Με πρόσφατη επιστολή της προς τον Βρετανό ομόλογό της, η Ελληνίδα υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λυδία Κονιόρδου, ζήτησε την εκ νέου έναρξη του διαλόγου για το χρόνιο ζήτημα επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα.

Η απόφασή της να στείλει την επιστολή, έρχεται σε συνέχεια της επίσκεψης της υπουργού στο Λονδίνο, στο πλαίσιο της οποίας συναντήθηκε με τον ομόλογό της κ. Jeremy Wright, δεδομένου μάλιστα “ότι η διευθέτηση της μακροχρόνιας αυτής εκκρεμότητας αποτελεί κυρίαρχη προτεραιότητα του υπουργείου Πολιτισμού και της Κυβέρνησης” αναφέρει χαρακτηριστικά η σχετική ανακοίνωση του υπουργείου.

Εκ μέρους της Διεθνούς Επιτροπής για τη Διεκδίκηση και Επιστροφή των Γλυπτών (IAPRS), ο πρόεδρος καθηγητής Louis Godart χαιρέτισε την πρωτοβουλία, αναγνωρίζοντας μάλιστα ότι προηγήθηκαν συζητήσεις του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με την Βρετανίδα πρωθυπουργό Theresa May.

Ως το κορυφαίο διεθνές σώμα προώθησης της εκστρατείας Επιστροφής των Γλυπτών, το IAPRS απευθύνει έκκληση στον κ. Wright να απαντήσει θετικά στην πρόσκληση συνάντησης στην Αθήνα.

Σημειώνεται ότι η αρμόδια για το θέμα διακυβερνητική επιτροπή της UNESCO (ICPRCP) είχε πραγματοποιήσει πρόσφατα σύσταση για εντατικοποίηση των προσπαθειών ώστε να προκύψει αμοιβαίως αποδεκτή συμφωνία ανάμεσα στις δύο χώρες, συνυπολογίζοντας τις ιστορικές, πολιτιστικές, νομικές και ηθικές διαστάσεις του ζητήματος.

Υπενθυμίζεται ακόμη ότι η UNESCO είχε απευθύνει πρόσκληση στην βρετανική κυβέρνηση και το βρετανικό μουσείο για να μετάσχουν σε διαδικασία διαμεσολάβησης στο πλαίσιο της διακυβερνητικής επιτροπής ICPRCP ωστόσο η πρόσκληση είχε απορριφθεί.

Και ενώ αναμένεται η επίσημη απάντηση στην επιστολή της κ. Κονιόρδου, σύμφωνα με ρεπορτάζ του ελληνικού τηλεοπτικού δικτύου ΣΚΑΪ εκπρόσωπος του βρετανικού μουσείου φέρεται να δήλωσε πως “το ίδρυμα δεν έχει προσεγγιστεί απευθείας από την ελληνική κυβέρνηση για να συζητηθεί το θέμα”, ενώ η επίσημη δήλωση εκπροσώπου της βρετανικής κυβέρνησης ήταν η εξής:

“Τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι νόμιμη ιδιοκτησία του Βρετανικού Μουσείου. Μπορεί κανείς να τα βλέπει χωρίς χρέωση και τα επισκέπτονται άνθρωποι από όλο τον κόσμο. Οι αποφάσεις που σχετίζονται με τη φροντίδα τους λαμβάνονται από τους διοικούντες το Βρετανικό Μουσείο, χωρίς πολιτική παρέμβαση”.