Έπειτα από σχεδόν δύο δεκαετίες πολιτικής διαμάχης, η Αυστραλία συμφώνησε –επιτέλους- να καταργήσει τον αποκαλούμενο «φόρο του ταμπόν» (tampon tax).

Όταν η χώρα εισήγαγε τον Φόρο Αγαθών και Υπηρεσιών (GST) το 2000, τα προϊόντα υγείας (προφυλακτικά, κρέμες αντηλιακής προστασίας κλπ), αποφασίστηκε να εξαιρούνται από την επιβάρυνση του 10% μαζί με τα περισσότερα τρόφιμα.

Ωστόσο, τα ταμπόν και άλλα προϊόντα ατομικής υγιεινής για γυναίκες δεν εξαιρέθηκαν.

Έκτοτε, ο αποκαλούμενος «φόρος του ταμπόν» έχει δεχτεί σφοδρή κριτική και έχει χαρακτηριστεί «σεξιστικός» από τους ακτιβιστές, ενώ αποτελεί διαρκή πηγή διαπληκτισμών μεταξύ της Καμπέρας και των πολιτειακών κυβερνήσεων, που έχουν έσοδα από το συγκεκριμένο φόρο.

Το 2000 ο ομοσπονδιακός υπουργός Υγείας, Μάικλ Γούλριτζ, πρότεινε να μην εξαιρεθούν τα ταμπόν καθώς δεν «προλαμβάνουν τις ασθένειες».

«Ως άνδρας, θα ήθελα να εξαιρεθεί ο αφρός ξυρίσματος, αλλά δεν περιμένω ότι αυτό θα συμβεί» είχε δηλώσει στο ABC, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις του γυναικείος καταναλωτικού κοινού.

Οι αντιδράσεις συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια με συνθήματα όπως «Σταματήστε να φορολογείτε την περίοδό μου» και έντονη δραστηριότητα οργανώσεων όπως οι «Εκδικήτριες της εμμηνόρροιας».

Ηγετικοί κύκλοι και των δύο μεγάλων κομμάτων «φλέρταραν» με την εξαίρεση, ενώ άλλοι απέφυγαν το ζήτημα αναθέτοντάς το στις πολιτειακές κυβερνήσεις.

Ωστόσο, σε πρόσφατη συνάντησή τους οι πολιτειακοί υπουργοί Οικονομικών έλαβαν ομόφωνα απόφαση, σε συνεργασία με την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση, να καταργήσουν τον φόρο από τον προσεχή Ιανουάριο αποποιούμενοι τα έσοδα που απέφερε ετησίως τα οποία εκτιμάται ότι ανέρχονταν σε 30 εκατ. δολάρια.

Η απόφαση αυτή ελήφθη την ώρα που ο συντηρητικός κυβερνητικός συνασπισμός επιχειρεί να προσελκύσει περισσότερες γυναίκες εν μέσω των καταγγελιών γυναικών βουλευτών στους κόλπους του που μιλούν για εκφοβισμό.

Οι καταγγελίες κορυφώθηκαν τον περασμένο μήνα με μια εσωκομματική «εξέγερση» που οδήγησε στην απομάκρυνση του Μάλκολμ Τέρνμπουλ και την παραίτηση της υπουργού Εξωτερικών, Τζούλι Μπίσοπ, της πιο υψηλόβαθμης γυναίκας στην κυβέρνηση.

Ο νέος πρωθυπουργός, Σκοτ Μόρρισον, αντιστέκεται στις εκκλήσεις του κόμματός του να ορίσει ποσόστωση για τις γυναίκες υποψήφιες στις μελλοντικές εκλογές, επιμένοντας ότι το κόμμα επιλέγει «τον καλύτερο υποψήφιο» για την εκάστοτε θέση.

Σχεδόν το 20% των βουλευτών των Φιλελευθέρων είναι γυναίκες σε σχέση με το 45% περίπου του Εργατικού Κόμματος, το οποίο διατηρεί ποσόστωση συμμετοχής των γυναικών στην κοινοβουλευτική του ομάδα.