Tην είδα να τρέχει σαν κυνηγημένη προς το χώρο της ψηφοφορίας την Παρασκευή, 24 Αυγούστου, για την εκλογή του νέου πρωθυπουργού της χώρας και δεν είχε καμιά σχέση με την Julia Banks που ήξερα. Η έκφρασή της πρόδιδε μια γυναίκα εξαγριωμένη με ό,τι συνέβαινε γύρω της. Μια γυναίκα μόνη, χωρίς συνοδεία, όπως όλοι οι άλλοι. Ήταν η μόνη, μου έδωσε την εντύπωση που άφηνε να φανούν στο πρόσωπό της, τα συναισθήματά της.
‘Εκπληξη, θυμός, απογοήτευση για μια κατάσταση που δεν περίμενε. Το χειρότερο ίσως όλων, να λάβει μέρος σε μια πορεία πραγμάτων όπου το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν ‘μεταξύ δύο κακών να επιλέξει το λιγότερο κακό’. Και αυτό έπραξε.
Η παραίτηση της Julia Banks από την πολιτική και η αποχώρησή της από μια έδρα που το πιθανότερο είναι ότι θα πέσει στα χέρια του Εργατικού Κόμματος στις επερχόμενες εκλογές –που δεν είναι καθόλου μακριά– ως έχουν τα πράγματα, υπάρχει δε περίπτωση ο χρόνος αυτός να μειωθεί ακόμη περισσότερο, σίγουρα δεν έγινε ελαφρά τη καρδία.
Η ίδια ομολόγησε ότι έπεσε θύμα απειλών και εκφοβισμού, αποφεύγοντας να κατονομάσει πρόσωπα και πράγματα, τα ευκόλως εννοούμενα όμως, ως είθισται, παραλείπονται. Μάλιστα, μιλώντας για εκφοβισμό των γυναικών πολιτικών από τους συναδέλφους της άρρενες, συμπεριέλαβε και εκείνους του Εργατικού Κόμματος.
«Πάντα θα αποκαλύπτω την κακή συμπεριφορά και δεν πρόκειται να ανεχθώ κανενός είδους απειλών και εκφοβισμού. Τα δοκίμασα και τα δύο, τόσο μέσα στο δικό μου κόμμα, όσο και το Εργατικό».
Ελάχιστοι είναι εντούτοις εκείνοι που επικροτούν το διάβημά της.
Οι πιο κυνικοί εκφράζουν την άποψη ‘αφού φεύγει, δεν έχει τίποτε να χάσει ούτε και να φοβηθεί’.
ΣΚΛΗΡΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Οι περισσότεροι –και είναι άκρως ανησυχητικό– αντιμετωπίζουν το θέμα ως σύνηθες. Ως κάτι που συνέβαινε και συμβαίνει ανέκαθεν, επομένως δεν πρέπει να μας εκπλήττει.
Μερικοί –βλέπε Michael Kroger, προέδρου του Φιλελεύθερου Κόμματος της Βικτώριας- αρνούνται ότι υπάρχει τέτοιο πρόβλημα, ενώ η πρώην σύζυγός του, Helen Kroger, πρόεδρος του γυναικείου τμήματος του κόμματος των Φιλελευθέρων, υποστηρίζει ότι «η πολιτική είναι σκληρό παιχνίδι και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό. Το περιβάλλον δεν είναι για όλους» τονίζει, υπονοώντας ότι είναι μόνο για τους δυνατούς.
Η υπουργός για Θέματα Γυναικών, Kelly O’ Dwyer, εξέφρασε την άποψη ότι «ο εκφοβισμός, όπου και να συμβαίνει, είτε πρόκειται για το χώρο εργασίας είτε μέσα στο Κοινοβούλιο, είναι απαράδεκτος».
Η ίδια πρόσθεσε, επίσης, ότι «λυπάται πολύ για την απόφαση που πήρε η Julia και τις συνθήκες που την ανάγκασαν να εγκαταλείψει την πολιτική».
Γυρίζοντας τώρα το χρόνο πέντε χρόνια πίσω, βλέπουμε ότι το 2013, επί πρωθυπουργίας Tony Abbot, η κεντροδεξιά κυβέρνηση δεχόταν κριτική ότι είχε μία μόνο γυναίκα στο 19μελές υπουργικό συμβούλιο.
Η Julia Gillard το 2012 χαρακτήρισε και δημόσια τον Abbott “μισογύνη”.
Η πρώην γερουσιαστής των Φιλελευθέρων, Judith Toeth, που εκπροσώπησε τη Βικτώρια το 1993 και 2011, εκφράζοντας τη λύπη της για την αποχώρηση της Ελληνίδας πολιτικού και την ανησυχία της για την μελλοντική πορεία της παρουσίας των γυναικών στο Φιλελεύθερο Κόμμα, τόνισε ότι «αυτού του είδους η συμπεριφορά, θα στείλει το μήνυμα στις γυναίκες ότι δεν αξίζει να μπουν στο χώρο της πολιτικής. Η πολιτική είναι γεγονός ότι είναι ένα πολύ σκληρό παιχνίδι, σ’ όλα τα επίπεδα, ο εκφοβισμός όμως και οι απειλές δεν έχουν θέση εκεί, όπως δεν έχουν σε οποιοδήποτε χώρο εργασίας», τόνισε η πρώην γερουσιαστής.
Αξίζει, επίσης, να θυμηθούμε το πιστεύω της πρώτης γυναίκας πρωθυπουργού της Βικτώριας Joan KIrner αναφορικά με το ρόλο των γυναικών στην πολιτική: «Με το να πάρεις την απόφαση να μείνεις έξω από την πολιτική, αποφασίζεις να επιτρέψεις στους άλλους να διαμορφώσουν τις πολιτικές και να ασκήσουν δύναμη επάνω σου. Αν αποξενωθείς δε, από το παρόν πολιτικό σύστημα, και δεν κάνεις απολύτως τίποτε για να το αλλάξεις, τότε απλά το ενισχύεις».
ΓΕΥΣΗ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ
Η Julia αξίζει να γνωρίζει κανείς ότι αν και γεννημένη στην Αυστραλία, έχει πάρει από πολύ νωρίς τη γεύση του εκφοβισμού και των διακρίσεων.
Θυμάμαι όταν τη συνάντησα στο γραφείο της εκλογικής της έδρας πριν μερικούς μήνες, αναφέρθηκε στο περιστατικό που δεν δίστασε να συμπεριλάβει και στην παρθενική της ομιλία στο Κοινοβούλιο τον Σεπτέμβρη του 2016.
«Πραγματικά, δεν γνώριζα τι εννοούσε όταν ένα παιδί στο δημοτικό σχολείο με αποκάλεσε “Wog” και μου είπε να ‘πάω από κει που είχα έλθει. Τρέχοντας στο σπίτι το πρώτο που έκανα ήταν να ανοίξω το λεξικό του αδελφού μου.
Εκεί είδα με έκπληξη ότι “wog” σημαίνει κάποιος που έχει σκούρο δέρμα και έχει έλθει από άλλη χώρα από αυτή που ζει. Τα έχασα κυριολεκτικά γιατί είχα γεννηθεί και ζήσει όλα τα χρόνια μου στην Αυστραλία. Ιδιαίτερα, όμως, με ενόχλησε και με πλήγωσε ο τόνος της φωνής του παιδιού. Αισθάνθηκα άσχημη, φοβισμένη και πολύ μόνη.
Η συμβουλή της μητέρας μου ήταν: “Μη δίνεις σημασία. Ό,τι και να σου πουν αγνόησέ τους και προχώρα».
Έτσι, όπως καθόταν απέναντί μου, δεν μπορούσα παρά να θαυμάσω την ιδιαίτερη παρουσία της. Άψογο ντύσιμο, διακριτικά, λεπτά κοσμήματα, φωτεινό, έξυπνο βλέμμα, φυσική ευγένεια, άνεση και ειλικρίνεια στην κουβέντα που ακολούθησε, κυρίως όμως δυναμισμό.
Δεν μου άφησε την ελάχιστη αμφιβολία, θυμάμαι τότε, ότι έχει μπει σ’ έναν χώρο από τον οποίο θα βγει νικήτρια.
Εξάλλου, είχε ήδη δώσει δείγματα γραφής με το να κερδίσει μια έδρα που παραδοσιακά ανήκε στο αντίπαλο κόμμα και να είναι η μόνη έδρα που κερδήθηκε από το Φιλελεύθερο κόμμα, στις εκλογές του 2016. Μια «λεπτομέρεια», βέβαια, που επέλεξαν να ξεχάσουν εκείνοι οι οποίοι τόσο αψήφιστα την εκδίωξαν.
Η μόνη εξήγηση, αν αξίζει να βρει κάποιος, είναι ίσως ότι τους αιφνιδίασε. Ότι δεν περίμεναν να πάρει το δρόμο της φυγής.
Νόμισαν ότι θα υποκύψει και θα ακολουθήσει τη γραμμή που επιχείρησαν να της επιβάλλουν.
Αν κρίνει κανείς από την έκφρασή της, πιθανόν να την εξέπληξαν ή, ακόμη, σε συνδυασμό με τις άλλες πρακτικές τους προς το πρόσωπο του πρωθυπουργού, να τη θορύβησαν.
Το σίγουρο, όμως, είναι ότι δεν την φόβισαν. Όχι στο σημείο να θέλει να παραιτηθεί από τον αγώνα για την ισότητα ευκαιριών μεταξύ των δύο φύλων. Για την πάταξη του εκφοβισμού και των διακρίσεων κατά των γυναικών.
Έτσι υπόσχεται και δεν έχουμε παρά να παρακολουθήσουμε την πορεία της, εκτός πολιτικού χώρου, για να διαπιστώσουμε του λόγου το αληθές. Κάτι που θα μας δώσει ίσως το δικαίωμα να πούμε «Ουδέν κακόν αμιγές καλού».