Άλλοι καιροί εκείνοι στα χρόνια μου, στα νιάτα μας, εκεί στην πατρίδα, στο πατρικό, στη γειτονιά. Δεν ξέρω γιατί πιστεύω πως τότε αναπνέαμε πιο εύκολα τον αέρα τον δικό μας, τον καθαρό. Το λέω γιατί, ώρες-ώρες, νιώθω πως πνίγομαι. Δίπλα μου, γύρω μου, τώρα που μεγάλωσα, στη θορυβώδη Μελβούρνη με τυλίγει μια… σπαρταριστή ακινησία που προκαλεί ανησυχία. Ένα ακίνητο, βουβό οικοδόμημα, που βγάζει από τα σπλάχνα του πολλαπλούς θορύβους.

Στη γειτονιά, στο πατρικό, το δειλινό, πέρναγε το μαντολάτο. Λίγες δεκάρες και σου έκοβε ένα κομμάτι που κόλλαγε στα δάχτυλά σου και σε ανάγκαζε να τα γλύψεις για να ευχαριστηθείς και να πλυθείς… μερικώς.

Λίγο πιο κάτω, κοντά στην πλατεία του Μαυρομάτη, άραζε το… πανόραμα. Έδινες τις δεκάρες, που σου έδινε η μάνα και έπαιρνες θέση από τη μία ή την άλλη πλευρά του τροχοφόρου κινητού…στυλώνοντας τα μάτια σου στις κατάλληλες τρύπες για να δεις τις φωτισμένες φιγούρες του εσωτερικού και να ακούσεις τις… μορφωτικές περιγραφές του ιδιοκτήτη ξεναγού.

«Να τ’ αραπάκια τη νύχτα στο Νείλο ποταμό».

– Δεν βλέπω τίποτα μπάρμπα

«Τι να δεις παιδί μου; Νύχτα είναι, αραπάκια είναι, σκοτάδι είναι, τι να δεις; Τώρα σκούπισε τη μύξα σου μη μου λερώσεις το γυαλί».

Οι καρέκλες έξω από τις αυλόπορτες, στο καταβρεγμένο σοκάκι κι ο ήλιος που κατηφόριζε, άρχιζε να παίζει κρυφτούλι, σεργιανώντας πίσω από τα δέντρα της γειτονιάς. Οι νοικοκυρές άρχισαν να εμφανίζονται και να καταλαμβάνουν θέση η μια με τον καφέ στο χέρι, η άλλη με το πλέξιμο κι η τρίτη με κάποιο περιοδικό κάποιων περασμένων εβδομάδων. Ανθρώπινες μορφές, ήρεμες, γαλήνιες όλες τους. Η κυρία με τον καφέ, σηκώθηκε, ακούμπησε το φλιτζάνι και το νερό στο καθαρό σκαλοπάτι της εξώπορτας και έμπηξε μια φωνή:

-Γιαννάκη….

Σε λίγα λεπτά, εμφανίστηκε ασθμαίνοντας ο Γιαννάκης και σε στάση νεοσύλλεκτου που παρουσιάζεται στο λοχαγό, αναφώνησε:

«-Ορίστε μαμά. Με φώναξες; Εδώ είμαι με τα παιδιά. Παίζουμε κλέφτες και αστυνόμους. Άφησε με λίγο ακόμη. Νωρίς είναι. Μόλις έλθει ο μπαμπάς φώναξέ με και θα έλθω.»

-Τώρα πετάξου μέχρι τον κ. Ζαρίκο, τον μανάβη, και πες του να σου δώσει μία οκά πατάτες και δύο γινόμενες ντομάτες για σάλτσα και να τα γράψει. Θα τον πληρώσει ο μπαμπάς αύριο που θα φεύγει για τη δουλειά. Πήγαινε και έλα γρήγορα για να ετοιμάσω το φαγητό να φάμε μόλις έλθει ο πατέρας. Μην παραξενεύεστε φίλες και φίλοι, έτσι είναι, σ’ όλους μας συμβαίνει να ξεπετάγονται τα περάσματα των γενεών κυλώντας τα τωρινά γκρίζα και λευκά χρόνια. Πάμε μια βόλτα στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Σ’ ένα πτυσσόμενο σιδερένιο τραπεζάκι, απ’ αυτά που κατά κόρον έβλεπες στα καφενεία της γειτονιάς, ο τύπος έχει ακουμπισμένο ένα κουτί με τρύπες στο καπάκι και την πραμάτεια του διπλωμένη επιμελώς σε μικρά άσπρα χαρτάκια.

Ανοίγοντας ο πραματευτής το καπάκι του κουτιού βλέπουμε μια μικρή σαύρα μήκους καμιά εικοσαριά πόντων. Με ένα μικρό ξύλο ο τύπος δείχνει το ήσυχο ερπετό και αρχίζει να… απαγγέλει το ποίημα… «Δεν είναι βόας, δεν είναι κροταλίας, είναι το φιδάκι ο Διαμαντής. Αλλά από τα φίδια δεν βγαίνει μόνο δηλητήριο αλλά και φάρμακο όπως η κρέμα Σανσεντάλ που βλέπετε εδώ και καθαρίζει όλους τους λεκέδες από λάδι, πετρέλαιο, γράσο, ορυκτέλαιο και όποιον λεκέ έχετε μαζί σας ή στο σπίτι σας. Κοιτάξτε το λεκέ που έχει ό ναύτης στο αμπέχονο.

Έλα εδώ ναύτη. Κοιτάξτε το θαύμα. Λίγο νεράκι σε βρεμένο πανάκι και μια στάλα κρέμα Σανσεντάλ και ο λεκές πάει καλιά του».

Και κοιτάζω γύρω μου, φίλες και φίλοι, τώρα, σήμερα, και βλέπω να επεκτείνονται, χωρίς τέλος, χίλια δύο προβλήματα. Καινούργιες αρρώστιες, πόνοι, άγνοια, πείνα, φόβος για το σήμερα και για το αύριο. Και εγώ από πείσμα προτιμώ να γυρίσω, ν’ ανοίξω τον πύργο των αναμνήσεων και να ξυπνήσω τον τεμπέλη νεαρό άγγελό της φαντασίας και της θύμησης. Να του με πάει πίσω στο πατρικό και να μου δώσει η μάνα ένα φλιτζάνι ζάχαρη να το πάω δίπλα στη γιαγιά Αγλαΐα. «Αν η γιαγιά Αγλαΐα λείπει άφησέ το στο τραπέζι και φύγε».

Αν δεν θέλω να γυρίσω στη γειτονιά μου στην Αθήνα, θα καβαλήσω τον Πήγασο της φαντασίας μου και θα πεταχτώ στο χωριό του φίλου μου του Κώστα του Γούλα. Θα τον δω να ξεκινάει να πάει στο διπλανό χωριό. Να περπατάει μιάμιση περίπου ώρα να πάει στο σχολειό και άλλο τόσο να γυρίσει. Πολλές φορές έμπαινε στην τάξη μουσκεμένος με τα παπούτσια στη μασχάλη. Τα έβγαζε για να μην τα χαλάσει και περπατούσε ξυπόλυτος στη βροχή. Θα πω στον κοινό μας φίλο (του Κώστα Γούλα και δικό μου) τον Κώστα Κόντη, Χρόνια Πολλά και με τα μάτια της φαντασίας μου τον βλέπω να περπατάει στα σοκάκια της Πόλης και να επισκέπτεται το Πατριαρχείο. Ήλθε η ώρα Κωνσταντή.