλά να το καταλάβουν. Ορισμένες το συνειδητοποίησαν όταν ήταν πλέον αργά, όταν μια αλλαγή θα πλήγωνε ίσως περισσότερο. Μεγάλο μέρος της δεύτερης γενιάς Ελληνίδων της παροικίας μας, θυσιάστηκαν προκειμένου να μείνουν πιστές στην παράδοση. Το παράδοξο, αυτό έγινε κάτω από το βάρος των σύγχρονων υποχρεώσεων.
Μιλάμε με το γιατρό Κώστα Κωνσταντίνου, τον γνωστό παράγοντα της παροικίας που πρωτοστάστησε στην ίδρυση της ΠΡΟΝΟΙΑΣ (Ελληνοαυστραλιανής Κοινωνικής Πρόνοιας) αλλά και την ίδρυση της «Φροντίδας», οργανισμούς που υπηρέτησε με αυταπάρνηση για δεκαετίες.
Αφορμή, ένα άρθρο που έπεσε στα χέρια μου, από την σύντομη παρουσία του περιοδικού του «Νέου Κόσμου», «Το Νέο», με τίτλο «Σκοτώνουμε τις γυναίκες μας χωρίς να το καταλαβαίνουμε».
Τις σκοτώνουμε, όχι με μαχαίρια ούτε με όπλα ούτε με άλλα φονικά όπλα, αλλά με κάτι πολύ πιο ύπουλο και αποτελεσματικό, γράφει εισαγωγικά ο γιατρός κ. Κωνσταντίνου, για να συνεχίσει, ανατρέχοντας στα αίτια που έφεραν τους Έλληνες της μαζικής μετανάστευσης στην Αυστραλία, τις επιλογές εργασίας , τη θέση και τις επιλογές της Ελληνίδας μετανάστριας.
«Οι Έλληνες μετανάστες μετανάστευσαν στην Αυστραλία για λόγους οικονομικούς και με την ελπίδα πώς τα παιδιά τους θα έβρισκαν εδώ καλύτερες συνθήκες μόρφωσης και επαγγελματικής αποκατάστασης.
Στον αγώνα αυτόν οι γυναίκες με πολλή χαρά ακολουθούν τους άντρες τους.
Οι Έλληνες μετανάστες στην συντριπτική τους πλειοψηφία ανήκουν στην εργατική τάξη, κάτι που σημαίνει ότι και η γυναίκα θα πρέπει να βρει μια δουλειά, ίσως σ’ένα εργοστάσιο.
Κι εδώ είναι που ξεκινά το μεγάλο κακό.
Στην αρχή, όταν αρχίζουν να έρχονται τα λεφτά στο σπίτι, όλοι πιστεύουν ότι όλα τα προβλήματα έχουν λυθεί. Κανείς δεν μπορεί να διακρίνει ότι ο σπόρος της καταστροφής της οικογένειας έχει ήδη σπαρθεί.
Η μετανάστρια γυναίκα υποβάλλεται σε τεράστιες θυσίες για την οικογένειά της.
Εκτός από τον καινούργιο της ρόλο, αυτόν της εργάτριας, η Ελληνίδα της Αυστραλίας πρέπει να διαφυλάξει και τον παραδοσιακό ρόλο της μάνας και νοικοκυράς. Φαντασθείτε πόσες υποχωρήσεις κάνει και πόσα πράγματα στερεί από τον εαυτό της προκειμένου να ικανοποιήσει τον άνδρα της και τα παιδιά τους, για τους οποίους στην πραγματικότητα ζει.
Και καλείται να κάνει όλα αυτά, μέσα σ’ ένα νέο περιβάλλον, τελείως ξένο προς αυτό που ήξερε, μακριά από την οικογένεια και το χωριό της.
Τα χρόνια όμως περνούν και αντί για ευτυχία, τα μαύρα σύννεφα αρχίζουν να φαίνονται στον οικογενειακό ορίζοντα».
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΛΟΝΙΖΟΝΤΑΙ
Στη συνέχεια αναφέρεται στις επιπτώσεις του τρόπου ζωής των μεταναστών στην προσωπική τους ζωή με έμφαση στον κλυδωνισμό της συζυγικής τους σχέσης.
«Οι συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες της ζωής, η ανατροφή των παιδιών και το μεγάλωμά τους μέσα σ’ ένα περιβάλλον- γκέττο, απορροφούν όλη τη δύναμη και το χρόνο του ζευγαριού, σκοτώνοντας έτσι, αργά μα σταθερά, την μεταξύ τους σχέση. Ο ξενιτεμός και η εγκατάσταση σε μια νέα χώρα απέσπασαν όλη τους την προσοχή και ενέργεια, χωρίς να τους δώσουν την ευκαιρία να γνωρίσει και να καταλάβει βαθύτερα ο ένας τον άλλον.
Ένα άλλο, μεγάλο χτύπημα για την Ελληνίδα μάνα της Αυστραλίας, είναι η ενηλικίωση και φυγή των παιδιών από το πατρικό σπίτι.
Στην Ελλάδα με τη φυγή των παιδιών από το σπίτι, η μάνα αυτόματα παίρνει το ρόλο της γιαγιάς, της βοηθού σε κάτι που γίνεται συλλογικά στο χωριό, της μαμής ή κάποιου άλλου χρήσιμου ρόλου».
ΑΔΡΗ ΕΙΚΟΝΑ
Στη συνέχεια, προχωρεί δίνοντας μια αδρή, όσο και ρεαλιστική εικόνα της εδώ πραγματικότητας, την οποία αδυνατούν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία, τόσο τα ζευγάρια, σαν ξεχωριστές οντότητες, όσο και η παροικία σαν σύνολο.
«Στην Αυστραλία όμως το κενό είναι αβυσσαλέο. Τα δικά μας παιδιά εδώ δεν δίνουν καμμιά σημασία στους παραδοσιακούς αυτούς ρόλους της μάννας και η ελληνική παροικία είναι τόσο μικρή και διαιρεμένη που δεν έχει τίποτε να προσφέρει στις γυναίκες αυτές.
Έτσι, θα’λεγε κανείς, πως το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να στραφεί μια μεσήλικη μετανάστρια σήμερα στην Αυστραλία, είναι ο άνδρας της.
Αλλά με το χάσμα όλων αυτών των χρόνων και με την συγκέντρωσή τους σε άλλα πράγματα είναι αργά. Ο δεσμός του ζευγαριού έχει χαθεί.
Πολλές Ελληνίδες αυτής της ηλικίας έρχονται και μ’ επισκέπτονται ως ασθενείς και το ίδιο πιστεύω ότι συμβαίνει και μ’ άλλους συναδέλφους.
Φυσικά καμμιά απ’ αυτές δεν μου αποκαλύπτει τα οικογενειακά της, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο δεν το επιτρέπει η κουλτούρα μας.
Έρχεται όμως στην επιφάνεια με τη μορφή ενός πονοκεφάλου, ενός πόνου στο στομάχι, στην πλάτη ή κάπου αλλού.
ΤΟ «κακό» για ένα μεγάλο αριθμό γυναικών εκδηλώνεται στη δουλειά.
Συνήθως ένας μικροτραυματισμός στο εργοστάσιο είναι αρκετός για να φέρει στην επιφάνεια όλους τους φόβους, τις χαμένες ελπίδες και όνειρα, τη βαθιά απογοήτευσή τους. Γίνονται ανάπηρες γιατί με το ρόλο τους αυτό ξέρουν ότι μπορούν να εκφράσουν τη στενοχώρια, αγωνία, πόνο, και βαθιά πίκρα όλων των χρόνων τους στην ξενιτιά.
Η ίδια η γυναίκα τώρα μπαίνει σε μια καινούργια ψυχολογική φάση που την οδηγεί στη σκέψη ότι για όλα τα απωθημένα της ευθύνεται η αναπηρία της.
Ό,τι και να της πουν οι γιατροί, αυτή δεν θέλει να πιστέψει πως τα αίτια της κατάστασής της βρίσκονται κάπου αλλού βαθύτερα και όχι στον τραυματισμό που έπαθε στη δουλειά.
Το τραγικότερο όμως όλων, ότι καμμιά ιατρική μέθοδος δεν πρόκειται να καλυτερέψει την κατάσταση αυτής της γυναίκας, ούτε κατά ένα χιλιοστό.
Ναι, οι γιατροί μπορεί να αρχίσουν να της χορηγούν χάπια, ενέσεις και να προβαίνουν σε εγχειρήσεις, όταν το μόνο πράγμα που χρειάζεται η γυναίκα αυτή είναι λίγη στοργή, κατανόηση και προπάντων αγάπη».
Εντύπωση προκαλεί στον αναγνώστη το γεγονός ότι ο γιατρός Κωνσταντίνου στον εμπεριστατωμένο αυτόν μονόλογο, καταλήγει να ρίξει το βάρος της ευθύνης στους άντρες.
«Εμείς οι Έλληνες της Αυστραλίας, με τις άκαμπτες κοινωνικές τοποθετήσεις και τις αδύνατο να πραγματοποιηθούν προσδοκίες μας, χωρίς να το θέλουμε, σπρώχνουμε τις γυναίκες μας στον χαμό.
Στη μεγάλη κούρσα, για μια καλύτερη υλικά ζωή για μας και τα παιδιά μας, έχουμε παραβλέψει τελείως τον παράγοντα ‘άνθρωπος’.
Έστω και τώρα, καταλήγει, πιστεύω πως είναι καιρός να επανεκτιμήσουμε τις αξίες της κοινωνίας μας και μέσα απ’ αυτές, να δώσουμε στη γυναίκα την αξία που της πρέπει. Εγώ, μάλιστα, θα πρότεινα να κάνουμε μια καλή αρχή από τις θυγατέρες μας».
Ο γιατρός Κωνσταντίνου, παίρνει ανάσα, για να κάνει το εξής ζωτικής σημασίας ερώτημα: “Γιατί μεταχειριζόμαστε διαφορετικά τους γιους μας από τις κόρες μας; Kαι οι μεν και οι δε, θα πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα, στα πάντα. Μάλιστα στα πάντα», τονίζει και επεξηγεί: ” Με το να μην φερόμαστε στις κόρες μας σαν ίσες προς τους γιους μας, απλώς διαιωνίζουμε τη μειονεκτική τους θέση, μεγαλώνοντάς τες σαν νοικοκυρές με περιορισμένες ευθύνες και πλήρη «προστασία» από μας».
Κοιτάζοντας κατάματα τους άντρες αναγνώστες του, καταλήγει με το ερώτημα: ” Aλήθεια, υπάρχει κανένας συμπάροικος άντρας που θα ήθελε να μεγαλώσει όπως οι κόρες του; Σκεφθείτε το λίγο».
Αυτά, εν έτει 1980.
ΠΟΛΛΕΣ ΑΙΧΜΑΛΩΤΕΣ
Πέρασαν τέσσερις σχεδόν δεκαετίες από τότε και ένας σχεδόν χρόνος από τη μέρα που έκλεισε η πόρτα του ιατρείου του στο Port Melbourne.
Η δεύτερη γενιά έχει προ πολλού περάσει το στάδιο ηλικίας που έφτασε η πρώτη γενιά στην Αυστραλία. Οι γυναίκες έχουν γίνει μητέρες, άλλες επέλεξαν να δώσουν προτεραιότητα στην καριέρα τους.
Φλέγομαι από επιθυμία –αν όχι από την ανάγκη– να έχω τις απόψεις του γιατρού Κωνσταντίνου σήμερα. Στο κάτω – κάτω, πολλές από τις γυναίκες που έρχονταν όλα αυτά τα χρόνια στο ιατρείο του, ήταν και δεύτερης γενιάς Ελληνίδες.
Τον βρίσκω, Τρίτη πρωϊ, που του τηλεφωνώ, να κάνει τον πρωϊνό του περίπατο στην ακρογιαλιά του Sandrigham. Φαίνεται να είναι συνεπαρμένος από μια εικόνα που γενναιόδωρα μού μεταδίδει: «Είναι κάτι φανταστικό. Χιλιάδες γλάροι κάνουν βουτιές στη θάλασσα, εδώ, στα ρηχά. Φαίνεται να είναι εκεί κοπάδι από ψάρια. Είναι συναρπαστικό».
Είναι μια εικόνα γνώριμη, σε μένα, όταν έμενα επί δεκαετίες στην περιοχή, και πολύ -πολύ ιδιαίτερη. Οι ερωτήσεις μπορούν να περιμένουν…
Ευχάριστη εντούτοις έκπληξη, όταν του θυμίζω το άρθρο και γρήγορη η απάντηση στο ερώτημα ‘ τί έχει αλλάξει από τότε;’.
“Δυστυχώς όχι όλα όσα θα έπρεπε. Κι’ αυτό, γιατί πολλές γυναίκες της δεύτερης γενιάς έπεσαν στην παγίδα της παράδοσης. Ακολούθησαν τον δρόμο που είχαν χαράξει οι μητέρες τους. Να επωμισθούν δηλαδή όλο το βάρος των υποχρεώσεων, όπως ανατροφή παιδιών, νοικοκυριό, φροντίδα των ηλικιωμένων γονιών, συχνά όχι μόνο των δικών της αλλά και του άντρα της, και επιπλέον συμβολή στα οικονομικά της οικογένειας. Πρόκειται για μια παγίδα από την οποία δεν είχαν τη δύναμη να ξεφύγουν, με αποτέλεσμα να γίνονται χίλια κομμάτια και αυτό να έχει επιπτώσεις στην υγεία τους.
Έρχονταν στο ιατρείο μου, υποφέροντας από κατάθλιψη, πόνους στα χέρια, στα πόδια, στην πλάτη και τη μέση, ανεβασμένη πίεση.
Το ευτύχημα ότι αρκετές γυναίκες της δεύτερης γενιάς, παραδειγματίστηκαν από τη ζωή των μητέρων τους και αποφάσισαν ,από νωρίς ακόμη, να μην πέσουν στην ίδια παγίδα. Αυτό δε γίνεται να το αγνοήσουμε. Αντίθετα, αξίζει να το επικροτήσουμε.
Όσο για την τρίτη γενιά Ελληνίδων της παροικίας μας, φαίνεται να είναι μακριά και σε ασφαλή ζώνη από αυτού του είδους την παγίδα. Αυτό είναι μεγάλο ευτύχημα», καταλήγει ο γιατρός Κωνσταντίνου με πραγματική ικανοποίηση, συνεχίζοντας τον περίπατό του ανάμεσα στους γλάρους.