To να πει κανείς ότι η περασμένη εβδομάδα ήταν θερμή, από πλευράς πολιτικών εξελίξεων, θα ήταν ασφαλώς ευφημισμός. Ύστερα από μέρες εσωκομματικών διεργασιών, παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων και συντροφικών μαχαιρωμάτων, το Σαββατοκύριακο, η Αυστραλία βρέθηκε με νέο πρωθυπουργό και με το κυβερνών κόμμα αποδεκατισμένο. Η πολιτική καριέρα του Malcolm Turnbull και της Julie Bishop έχει τελειώσει, οι συντηρητικοί του Φιλελεύθερου Κόμματος -δηλαδή ο Peter Dutton και ο Tony Abbott- υπέστησαν μία σημαντική ήττα και νικητής από την διαδικασία αναδείχθηκε ένας “μετριοπαθής συντηρητικός”, ο Scott Morrison.
Η αλυσίδα πολιτικών εξελίξεων που δρομολογήθηκε μόλις έχει ξεκινήσει, αλλά καθώς αυτή η ιστορία συνδέεται με τις εκλογές του 2019 και τις τρέχουσες επιδόσεις του Συνασπισμού στις δημοσκοπήσεις, o «Nέος Κόσμος» απευθύνθηκε στον ανεξάρτητο αναλυτή δημοσκοπήσεων Ανδρέα Κατσάρα, για μία ανάλυση.
Αλλά ακόμη και για έναν ειδικό δημοσκόπο, όσα συνέβησαν την προηγούμενη εβδομάδα είναι υπεράνω ανάλυσης.
“Δεν υπάρχει καμία δημοσκοπική βάση” εξηγεί, τονίζοντας ότι δεν έχει τόση σημασία ο αριθμός των εβδομάδων που ένα κόμμα είναι πίσω στις δημοσκοπήσεις, όσο το άνοιγμα της ψαλίδας.
“Όταν ο Malcolm Turnbull διεκδίκησε την αρχηγία από τον Tony Abbott, το 2015, ο Συνασπισμός είχε σταθερή διαφορά δέκα μονάδες κάτω από το Εργατικό Κόμμα στην πρόθεση ψήφου, οπότε υπήρχε μία δικαιολογία, γιατί πήγαιναν για σίγουρη μεγάλη ήττα” λέει.
«Όταν έγινε αρχηγός ο Turnbull, υπήρξε μεγάλη άνοδος της δημοτικότητας του Φιλελεύθερου Κόμματος, πήγαιναν για άνετη νίκη, αλλά το πρόβλημα ήταν ότι ως πρωθυπουργός, δεν εκπλήρωσε τις προσδοκίες που είχε ο κόσμος που περίμενε από έναν κεντρώο πρωθυπουργό. Γι’ αυτό σχεδόν έχασε τις εκλογές. Από τότε, οι δημοσκοπήσεις δείγνουν υπεροχή του Εργατικού Κόμματος, ωστόσο τους τελευταίους μήνες, οι επιδόσεις του Συνασπισμού είχαν βελτιωθεί, σε βαθμό που υπολείπονταν μόνο δύο μονάδες, η διαφορά ήταν 51% – 49% και θα μπορούσαν να είναι ανταγωνιστικοί σε ένα εξάμηνο».
Η άλλη εξήγηση για την ανάγκη αλλαγής ηγεσίας πηγάζει από τις πρόσφατες επαναληπτικές εκλογές, καθώς και στις αμφίρροπες έδρες του Queensland που θεωρούνται κλειδί για όποιο κόμμα κερδίσει τις εκλογές. Παρά τις καλές επιδόσεις του Εργατικού Κόμματος στις επαναληπτικές εκλογές, θα χρειαστούν τουλάχιστον έξι έως οκτώ έδρες στην Πολιτεία, κάτι που δεν φαίνεται εφικτό. Η μοναδική περίπτωση που το Εργατικό Κόμμα τα πήγε καλά στο Queensland ήταν επί Kevin Rudd, ο οποίος προέρχεται από την Πολιτεία.
Οι υποστηρικτές του Peter Dutton θεωρούσαν ότι αν εκείνος γινόταν αρχηγός, τότε ο Συνασπισμός θα είχε πλεονέκτημα στο Queensland. Ο κ. Κατσάρας δεν συμφωνεί με αυτήν την άποψη. “Δεν υπάρχει καμία ένδειξη, καμία πληροφορία από τις δημοσκοπήσεις που να δείχνει ότι ο Peter Dutton θα τα πήγαινε καλύτερα από τον Τurnbull”, λέει, παρά το ότι ο πρώην Υπουργός Εσωτερικών Υποθέσεων προέρχεται κι αυτός από την Πολιτεία. “Είναι προσωπική μου γνώμη, αλλά υποψιάζομαι ότι ακόμη και αν κέρδιζε πόντους στο Queensland – κάτι αμφίβολο – θα έχανε πολύ περισσότερα σε άλλες Πολιτείες, γιατί δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής ή αρεστός στον κόσμο”.
Ομοίως, ούτε ο Scott Morrison, φαίνεται – σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις – ότι μπορεί να κάνει κάτι καλύτερο από τον Malcolm Turnbull.
“Ίσως η Julie Bishop να είχε καλύτερη τύχη, γιατί είναι γυναίκα και έχει καλύτερη δημόσια εικόνα, αλλά η γνώμη μου είναι πως, αν είχε παραμείνει ο Malcolm Turnbull, το Εργατικό Κόμμα θα είχε μικρότερες πιθανότητες νίκης από ό,τι τώρα, ύστερα από όλην αυτήν την αναστάτωση”, τονίζει ο κ. Κατσάρας, επισημαίνοντας ότι οι ψηφοφόροι δεν συγχωρούν αυτού του είδους την εσωστρέφεια και τα εσωκομματικά μαχαιρώματα.
“Πολλοί από τους ψηφοφόρους θα πάνε στο Εργατικό Κόμμα, είτε στην πρώτη προτίμηση, είτε στην δεύτερη ή τρίτη. Σε κάθε περίπτωση, τα ποσοστά του Εργατικού Κόμματος θα ανέβουν και θα κερδίσει τις εκλογές και μάλιστα με καλή πλειοψηφία, λόγω αυτής της υπόθεσης. Αν προηγουμένως πήγαιναν για 78-80 έδρες, τώρα προβλέπω ότι θα καταφέρουν να εξασφαλίσουν 85-90 έδρες”.
ΚΡΙΣΗ ΗΓΕΣΙΑΣ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΦΑΣΜΑ
Αν έδειξε κάτι αυτή η εβδομάδα πολιτικής αναταραχής, αυτό ήταν ότι υπάρχειμία διαρκής κρίση ηγεσίας στο πολιτικό σύστημα που εκτείνεται σε ολόκληρο το φάσμα. Αυτό είναι εμφανές στις δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι κανένας πολιτικός αρχηγός δεν είναι σε θέση να εμπνεύσει τους ψηφοφόρους, ίσως όμως είναι και ένδειξη ότι πρέπει να σταματήσουμε να επικεντρωνόμαστε στα πρόσωπα και να εστιάσουμε στις πολιτικές.
Ο κ. Κατσάρας δεν βλέπει κάτι τέτοιο να συμβαίνει σύντομα.
“Πρώτα και κύρια, ο κόσμος θέλει να πιστέψει σε ηγέτες”, λέει και περιγράφει ότι οι ηγέτες δίνουν ελπίδα στον λαό. “Το είδαμε με τον Kevin Rudd, το είδαμε με την Julia Gillard και το είδαμε με τον Malcolm Turnbull; δεν το είδαμε με τον Tony Abbott, γιατί δεν εμπνέει ελπίδα. Το είχε καταφέρει ο Bob Hawke το 1983 και ο Gough Whitlam πρινι από αυτόν, ήταν ηγέτες που τους πίστευε ο κόσμος. Ο Obama είναι ένα τέλειο παράδειγμα, όπως επίσης ο Trudeau στον Καναδά και ο Macron στην Γαλλία.
Αυτοί οι άνθρωποι εμπνέουν την ελπίδα. Η δυσκολία είναι όταν καμιά φορά είναι πολύ υψηλές οι προσδοκίες, ή όταν δεν μπορούν να κάνουν όσα θέλουν, λόγω συνθηκών. Ο Obama δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει όσα ήθελε λόγω του κογκρέσου, για παράδειγμα. Η Julia Gillard είχε δημιουργήσει ελπίδες επειδή ήταν η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Αυστραλίας, αλλά ήταν απογοητευτική, κυρίως γιατί την υπονόμευσε πολύ ο Kevin Rudd. Ο Malcolm Turnbull δεν τα κατάφερε, εν μέρει γιατί ανησυχούσε πολύ για την συντηρητική πτέρυγα του κόμματός του. Ούτε ο Bill Shorten, ο οποίος μάλλον θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός, εμπνέει ενθουσιασμό ή ελπίδα για κάτι καλύτερο. Αυτό όμως μπορεί να τον βοηθήσει, γιατί οι προσδοκίες του κόσμου είναι πολύ μικρές.
Έχει αρκετές ικανότητες και πιστεύω ότι θα κυβερνήσει ως συναινετικός ηγέτης, όπως ο Hawke. Δεν φέρνει ελπίδα, αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει”.
Ακόμη κι έτσι, το ερώτημα είναι γιατί υπάρχει τέτοια απόσταση ανάμεσα σ’ αυτό που θέλει ο λαός από τους ηγέτες και αυτό που προσφέρουν τα κόμματα στην πραγματικότητα. Για τον Ανδρέα Κατσάρα, αυτό είναι ένα συστημικό πρόβλημα. “Ο τύπος του ανθρώπου που θα έπρεπε να κατεβαίνει στην πολιτική, αυτοί που έχουν αυτές τις ικανότητες, δεν το κάνουν, γιατί είναι πολύ δύσκολο να επιλεγεί κανείς για να διεκδικήσει μία έδρα, εκτός και αν είναι δημιούργημα του κόμματος.
Πρέπει να είσαι μέλος ενός σωματείου, ή να είσαι υπάλληλος ενός πολιτικού γραφείου και να αναρριχηθείς σιγά σιγά στην ιεραρχία, για να ανοίξεις τον δρόμο σου προς το κοινοβούλιο”, λέει. “Πρέπει να κάνεις τόσο πολλές χάρες σε τόσο πολλούς ανθρώπους, που οι άνθρωποι που μπορεί να έχουν κάποιο όραμα – και ιδίως οι γυναίκες – αποθαρρύνονται, δεν μπαίνουν καν στην διαδικασία, η οποία ευνοεί συγκεκριμένους ανθρωπότυπους, τους πολιτικούς της συναλλαγής που κλείνουν συμφωνίες για να καταφέρουν κάτι”.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΗΓΕΤΗ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
Μιλώντας για ηγέτες και συμφωνίες, είναι δύσκολο να μην πάει η συζήτηση στον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Donald Trump. “Δεν είμαι οπαδός του, θέλω να αποπεμφθεί”, ξεκαθαρίζει ο αναλυτής, “αλλά πραγματοποιεί αυτά που υποσχέθηκε στους ψηφοφόρους του κι αυτό είναι που προσπαθούν να κάνουν οι συντηρητικοί στην Αυστραλία και την Ευρώπη.
Η παγκοσμιοποίηση έχει προκαλέσει ανησυχία στον κόσμο που βλέπει να μην υπάρχουν δουλειές στα εργοστάσια πια και θέλουν τα πράγματα να ξαναγίνουν όπως στην δεκαετία του ’60 – πράγμα που δεν πρόκειται να συμβεί. Όλες οι κυβερνήσεις στον κόσμο αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα και αυτό είναι επικίνδυνο για την δημοκρατία γιατί δημιουργεί ένα κενό. Αυτό το κενό καλύπτουν οι παλαβοί ακροδεξιοί συντηρητικοί, οι φασίστες, ο Trump. Εκμεταλλεύονται την αγωνία του κόσμου και προτείνουν απλές λύσεις, κατηγορούν τις εισαγωγές, τους μετανάστες, τις εμπορικές συμφωνίες, τις αφρικανικές συμμορίες, οτιδήποτε. Αυτό είναι σοβαρό ζήτημα. Ένας προοδευτικός ηγέτης θα πρέπει να κατανοήσει αυτήν την αγωνία και να το δείξει στον κόσμο, να μπει στην θέση τους, όχι να τους δώσει ψεύτικες ελπίδες. Αυτό έκαναν ο Whitlam, ο Hawke και ο Keating – ο Rudd και ο Turnbull δεν το έκαναν, αυτό είναι το πρόβλημα, αλλά βέβαια τώρα είναι πιο δύσκολο από ό,τι πριν από 30 χρόνια. Ζούμε σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο και τα πράγματα αλλάζουν πιο γρήγορα. Γι’ αυτό χρειάζεται οι πολίτες να αντισταθούν. Είναι αυτό που έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες: αν κάποιος δεν ενδιαφέρεται για τα κοινά, δεν θεωρούμε ότι κοιτάζει τη δουλειά του, λέμε ότι δεν έχει καμία δουλειά ανάμεσά μας. Αυτό είναι το σημαντικότερο μάθημα, ότι η δημοκρατία είναι πολύ σημαντική και είναι απαραίτητη η συμμετοχή του κόσμου, σε όλα τα επίπεδα”.