Η πτώση που σημειώνεται αυτόν τον καιρό στις τιμές των ακινήτων δεν είναι κάτι ασυνήθιστο – είναι η τρίτη φορά που παρατηρείται το φαινόμενο μέσα σε μία δεκαετία.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΑΝΖ, David Plank, το ασυνήθιστο είναι ότι η πτώση δεν οφείλεται στα υψηλά επιτόκια που λειτουργούν ανασταλτικά.
Πραγματικά, οι τιμές των ακινήτων άρχισαν να υποχωρούν σταδιακά στις αρχές του περασμένου έτους, ενώ τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων έχουν μείνει σχεδόν αμετακίνητα στο ίδιο διάστημα.
Στην διάρκεια της ύφεσης του 2009, τα μέσα επιτόκια στεγαστικών ξεπέρασαν το 9%, Το 2012 ήταν σχεδόν 8%. Η ΑΝΖ προβλέπει ότι οι τιμές θα πέσουν κι άλλο φέτος και του χρόνου, για να σταθεροποιηθούν το 2020.
“Βλέπουμε πρωτεύουσες όπως το Σίδνεϊ και η Μελβούρνη να αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες πτώσεις, της τάξης του 10%, μέσα στο 2018 και το 2019” δήλωσε ο κ. Plank, ο οποίος θεωρεί ότι η τρέχουσα πτώση των τιμών είναι αποτέλεσμα μίας πιστωτικής κρίσης σε σταθερή εξέλιξη. Ξεκίνησε ως επακόλουθο των περιορισμών που επέβαλε η Αυστραλιανή Αρχή Προληπτικής Εποπτείας (APRA) στις τράπεζες, oι οποίες μετακύλησαν την πίεση στους επενδυτές.
Η έρευνα της Βασιλικής Επιτροπής για τις τράπεζες αποκάλυψε ότι πολύ συχνά η δανειοδότηση γίνεται με χαλαρούς όρους που συχνά αγγίζουν τα όρια της απάτης. Αυτό οδήγησε σε μία αυστηροποίηση των όρων πίστωσης. Το άλλο ενδιαφέρον φαινόμενο είναι ότι, παρά την εφαρμογή αυστηρότερων όρων δανεισμού, το μέσο μέγεθος των στεγαστικών δανείων πρώτης κατοικίας συνεχίζει να μεγαλώνει.
Αυτό σημαίνει ότι ο περιορισμός στην πίστωση στοχεύει στους επενδυτές κυρίως και δεν αφορά την αγορά συνολικά, οπότε το ευρέως διαδεδομένο σενάριο για μαζική πτώση στις τιμές των ακινήτων δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αυτό που κατά πάσα πιθανότητα θα συμβεί είναι οι νέοι αγοραστές να καλύψουν το κενό που θα σημειωθεί στην αγορά από την έξοδο των επενδυτών, τουλάχιστον εν μέρει, με αποτέλεσμα, η όποια μείωση των δανείων να είναι μικρή.