Γεωγραφικοί περιορισμοί αναμένεται να περιληφθούν στους όρους χορήγησης βίζας, στο πλαίσιο της νέας στρατηγικής της κυβέρνησης Morrison για έλεγχο της πληθυσμιακής αύξησης και κάλυψη των αναγκών της επαρχίας σε εργατικό δυναμικό.

Την περασμένη Τρίτη, στην πρώτη του επίσημη ομιλία αφότου ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Πόλεων, Αστικών Υποδομών και Πληθυσμού, ο Alan Tudge, αναφέρθηκε στη διοχέτευση μεταναστευτικών αφίξεων στην επαρχία ως έναν από τους τρόπους που θα επιστρατευθούν για την ανάπτυξη περιοχών που υστερούν σε εργατικό δυναμικό και για την αστική αποσυμφόρηση.

“Υπάρχει ευκαιρία για πιο ίση κατανομή ανάπτυξης ανά τη χώρα για τη στήριξη μικρότερων πολιτειών και περιοχών, αποσυμπιέζοντας παράλληλα την κατάσταση σε Μελβούρνη, Σίδνεϊ και νοτιοανατολικό Κουίνσλαντ […]” είπε ο κ. Tudge, επισημαίνοντας ότι σε αυτά τα αστικά κέντρα αναλογεί το 75% της αύξησης πληθυσμού σε ολόκληρη τη χώρα την περασμένη πενταετία.

Διευκρίνισε, πάντως, ότι από την εγκατάσταση μεταναστών στην ύπαιθρο αναμένεται να εξαιρεθούν οι περιπτώσεις οικογενειακής επανένωσης για ευνόητους λόγους μη χωρισμού συγγενών, αλλά και οι επαγγελματικές βίζες χορηγίας (sponsorship), δεδομένου ότι κάτι τέτοιο θα διακινδύνευε την επιβίωση των εργοδοτριών επιχειρήσεων.

“Όμως πέρα από αυτές τις δύο κατηγορίες, δεν υπάρχει κάποια γεωγραφική δέσμευση για έναν νεοαφιχθέντα μετανάστη. Σχεδιάζουμε μέτρα για να έχουμε περισσότερες νέες αφίξεις σε μικρότερες πολιτείες και περιοχές θέτοντας ως προϋπόθεση την εκεί παραμονή τους για τουλάχιστον μερικά χρόνια”.

Ο υπουργός Πόλεων, Αστικών Υποδομών και Πληθυσμού Alan Tudge. Φώτο: AAP Image/Lukas Coch

Για στροφή σε πιο στοχευμένη μεταναστευτική πολιτική έκανε λόγο και ο νέος υπουργός Μετανάστευσης, Υπηκοότητας και Πολυπολιτισμικών Υποθέσεων, David Coleman, σε συνέντευξη Τύπου την περασμένη Δευτέρα, όπου παρευρέθηκαν δημοσιογράφοι ΜΜΕ εθνοτικών κοινοτήτων, μεταξύ αυτών και από τον “Νέο Κόσμο”.

Παρουσιάζοντας τις προτεραιότητές του ύστερα από την ανάληψη υπουργικών καθηκόντων, ο κ. Coleman εξήρε τη συμβολή των μεταναστών ιστορικά στην αυστραλιανή οικονομία και μίλησε μεταξύ άλλων για την ανάγκη να δοθούν κίνητρα σε νεοαφιχθέντες που έχουν τη δυνατότητα να συνεχίσουν αυτή τη συνεισφορά.

“Προφανώς, βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατάσταση όπου η συντριπτική πλειοψηφία νέων μεταναστών πηγαίνουν σε Μελβούρνη και Σίδνεϊ,το οποίο έχει μεν λογική δεδομένου ότι είναι οι δύο μεγαλύτερες πόλεις” δήλωσε σχετικά.

Ο κ. Coleman αναφέρθηκε ενδεικτικά σε περιοχές όπως το Goldfields και η πόλη Warrnambool στη Βικτώρια και τοποθεσίες στην ύπαιθρο της Νότιας Αυστραλίας και της Βόρειας Περιοχής, όπου τοπικοί πολιτικοί εκπρόσωποι και κοινοτικοί ηγέτες αποζητούν περισσότερους μετανάστες για εργασία.

“[…] Γι’ αυτό ένα από τα πράγματα που εξετάζω είναι το πώς μπορούμε να εξασφαλίσουμε ότι το σύστημα μετανάστευσης ανταποκρίνεται σε αυτές τις ανάγκες της υπαίθρου”.

“Το άλλο ζήτημα στο οποίο επικεντρώνομαι είναι η αποδοτική λειτουργία του μεταναστευτικού προγράμματος σε οικονομικό επίπεδο. Βλέπουμε ανθρώπους που έρχονται στην Αυστραλία για να ξεκινήσουν μια επιχείρηση ή έχουν ικανότητες να επενδύσουν στην οικονομία και αυτό είναι κάτι πολύ θετικό για τη χώρα και ως εκ τούτου πρέπει να τους προσελκύσουμε[…] γιατί η ιστορία μας έχει αποδείξει ότι πολλοί ήταν που εγκαταστάθηκαν εδώ και πήραν το ρίσκο να επενδύσουν σε μικρές επιχειρήσεις που ενίοτε εξελίχθηκαν σε μεγαλύτερες”.

Υπολογίζεται ότι 1.4 εκατ. εργαζόμενοι σήμερα εργάζονται σε επιχειρήσεις που σύστησαν μετανάστες, ανέφερε ο κ. Coleman.

Οι αφίξεις που θα υπόκεινται στον γεωγραφικό περιορισμό εκτιμάται πως ανέρχεται σε 45% των συνολικών μεταναστευτικών εισροών. Παρ’ ότι τα μέτρα που θα ληφθούν για περιπτώσεις παράβασης του όρου δεν έχουν ακόμη ανακοινωθεί, πιστεύεται ότι θα πρόκειται για αντίστοιχα που ισχύουν σε παραβάσεις άλλων τύπων βίζας, οδηγώντας ενδεχομένως ακόμη και σε ανάκλησή της.

Όμως, σύμφωνα με τον πρώην επικεφαλής της υπηρεσίας Προστασίας Συνόρων της Αυστραλίας, Roman Quaedvlieg, η βιωσιμότητα μέτρων για τη συμμόρφωση στον γεωγραφικό περιορισμό είναι αμφισβητήσιμη.

“Η επιβολή του όρου βίζας είναι εύκολη υπόθεση. Η συμμόρφωση θα είναι δυσκολότερη. Οι μετανάστες θα τείνουν προς ευκαιρίες και παροχές που βρίσκονται σε πόλεις. Δεν είναι δυνατό να υπάρχει αστυνόμευση των όρων χωρίς επαρκείς πόρους, τόσο για τον εντοπισμό παραβάσεων όσο και για την επιβολή κυρώσεων” σχολίασε ο κ. Quaedvlieg σε ανάρτησή του στο Twitter.

Από την πλευρά της Αντιπολίτευσης, ο βουλευτής Brendan O’Connor, δήλωσε πως το Εργατικό Κόμμα θα εξετάσει την κυβερνητική πρόταση, όμως προειδοποίησε ότι οι νέοι όροι βίζας ενδέχεται να λειτουργήσουν εις βάρος του ντόπιου πληθυσμού.

“Υπάρχουν περιοχές στη χώρα όπου δεν υπάρχουν πολλές δουλειές. Για την ακρίβεια τα ποσοστά ανεργίας είναι πολύ υψηλά σε πολλά μέρη της επαρχιακής Αυστραλίας. Οπότε το σκεπτικό να στείλεις ανθρώπους μέσα από το σύστημα μετανάστευσης σε περιοχές με ήδη έντονη ανεργία θα μπορούσε να επιδεινώσει το πρόβλημα όχι να το βελτιώσει” είπε ο κ. O’Connor.

Να σημειωθεί ότι ο κ. Tudge στην ομιλία που πραγματοποίησε στο ερευνητικό κέντρο Menzies στη Μελβούρνη, παρουσίασε τα σημεία-κλειδιά για την αντιμετώπιση της κυκλοφοριακής συμφόρησης στις αυστραλιανές μεγαλουπόλεις, ως μέρος της επικείμενης κυβερνητικής ατζέντας για τον έλεγχο της πληθυσμιακής αύξησης.

Σε μεγάλο βαθμό, ανέφερε, το πρόβλημα οφείλεται στη διπλάσια από το αναμενόμενο αύξηση πληθυσμού της χώρας, κατά 5 εκατομμύρια τα τελευταία 15 χρόνια.

Πέρα από τη διοχέτευση μεταναστών στην επαρχία, άλλα μέτρα που περιλαμβάνονται στη στρατηγική αποσυμφόρησης είναι επενδύσεις ύψους $75 δισ. σε βάθος δεκαετίας για μεγάλα έργα υποδομών οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου, στοχευμένα έργα σε μεγαλουπόλεις, καθώς και ένα συγκροτημένο πλαίσιο σχεδιασμού για την πληθυσμιακή κατανομή στη χώρα με συνεργασία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των πολιτειακών αρχών για τη διανομή των απαραίτητων χρηματικών πόρων.