Η ΕΙΚΟΝΑ βυθιζόταν ώρα με την ώρα σε σκοτεινότερες βαθμίδες του γκρι. Στο μυαλό όλων όσοι παρακολουθούσαν από κοντά ή μακριά τα όσα συνέβαιναν στην Ανατολική Αττική όταν οικισμοί της μεταμορφώθηκαν σε κολαστήριο, υπέβοσκε μία σκέψη, μια μακάβρια απορία. Ήταν εκείνες οι φλόγες που έζωναν ανελέητα σπίτια, δέντρα, αυτοκίνητα και ότι έβρισκαν στο πέρασμά τους που έστελνε το νου μας στο κακό. Στο πολύ κακό.

Καίγονται άνθρωποι;
Και, ναι, καιγόντουσαν άνθρωποι εκείνη την Δευτέρα το βράδυ στο Μάτι.

Ο αριθμός άλλαζε ώρα με την ώρα. Η τραγωδία μεγάλωνε λεπτό με το λεπτό. Κάποιοι από εμάς τις είχαμε ζήσει πάλι αυτές τις στιγμές. Εδώ στη Μελβούρνη τον Φλεβάρη του 2009. Έτσι και εδώ ο αριθμός άλλαζε κάθε λεπτό. Οι αγνοούμενοι πολλοί, οι νεκροί πολλοί.

Ζω στο Δήμο Whittlesea, στο Δήμο που στήθηκαν τα κέντρα ανακούφισης πυρόπληκτων και υποδέχθηκε τα θύματα των πυρκαγιών το Μαύρο Σάββατο που άλλαξε πολλά στη Μελβούρνη. Είδα από κοντά, πολύ κοντά για να ξεχάσω τα άδεια βλέμματα των ανθρώπων, τα παραλυμένα από τον πόνο και ταλαιπωρία άκρα τους, τα ανέκφραστα ποτισμένα από την στάχτη και την απόγνωση πρόσωπά τους, την επόμενη της τραγωδίας μέρα, σε εκείνο το κέντρο ανακούφισης πυρόπληκτων που στήθηκε στο ιπποδρόμιο του Whittlesea.

Είδα από κοντά το έργο της Αστυνομίας, της Πυροσβεστικής, των Εθελοντών, της Πολιτείας και έχοντας ζήσει και κάνοντας συγκρίσεις –δυστυχώς αναπόφευκτα- με αυτά που είχα δει το 2007 στις πυρκαγιές της Ηλείας, πραγματικά με συγκίνησε το θάρρος, το σθένος, η ευαισθησία αλλά πάνω από όλα η οργάνωσή τους.

Δεν πρόλαβε να ξημερώσει η επόμενη μέρα και η τραγωδία στην Ανατολική Αττική μετατράπηκε σε πολιτικό παιχνίδι. Οι μεν κατηγορούσαν τους δε. Δικαιολογημένη η απόγνωση και η οργή των ανθρώπων που έχασαν τους δικούς τους, που έχασαν τα σπίτια τους.

Αυτοί που φώναζαν την επόμενη μέρα, όμως, δεν ήταν αυτοί που θρηνούσαν.
Αυτοί δεν είχαν το κουράγιο να φωνάξουν. Μόνο ήλπιζαν ότι η ελληνική Πολιτεία θα στεκόταν κοντά τους αυτή τη στιγμή. Θα σεβόταν τον πόνο τους. Έστω τους νεκρούς τους.
Αλλά ούτε αυτό έγινε.

Μετά την κόλαση εκείνου του Μαύρου Σαββάτου στο Kilmore, το Kinglake και άλλα χωριά στις παρυφές της Μελβούρνης και ενώ ο αριθμός των αγνοουμένων και των νεκρών άρχισε να αποκαλύπτει το μέγεθος της τραγωδίας, η Αστυνομία και οι υπόλοιπες Αρχές της Βικτώριας, Πυροσβεστική και το Σώμα των Εθελοντών Πυροσβεστών φρόντισαν να αποκλείσουν όλη την περιοχή. Μιλάμε για τεράστια έκταση.

Μόνο πουλιά, τα ελικόπτερα των καναλιών, οι ιατροδικαστές της Αστυνομίας και εμπειρογνώμονες της Πυροσβεστικής επιτρεπόταν να βρεθούν εντός αυτής της αποκλεισμένης περιοχής. Για τρία 24ωρα παρέμεινε κλειστή. Η πρόσβαση εκεί, σε δημοσιογράφους και κάποιους φωτογράφους επιτράπηκε μετά από τρία 24ωρα και μόνο συνοδεία της Αστυνομίας. Με το λεωφορείο της μπήκαν στα «καμένα» και υπό τη συνοδεία των αστυνομικών. Ακόμα και οι κάτοικοι των πληγέντων περιοχών με λεωφορεία της Αστυνομίας και συνοδεία αστυνομικών πήγαν να εξετάσουν τα σπίτια και τις ζημιές που είχαν υποστεί. Οι εγκλωβισμένοι στα σπίτια τους στις περιοχές που είχαν πληγεί δεν επιτρεπόταν να βγουν και μόνο η Αστυνομία και κάποιοι εθελοντές τους επισκέφθηκαν και πάλι υπό τις οδηγίες των Αρχών, για να τους δώσουν τροφή και νερό.

Γιατί αυτό; Προσπαθούσαν να κρύψουν κάτι οι Αρχές; Ήθελαν να αποκρύψουν το μέρισμα της ευθύνης τους, τα λάθη που έγιναν, γιατί και εδώ στην Βικτώρια εκείνο το μοιραίο Σάββατο έγιναν λάθη; Όχι.

Απλώς το έκαναν από σεβασμό στους νεκρούς, στους αγνοούμενους και τις οικογένειές τους που περίμεναν.
Όπως μου είχε πει τότε ένας αστυνομικός που συνάντησα την Κυριακή το πρωί στο Whittlesea στο κέντρο ανακούφισης πυρόπληκτων, όταν τον ρώτησα γιατί έχουν κλείσει το δρόμο για το Kinglake, «έως ότου ερευνήσουμε και το τελευταίο σπίτι, το τελευταίο αυτοκίνητο για λείψανα κανείς δεν θα επιτραπεί να επιστρέψει εκεί. Θα ήταν απανθρωπιά να αφήσουμε τον κόσμο να γυρίζει ελεύθερα ανάμεσα σε απανθρακωμένα πτώματα».

Με συγκίνησαν τα λόγια του τότε. Θα ήταν από γελοίο έως παρανοϊκό να τον ρωτούσα αν είχαν αποκλείσει την περιοχή επειδή ήθελαν να κρύψουν την αλήθεια.
Με συγκλόνισε και με εξόργισε την προηγούμενη εβδομάδα η εικόνα των ανθρώπων που περπατούσαν ανάμεσα στα αποκαΐδια της ζωής τους. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν θύματα, διψούσαν για ελπίδα και επέστρεψαν εκεί ψάχνοντάς την στους δρόμους του Ματιού, έναν λαβύρινθο πόνου και απόγνωσης.

Δεν θα έπρεπε, όμως, να τους επιτραπεί να επιστρέψουν εκεί άμεσα. Η Πολιτεία που δεν κατάφερε να τους προστατεύσει λόγω «ασύμμετρης απειλής» ή «ασύμμετρης απειλητικής ανικανότητας» -δικά σας τα συμπεράσματα για το τι συνέβη στην Ανατολική Αττική- θα έπρεπε τουλάχιστον να προστατέψει τους νεκρούς ανθρώπους τους ή ό,τι απέμεινε από αυτούς.
Την Παρασκευή το απόγευμα άκουσα μία ρεπόρτερ του ANT1 που περιέγραφε την επίσκεψή της στο Μάτι. Έλεγε ότι αυτό που είδε την συγκλόνισε και άρχισε να περιγράφει… «Δύο μέτρα δίπλα μας βρισκόταν απανθρακωμένα λείψανα. Αν δεν μου τα δείχνανε δεν θα τα αναγνώριζα».

Και, δυστυχώς, είχε δίκιο και, δυστυχώς, το να μην βρεθούν τα λείψανα κάποιων αγνοουμένων είναι πλέον ρεαλιστικό σενάριο, χάρη, για άλλη μία φορά, στην προχειρότητα και την ανοργανωσιά της χώρας.

Σε ένα σημείο συμπίπτουν πάντοτε οι πολιτισμοί. Ο σεβασμός του νεκρού ήταν πάντα το κοινό και ξεχωριστό χαρακτηριστικό τους. Δεν υπάρχει πολιτισμός, που να μην είχε αυτόν το σεβασμό, ακόμη και στον νεκρό του εχθρού.

Το γεγονός ότι η ελληνική Πολιτεία δεν τους σεβάστηκε είναι ίσως η τραγικότερη διαπίστωση αυτής της καταστροφής και η πλέον λυπηρή απόδειξη της κρίσης αξιών που περνά η Ελλάδα.