Η δήλωση του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ότι η Τουρκία όχι μόνο δεν πρόκειται να μειώσει τις στρατιωτικές της δυνάμεις στην Κύπρο αλλά και προτίθεται να τις αυξήσει, έστω και εάν δεν πρόκειται προς το παρόν να κατασκευάσει μόνιμη ναυτική βάση εφόσον τα τουρκικά παράλια δεν είναι μακριά, ήρθε να υπογραμμίσει ότι η Αγκυρα ούτε τις πάγιες αξιώσεις της στο νησί εγκαταλείπει ούτε τη διάθεσή της να κάνει σαφές ότι η λύση περνάει και από αυτή.
Για την ακρίβεια, η Τουρκία δεν μπορεί να αποδεχτεί μια συνθήκη στην οποία η Κυπριακή Δημοκρατία απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα της ένταξης στην ΕΕ, αλλά και επιλέγει ως νόμιμος εκπρόσωπος του κυπριακού κράτους να εκμεταλλευτεί τις πλουτοπαραγωγικές δυνάμεις των ΑΟΖ. Δεν μπορεί, δηλαδή, η Τουρκία να αποδεχτεί το συσχετισμό σε βάρος της που δημιούργησε η απόρριψη του σχεδίου Ανάν.
ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΜΑΧΙΩΝ
Όμως, όλα αυτά συνδέονται και με τις ευρύτερες ανακατατάξεις στην περιοχή. Η επιδείνωση των σχέσεων ανάμεσα σε ΗΠΑ και Τουρκία, όπως αποτυπώθηκε στις αμερικανικές κυρώσεις αλλά και στην αναβολή πώλησης των F35, σημαίνει ότι η Τουρκία έχει πάψει εδώ και καιρό να είναι το πιο προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης στην περιοχή.
Την ίδια στιγμή η Ελλάδα εξελίσσεται ολοένα και περισσότερο σε ένα βασικό σύμμαχο των ΗΠΑ στην περιοχή, όπως φάνηκε και από την προώθηση συγκεκριμένων αμερικανικών σχεδιασμών για την αλλαγή συσχετισμού στα Δυτικά Βαλκάνια, με επίκεντρο τη συμφωνία των Πρεσπών και την προοπτική εισόδου της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ.
Φόντο όλων αυτών και η σταθερή αναβάθμιση των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων την τελευταία δεκαετία, περίοδο που συνέπεσε με τη διαρκή επιδείνωση των παραδοσιακά καλών σχέσεων Τουρκίας και Ισραήλ. Πλέον, η Ελλάδα, το Ισραήλ, η Αίγυπτος αλλά και η Κύπρος αποτελούν τμήμα ενός αναδυόμενου άξονα, σε συνεργασία και με τις ΗΠΑ που αποτυπώνει ένα διαφορετικό συσχετισμό στην περιοχή.
Ο άξονας αυτός δίνει ιδιαίτερο βάρος και στα ζητήματα που αφορούν την ενέργεια. Την Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου υπογράφεται η διακρατική συμφωνία ανάμεσα στην Κύπρο και την Αίγυπτο για τον υποθαλάσσιο αγωγό που θα συνδέσει το κοίτασμα «Αφροδίτη» με την Αίγυπτο. Πρόκειται για την πρώτη διακρατική συμφωνία για αγωγούς φυσικού αερίου που υπογράφεται στην Ανατολική Μεσόγειο.
Παράλληλα, στην πρόσφατη συνάντηση στην Ιερουσαλήμ των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας, Ισραήλ και Κύπρου συμφωνήθηκε να επιταχυνθούν και οι διαδικασίες για τον αγωγό East Med με σκοπό να υπογραφούν οι σχετικές συμφωνίες μέχρι το τέλος του χρόνου.
Παράλληλα, η εμπλοκή αμερικανικών, γαλλικών και ιταλικών εταιρειών στις έρευνες για υδρογονάνθρακες στην Κυπριακή ΑΟΖ, σημαίνει ότι πλέον και άλλες ισχυρές ευρωπαϊκές δυνάμεις εμπλέκονται σε αυτό το πλέγμα αντιθέσεων.
ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ
Γι’ αυτό το λόγο και έχει ιδιαίτερη σημασία ότι π.χ. η Γαλλία ανακοίνωσε ότι εξετάζει το ενδεχόμενο να διαμορφώσει ένα είδος ναυστάθμου στη Λάρνακα για το γαλλικό στόλο στη Μεσόγειο. Σημειώνουμε ότι ο πρόεδρος Μακρόν έχει κάνει σαφή την επιδίωξή του αναβαθμίσει τη γαλλική στρατιωτική παρουσία στην περιοχή, ενώ έχει επικαιροποιηθεί και η από το 2007 συμφωνία αμυντικής συνεργασίας ανάμεσα σε Γαλλία και Κύπρο. Η στρατιωτική αυτή παρουσία στην Κύπρο έρχεται να συνδυαστεί με την προοπτική έναρξης των ερευνών στην ΑΟΖ και από τη γαλλική Total.
Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΣΕ ΜΕΤΑΒΑΣΗ
Την ίδια στιγμή η Τουρκία κυρίως προσπαθεί να διαχειριστεί τις αντιφάσεις της εμπλοκής στη συριακή κρίση. Η πρόσφατη συμφωνία με την Ρωσία για δημιουργία αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης στην Ιντλίμπ και αφοπλισμό των τζιχαντιστών, έδωσε μια ανάσα στην Τουρκία που φοβόταν και περιορισμό της στρατιωτικής της παρουσίας και κύμα προσφύγων.
Ούτε η προσπάθεια βελτίωσης των σχέσεων με την Ευρώπη, που αποτυπώθηκε και σε συμβολικές χειρονομίες όπως η απελευθέρωση των Ελλήνων στρατιωτικών, συνιστά μια στρατηγική επιλογή, δεδομένου του τέλους, εδώ και καιρό, της ενταξιακής προοπτικής.
Αυτή ακριβώς η μεταβατική φάση για την Τουρκία μπορεί να εξηγήσει και γιατί παρά τα προβλήματα που έχει στο κρίσιμο μέτωπο της Συρίας, δεν παραλείπει να κάνει προβολές ισχύος σε όλα τα άλλα ανοιχτά θέματα που έχει είτε πρόκειται για τα ελληνοτουρκικά είτε πρόκειται για το Κυπριακό. Με αυτή την έννοια και σκληρές δηλώσεις πρέπει να αναμένουμε και προσπάθειες επιθετικών κινήσεων.
ΑΠΕΧΟΥΜΕ ΑΚΟΜΗ ΑΠΟ ΛΥΣΗ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ
Ωστόσο, ειδικά στο Κυπριακό η κατάσταση παραμένει δύσκολη. Και ο λόγος είναι ότι τα επίπεδα στα οποία κινούνται οι εξελίξεις είναι δύο.
Το ένα επίπεδο είναι αυτό των ευρύτερων γεωπολιτικών εξελίξεων όπου αναμφίβολα έχουμε την ένταξη της Κύπρου σε ένα φάσμα ισχυρών γεωπολιτικών συμμαχιών, ιδίως εάν συνυπολογίσουμε και τη σχέση των ΗΠΑ και με το Ισραήλ και με την Αίγυπτο. Εδώ το ζητούμενο είναι όντως να μεταφραστεί αυτή η αναβάθμιση και σε έμπρακτη στάση υπέρ των κυπριακών κυριαρχικών δικαιωμάτων έναντι ενδεχόμενης αμφισβήτησής τους από την Τουρκία.
Το δεύτερο είναι αυτό του ίδιου του ανοιχτού κυπριακού ζητήματος. Εδώ αναγκαστικά, λόγω της υφής του προβλήματος, η Τουρκία μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο και στη μία και στην άλλη κατεύθυνση, να συμβάλει σε λύση ή να την τορπιλίσει.
Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν οι υπό διαμόρφωση αμυντικοί και πολιτικοί άξονες τμήμα των οποίων είναι η Ελλάδα και η Κύπρος, μπορούν να επηρεάσουν τις εξελίξεις και στο ίδιο το Κυπριακό, ή εάν εκεί τον τελικό λόγο τον έχει η Τουρκία.
Την τελευταία φορά που διαφάνηκε προοπτική λύσης στο Κυπριακό ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της επόμενης, όταν θεωρήθηκε ότι η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε συνδυασμό με ένα σχέδιο επανένωσης του νησιού ως διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, μπορούσε να είναι η λύση. Σήμερα, ο νέος γεωπολιτικός προσανατολισμός και της Ελλάδας αλλά και της Κύπρου ποιο αφήγημα έρχεται να εξυπηρετήσει και ποιο συνολικό βηματισμό να προτείνει;
Αυτό αναδεικνύει και το ερώτημα για το εάν και σε ποιο βαθμό οι τωρινοί στρατηγικοί σύμμαχοι της Ελλάδας έχουν και τη διάθεση αλλά και τη δυνατότητα παρέμβουν αποφασιστικά και στον πυρήνα του Κυπριακού, ή εάν απλώς κινούνται με βάση δικές τους τακτικές επιλογές, πράγμα που θα σήμαινε ότι όχι μόνο το Κυπριακό θα χρονίζει αλλά και η όποια στήριξη στην Κύπρο θα είναι σε τελική ανάλυση υπό την αίρεση τυχόν αλλαγής προσανατολισμού.
ΤΑ ΔΥΟ ΣΕΝΑΡΙΑ ΣΥΝΤΡΙΒΗΣ ΤΟΥ ΙΛΙΟΥΣΙΝ ΣΤΗ ΣΥΡΙΑ
Η κατάρριψη και συντριβή του ρωσικού αεροσκάφους ηλεκτρονικής κατασκοπείας, τύπου Iliyushin-20 από φίλια πυρά, οδήγησε στο θάνατο 15 στρατιωτικών των Ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και στην άνοδο της ρητορικής έντασης ανάμεσα στη Ρωσία και το Ισραήλ. Ευλόγως, δημιουργούνται ερωτηματικά για τον τρόπο με τον οποίο το Ιλιούσιν συνετρίβη στην επιφάνεια της Ανατολικής Μεσογείου, 22 ναυτικά μίλια ανοιχτά της Συρίας.
Ένα πρώτο στοιχείο το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψιν προκειμένου να εντοπιστούν τα αίτια, είναι ότι το ηλεκτρονικό ίχνος (IFF-Identification Friend or Foe) που εξέπεμπε το IL-20 έχει καταγραφεί από Ρώσους, Ισραηλινούς, Σύρους αλλά και δυνάμεις που έχουν στρατιωτική παρουσία στην περιοχή. Καταρχάς, στα ανοιχτά της Κύπρου έπλεε γαλλική φρεγάτα, ενώ λίγο βορειότερα, περιπολεί πολυεθνική δύναμη του ΟΗΕ, ως εκ τούτου για το περιστατικό έχουν εικόνα περισσότερες της μιας δυνάμεις.
Ένα δεύτερο στοιχείο είναι ότι το Ιλιούσιν συνετρίβη σε μια περιοχή η οποία βρίσκεται ανάμεσα στις δύο κύριες στρατιωτικές εγκαταστάσεις των Ρώσων στη Συρία, την αεροπορική βάση του Χμεϊμίμ και τη ναυτική βάση της Ταρτούς και το κύριο Συριακό εμπορικό λιμάνι, τη Λαττάκεια. Εν ολίγοις, σε έναν χώρο πλήρους ρωσικού ελέγχου. Σε γενικές γραμμές η πτώση του Ιλιούσιν περιλαμβάνει αρκετά θολά σημεία.
Με βάση, ωστόσο, τα προαναφερθέντα στοιχεία, την παραδοχή εκ μέρους του προέδρου της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν ότι το Ιλιούσιν δεν καταρρίφθηκε από ισραηλινά πυρά, στην επιφάνεια και τις εκτιμήσεις ειδικών με γνώση της αεροπλοΐας, ιδιαίτερα σε περιοχές με τόσο έντονη στρατιωτική κίνηση, όπως αυτή πάνω από την Ανατολική Μεσόγειο, αναδύονται δύο βασικά σενάρια:
Πρώτον, το προφανές σενάριο του λάθους. Η Συριακή Αεράμυνα χρησιμοποιεί ρωσικά όπλα και ελέγχεται 100% από τη Μόσχα. Είναι εξαιρετικά πιθανόν, να μην υπήρξε σωστός συντονισμός ανάμεσα στις αεροπορικές δυνάμεις της Ρωσίας στη Συρία και τις δυνάμεις του Άσαντ. Πρόκειται για τις λεγόμενες αμοιβαίες παρεμβολές (mutual interference στην ΝΑΤΟϊκή ορολογία). Ένα ενδιαφέρον ερώτημα είναι αν ο αισθητήρας μέσω του οποίου εκπέμπεται το ίχνος IFF ήταν ανοιχτός. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, ωστόσο, είναι αδιανόητο να μην υπήρχε επικοινωνία ανάμεσα στους πιλότους του Ιλιούσιν και την Αεράμυνα.
Δεύτερο, είναι το σενάριο της παντελούς έλλειψης επικοινωνίας ανάμεσα σε όλες τις πλευρές. Η Συριακή Αεράμυνα μπορεί έκανε λάθος και πράγματι να στόχευε άλλα αεροπλάνα. Δεδομένου ότι στην περιοχή πετούσαν και τέσσερα Ισραηλινά F-16, το σενάριο δεν μπορεί να αποκλειστεί, ωστόσο είναι μάλλον αδύναμο. Πρώτον, διότι αυτό σημαίνει ότι οι Συριακές δυνάμεις, οι οποίες ελέγχονται από την Ρωσία, έχουν αποφασίσει να εμπλακούν σε ανοιχτή σύγκρουση με την Ισραηλινή Αεροπορία. Αυτό το σενάριο είναι μάλλον αδύναμο, καθώς η Μόσχα και η Ιερουσαλήμ διατηρούν συνεργασία προκειμένου ακριβώς να αποφεύγονται τέτοια ατυχήματα σε μια περιορισμένης γεωγραφικής έκτασης περιοχή.
Το σενάριο που χρησιμοποίησε ο εκπρόσωπος Τύπου του Ρωσικού υπουργείου Άμυνας περί χρήσης τη Ιλιούσιν ως ασπίδας προκειμένου τα ισραηλινά F-16 να αποφύγουν τη γραμμή πυρός της Συριακής Αεράμυνας, είναι μάλλον αδύναμο. Και τούτο διότι ο ηλεκτρονικός έλεγχος των πτήσεων εξασφαλίζει ακριβώς αυτό, ότι είναι αδύνατον το ίχνος IFF ενός αεροπλάνου, να «μπερδευτεί» καθ’ οιονδήποτε τρόπο, με κάποιο άλλο, έστω ευρισκόμενο σε κοντινή απόσταση, αεροσκάφος.