Ήταν το 1999 όταν ο νεαρός Χρήστος Χριστοφίδης άνοιξε το πρώτο του εστιατόριο στο Glen Waverley με το όνομα Mocha Jo’s, φέρνοντας την τελευταία λέξη από τη μαγειρική μόδα του κέντρου της πόλης στα προάστια.
Πρόσφατα το Mocha Jo’s απέκτησε και το “αδελφάκι” του στο προάστιο Ripponlea με το υποκατάστημα δίπλα στον σταθμό του τρένου να σερβίρει μπέργκερς, μίλκσεικ και επιδόρπια που κάνουν τους λάτρεις της αμερικάνικης τύπου κουζίνας να τους τρέχουν τα σάλια!
Και αυτό δεν είναι το μοναδικό επίτευγμα του 44χρονου πλέον επιχειρηματία. Όλα αυτά τα χρόνια έχει ανοίξει αρκετά εστιατόρια, κάποια από τα οποία έχει πουλήσει, ενώ άλλα βρίσκονται ακόμη στην ιδιοκτησία του, όπως το Ripponlea Food and Wine.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως η ιστορία της επαγγελματικής του πορείας θυμίζει σε πολλά αντίστοιχες ιστορίες Ελλήνων μεταναστών πρώτης και δεύτερης γενιάς.
Το επιχειρηματικό δαιμόνιο και το πάθος του για καινοτομία μπορεί να το καλλιέργησε από μικρή ηλικία χάρη στους γονείς του, με τον πατέρα του να εργάζεται στη βιομηχανία και τη μητέρα του να διευθύνει το δικό της μιλκ μπαρ. Όμως την ίδια στιγμή ο κ. Χριστοφίδης γνώριζε ότι απαραίτητο συστατικό της επιτυχίας ήταν η σκληρή δουλειά, αλλά και η έκθεση σε διαφορετικούς τομείς εργασίας.
Από την παράδοση προμηθειών στο τοπικό φαρμακείο και την πώληση εφημερίδων έως το πλύσιμο αμαξιών και κούρεμα γρασιδιού στις αυλές των σπιτιών, φρόντισε να κάνει το πέρασμά του από όποια δουλειά μπορούσε.
“Τους άρεσε να με βλέπουν να μου δίνεται μια ευκαιρία και ενίοτε με πλήρωναν παραπάνω, ήταν εξωπραγματικό”, λέει μιλώντας στον “Νέο Κόσμο”.
Υποστηρίζει δε ότι το ίδιο “ελληνικό πείσμα” συνεχίζει να είναι το μεγαλύτερο κίνητρό του.
“Έχει να κάνει με το να μπορείς να αξιοποιείς ό,τι έχεις μπροστά σου φτιάχνοντας κάτι από το μηδέν”.
Σταδιακά, έκανε τα πρώτα του βήματα στον τομέα της εστίασης, φτάνοντας να διευθύνει καφετέριες, εστιατόρια και μπαρ και εντέλει καταφέρνοντας να ανοίξει τη δική του επιχείρηση. Κάθε νέο του εγχείρημα ερχόταν ως φυσική συνέχεια του επόμενου, επειδή ακριβώς όπως εξηγεί είχε “συναίσθηση του πως να κρατάς το προσωπικό και τους πελάτες ευχαριστημένους”.
“Απλώς έκανα ότι μπορούσα για να βεβαιωθώ ότι όλοι ήταν χαρούμενοι”, λέει προσθέτοντας πως το “μυστικό” του είναι απλά ότι αγαπά αυτό που κάνει.
“Είναι η νούμερο ένα προϋπόθεση. Ευχαριστιέμαι να τους σερβίρω [τους πελάτες], να προσέχω ότι εξυπηρετούνται και ότι απολαμβάνουν το προϊόν, ότι ικανοποιεί τις απαιτήσεις τους”.
Μάλιστα σε ένα περιβάλλον τόσο ανταγωνιστικό όσο η αγορά της Μελβούρνης, η εμπειρία τον έχει διδάξει πως τη διαφορά την κάνουν περισσότερο οι άνθρωποι παρά το φαγητό.
Γι’ αυτό και επικεντρώνεται ιδιαίτερα στην επιλογή του κατάλληλου προσωπικού.
“Οι πελάτες έρχονται για τους εργαζόμενους, ενώ κάποιοι και για μένα όταν βρίσκομαι στο μαγαζί”.
“Το προσωπικό μου εξακολουθεί να είναι πηγή έμπνευσης για εμένα[…] Όλα έχουν να κάνουν με τη συμπεριφορά και τον τρόπο προσέγγισης […]”, καταλήγει.