Η Μπέβερλι Φάρμερ (Beverley Farmer), μια από τις πιο σημαντικές, δημοφιλείς και αξιαγάπητες λογοτέχνιδες της Αυστραλίας, η οποία υπήρξε και φανατική φιλελληνίστρια, απεβίωσε πρόσφατα (16 Απριλίου 2018) σε ηλικία 77 ετών μετά από μακρόχρονη μάχη με την ασθένεια πάρκινσον. Γεννημένη στη Μελβούρνη (7 Φεβρουαρίου 1941), τελείωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο MacRobertson Girl’s High School και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης παίρνοντας πτυχίο Φιλολογίας (BA) το 1960. Νυμφεύθηκε τον Έλληνα μετανάστη Χρήστο Ταλιχμανίδη, το 1965, έζησαν στην Ελλάδα για τρία χρόνια και απέκτησαν έναν γιο, ο οποίος γεννήθηκε στην Αυστραλία το 1972. Μετά από 13 χρόνια έγγαμου βίου το ζεύγος πήρε διαζύγιο αλλά διατήρησε καλές σχέσεις.
Δημοσίευσε συνολικά 10 βιβλία: 5 συλλογές διηγημάτων, 3 μυθιστορήματα και 2 μη λογοτεχνικά έργα. Μολονότι η Φάρμερ δεν θεωρείται πολυγραφότατη συγγραφέας, εντούτοις, σύμφωνα με την αυστραλιανή κριτική, υπήρξε σημαντική λογοτέχνις και, κατά τον εκδότη της (του Giramondo) Ivor Indyk, «επιδραστική», καθώς, όπως επισήμανε μετά την είδηση του θανάτου της, «Η Μπέβερλι ήταν μια απ’ τους μεγάλους καινοτόμους συγγραφείς της αυστραλιανής λογοτεχνίας. Άνοιξε τις φόρμες της μυθοπλασίας στο μύθο και το παραμύθι, ξαναδουλεύοντάς τες, με απώτερους φεμινιστικούς σκοπούς& ωθώντας τη γλώσσα στα άκρα προκειμένου να συλλάβει τις φευγαλέες στιγμές της αντιληπτικότητας και τις διακυμάνσεις της φύσης. Υπήρξε ιδιοφυής, αποφασιστική, γενναιόδωρη, και θιασώτης όσων συμμερίζονταν τη δέσμευσή με τις υψηλές λογοτεχνικές αξίες». Εκτός από διηγήματα και μυθιστορήματα η Φάρμερ δημοσίευσε επίσης δοκίμια, ποίηση, βιβλιοκριτικές και κριτικές σε λογοτεχνικά περιοδικά κι εφημερίδες.
Η Φάρμερ είχε μια μακρόχρονη, διαρκή, στενή και ζωτική σχέση με την Ελλάδα, τους Έλληνες, την ελληνική γλώσσα, την ελληνική λογοτεχνία και τον ελληνικό πολιτισμό γενικότερα, η οποία κράτησε έως το τέλος της ζωής της. Σ’ αυτό έπαιξε αναμφισβήτητα ρόλο και το γεγονός ότι η ίδια έζησε για κάποια χρόνια στην Ελλάδα, όπου της δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει από πρώτο χέρι τον τρόπο ζωής των Ελλήνων, τις παραδόσεις, τα ήθη και έθιμά τους και την εν γένει κουλτούρα τους. Αψευδής μάρτυς αυτού είναι η επιρροή του ελληνικού στοιχείου που διαπερνά ένα μεγάλο μέρος του λογοτεχνικού της έργου, καθώς, όπως είχε δηλώσει η ίδια, «Αν κάπου ανήκει η καρδιά μου, αυτός ο τόπος είναι η Ελλάδα».
Αυτή τη βαθιά, ανεπιτήδευτη και ανιδιοτελή αγάπη της για την Ελλάδα και οτιδήποτε το ελληνικό, είχα τη χαρά και την τιμή να διαπιστώσω και προσωπικά όταν – τύχη αγαθή – μου δόθηκε η ευκαιρία να μεταφράσω στα ελληνικά τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων της “Milk” («Γάλα»), μετά από μια γενναιόδωρη κρατική χορηγία που έλαβα από το Αυστραλιανό National Book Council το Σεπτέμβρη του 1995 – δηλαδή πριν από 23 χρόνια! Ο λόγος που επέλεξα να μεταφράσω αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο της Φάρμερ (12 χρόνια μετά την αγγλική του έκδοση) οφείλεται στην περιέργειά μου για το πώς μια Αυστραλή λογοτέχνιδα χειριζόταν και απέδιδε αφηγηματικά τα «ελληνικά» βιώματα και τις εμπειρίες της, και πώς λειτουργούσε αυτή η διαδικασία λογοτεχνικά. Και, βέβαια, ήμουν εξίσου περίεργος να δω την αντίδραση του ελληνόγλωσσου κοινού από ένα τέτοιο ανάγνωσμα. (Εξυπακούεται ότι η θεματολογία όλων των διηγημάτων της εν λόγω συλλογής είναι καθαρά ελληνική, με έμφαση στις εμπειρίες μιας «ξένης» σε μια ξένη χώρα). Το κυριότερο θέμα που απασχολεί τη συγγραφέα στα βιβλία της είναι η απώλεια, ενώ δεύτερο σε προτεραιότητα είναι το στοιχείο του ξένου που προανέφερα.
Με την ίδια τη συγγραφέα συναντηθήκαμε μία και μοναδική φορά. Δεν θυμάμαι την ακριβή ημερομηνία, αλλά πρέπει να ήταν λίγο μετά την επίσημη ανακοίνωση της μεταφραστικής χορηγίας που μου απενεμήθη από το National Book Council. Τόπος συνάντησης ήταν το γνωστό καφεζαχαροπλαστείο «Διεθνές» στην ελληνική Lonsdale Street του City. Είχε έρθει με συγκοινωνία στο ραντεβού μας (αφού η ίδια ούτε οδηγούσε ούτε είχε δικό της αυτοκίνητο) και ταλαιπωρήθηκε κάπως, λόγω της απόστασης, καθώς έμενε από τότε εκτός Μελβούρνης, στο Point Lonsdale, κοντά στο Queenscliff. Αυτός ήταν και ο λόγος που ήρθε με μια μικρή καθυστέρηση στο ραντεβού μας. Παρ’ όλα αυτά θυμάμαι πως ήταν άνετη και ενθουσιασμένη για τη συνάντηση και γνωριμία μας, κι εξίσου χαρούμενη για τη μετάφραση του βιβλίου της στα ελληνικά.
Η πρώτη καθοριστική εντύπωσή μου από την Μπέβερλι Φάρμερ ήταν ένα και μοναδικό στοιχείο: η απέριττη προσωπικότητά της. Όλα πάνω της (από το ντύσιμο, το χτένισμα, το περπάτημα, τις κινήσεις και χειρονομίες, την ομιλία και την εκφορά του λόγου της) χαρακτηρίζονταν από μια ανεπιτήδευτη απλότητα και σεμνότητα. Το τονίζω αυτό γιατί διάφορα μεταθανάτια δημοσιεύματα γι’ αυτήν κάνουν λόγο για «low profile writer» («Χαμηλού προφίλ συγγραφέα»), πράγμα απόλυτα αληθές, καθώς δεν της άρεσε η δημοσιότητα και σπανίως έδινε συνεντεύξεις. Κι αυτό δεν ήταν μια προμελετημένη, σκηνοθετημένη «πόζα» που είχε υιοθετήσει, αλλά ο αυθεντικός εαυτός της, ακριβώς το ίδιο όπως απλή και απέριττη ήταν ως συγγραφέας. Ήταν μάλλον αδύνατη και επέλεξε να πιει μόνο έναν καφέ, αποφεύγοντας επίμονα τον πειρασμό κάποιου επιδόρπιου – αν και με διαβεβαίωνε ότι λάτρευε τα ελληνικά γλυκά – προκειμένου να μη χαλάσει τη σιλουέτα της.
Μιλήσαμε για πολλά και διάφορα πράγματα, κυρίως στα αγγλικά, αλλά ενίοτε και στα ελληνικά. Αν και είχε ξενική προφορά, τα ελληνικά της ήταν αρκετά καλά όσο και οι γνώσεις της για τη νεοελληνική λογοτεχνία στην οποία είχε διατρίψει. Ήξερε να ακούει προσεκτικά το συνομιλητή της και ο προφορικός της λόγος ήταν εξίσου γοητευτικός όσο και ο γραπτός, χωρίς τίποτα το εξεζητημένο.
Πρότεινε να ξανασυναντηθούμε, αλλά την επόμενη φορά στο σπίτι της «για να μπορέσουν να παίξουν τα παιδιά μου [που τότε ήταν μικρά και ήθελε να τα πάρω μαζί μου] δίπλα στη θάλασσα…» όπως είπε. Της το υποσχέθηκα και πάντα σκόπευα να υλοποιήσω αυτή την υπόσχεση, αλλά δυστυχώς, από αναβολή σε αναβολή, τελικά δεν τα κατάφερα. Και τώρα που έφυγε το θεωρώ μεγάλο κρίμα… Και μεγάλη λύπη που, λόγω δικής μου υπαιτιότητας, δεν καταφέραμε να ξαναβρεθούμε. Περισσότερο όμως λυπάμαι που η μετάφρασή μου του βιβλίου της «Γάλα» έμεινε ανέκδοτη όλα αυτά τα χρόνια, παρόλο που έκανα τουλάχιστον μια φιλότιμη απόπειρα να βρω εκδότη. Ίσως έπρεπε να επιμείνω περισσότερο στο να βγει το βιβλίο – είχα μπλέξει όμως με πάρα πολλά, και αυτό το πρότζεκτ είχε, δυστυχώς, παραπέσει.
Αισιοδοξώ ωστόσο ότι η μετάφρασή μου αυτή θα κυκλοφορήσει σύντομα πιστεύω στην Ελλάδα, έστω κι αν για την συγγραφέα είναι πλέον αργά, αφού δεν θα θα έχει τη δυνατότητα να τη χαρεί στη γλώσσα που αγάπησε.
Παρηγορούμαι όμως με την ιδέα ότι αυτό ίσως είναι το καλύτερο μνημόσυνο που θα μπορούσε να της κάνει ένας Έλληνας φίλος και ομότεχνός της…
ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ
Διηγήματα: “Snake” (1982), “Milk” (1983), “Home Time” (1985), “Collected Stories” (1987), “This Water: Five Tales” (2017). Μυθιστορήματα: “Alone” (1980), “The Seal Woman” (1992), “The House in the Light” (1995). Mη λογοτεχνικά: “A Body of Water: A Year’s Notebook” [Ημερολόγιο] (1990), “The Bone House” [δοκίμια] (2005).
Τιμήθηκε με διάφορα σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία, μεταξύ των οποίων και το Βραβείο Πάτρικ Γουάιτ (2009).
*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), κριτικός και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο τιτλοφορείται: «Η περιπέτεια της γραφής» (εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2018).