Ντίνα Αμανατίδου – αστείρευτη πηγή έμπνευσης και δημιουργίας


Η Ντίνα Αμανατίδου δεν έχει παύσει όλα αυτά τα χρόνια να με εκπλήσσει –και μαζί με μένα πολλούς άλλους– με την ευρηματικότητά της, την αστείρευτη πραγματικά έμπνευσή της, την ατέρμονη επιμονή και εμμονή της στο ζητούμενο, την αναλυτική τέχνη, αλλά και την ευαισθησία με την οποία προσεγγίζει πανανθρώπινα θέματα που την απασχολούν από την αρχή της δημιουργικής της πορείας που ξεκινά κάπου το 1958, σχεδόν τον ίδιο καιρό με την άφιξή της στην Αυστραλία.

Από τα πιο χαρακτηριστικά, ο ξεριζωμός του ανθρώπου από τα πάτρια εδάφη, με συγκεκριμένο προορισμό τους Αντίποδες της γης.

Αγγίζοντας το νευραλγικό αυτό σημείο της θεματολογίας της, δεν θα πρέπει ίσως να μας διαφύγει, ότι η προσωπική της συνάντηση με την εμπειρία της ξενιτιάς, που είναι διάχυτη σ’ όλον σχεδόν τον κορμό του έργου της, την οπλίζει με το εργαλείο της αυθεντικότητας, της άμεσης και διάπυρης συχνά εμπειρίας του μετανάστη της πρώτης γενιάς.

Μ’ αυτόν τον τρόπο, χωρίς ίσως να το επιδιώκει συνειδητά, μας αφοπλίζει από την εκδοχή να αμφισβητούμε την αλήθεια και τη βαθύτητα του περιεχομένου των όσων με τόση δεξιοτεχνία εκφράζει στο λογοτεχνικό της έργο.

ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΟΝΕΙΡΟ
Έντονα διαγράφεται σ’ ένα μεγάλο σκέλος του έργου της το κοινό όνειρο των μεταναστών, τα αίτια της μετανάστευσης, η διάψευση συχνά των ονείρων και η αντιμετώπιση της ωμής πραγματικότητας.

Παρατηρούμε ότι χρησιμοποιεί εύστοχες, ακριβείς και περιεκτικές εικόνες που ο λυρισμός δεν τις απογυμνώνει από την πυρακτωμένη και αδιαφιλονίκητη αλήθεια, όπως, για παράδειγμα, στο ποίημα «Φεύγοντας»: «φεύγοντας από την αιχμαλωσία της βαριάς φτώχειας/ που νέκρωνε τις ελπίδες μας». Υπάρχει μια συνεχής αναζήτηση ευτυχίας, έστω και ψηγμάτων για να δικαιολογήσει και να γλυκάνει την πίκρα της φυγής.

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
Συμμετέχοντας η ίδια στη μοίρα του μετανάστη, αυτόματα την κάνει και δική της υπόθεση που εκφράζεται άμεσα και λιτά, όπως για παράδειγμα, στο ποίημα «Αλγεινές απoφάσεις»: Δεν φταίμε εμείς που φύγαμε/μας έδιωξαν οι καταστάσεις / και τα αχαλίνωτά μας όνειρα/ να επιβιώσουμε ανθρωπινότερα/ σε ξένα μέρη και άξενες πατρίδες.

Η μετανάστευση, ο ξεριζωμός των ανθρώπων από την πατρίδα τους απασχολεί την Ντίνα Αμανατίδου από την αρχή της μαζικής μετανάστευσης μέχρι σήμερα. Πρόκειται για μια διαδρομή που επιχειρεί μερικές φορές μαζί του, όπως για παράδειγμα στο ποίημα, «Κατά φαντασίαν…»:

Η αυγή που περίμενα/ ποτέ δεν έφθασε…
Πήρα όλα μου τα όνειρα/ μέσα σε μια βαλίτσα /κι’ έφυγα για να ανασάνω/από τη Μοίρα! / και πλούτισα μόνο με όνειρα..

Πρόκειται για την παγερή αλήθεια που εκφράζεται λιτά και καταλήγει με διάθεση αυτοσαρκασμού.

Η ευρηματικότητά της, η ευαισθησία της η στενή και πολύχρονη επαφή της με το θέμα της μετανάστευσης, αλλά και οι προσωπικές της διάπυρες εμπειρίες, φαίνεται να την έχουν εμπλουτίσει με όλα τα απαραίτητα εφόδια να ανακαλύπτει όλο και κάποιες άλλες πτυχές του θέματος ή και να παρουσιάζει τις ίδιες με μια φρεσκάδα και σφρίγος που εκπλήσσει.

Η συνοπτικότητα με την οποία εκφράζονται καθολικές αλήθειες, σίγουρα είναι ένα από τα πιο δυνατά σημεία, τόσο στον ποιητικό, όσο και στον γνωμικό λόγο της Ντίνας Αμανατίδου.
Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ένα άλλο ζωτικής σημασίας για την ίδια, θέμα που έχει πάρει περίοπτη θέση στον εντυπωσιακό κορμό του έργου της.
Φωνή καθάρια με λόγο λιτό, με ύφος απλό και απόλυτη κατανόηση της ανθρώπινης φύσης, του αληθινού και πραγματικού νοήματος της ζωής.

ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Το έργο της απεικονίζει μια πραγματικότητα που με θαυμαστή ευρηματικότητα, ευαισθησία και εκφραστική άνεση απλώνει μπροστά μας.
Όλοι γινόμαστε κοινωνοί του έργου που στήνει στη σκηνή της συνείδησης, ανιχνεύοντας πάντα να βρει τις πραγματικές αξίες της ζωής, να καυτηριάζει τα κακώς έχοντα, τις ανθρώπινες ενίοτε αδυναμίες, χωρίς όμως να παύσει να νοιάζεται και να μεριμνά για τον ίδιο τον άνθρωπο.

Διεισδύει στα μύχια της ανθρώπινης ψυχής. Φωτίζει τα προβλήματα της εποχής μας, πολλά προϊόντα της εξέλιξης και του ευδαιμονισμού.
Όλα αυτά, χωρίς εξάρσεις και τόνους υψηλούς. Αντίθετα, η προσέγγισή της, ακόμη κι όταν το περιεχόμενο είναι καυστικό, γίνεται με πλήρη επίγνωση της ανθρώπινης φύσης, με κατανόηση των ανθρώπινων αδυναμιών αλλά και των προσταγών της Μοίρας που η ίδια πιστεύει στον αδιαφιλονίκητο ρόλο της.

«Έχω κατηγορηθεί», λέει η ίδια, «ότι είμαι απαισιόδοξη. Ότι τα ποιήματά μου αποπνέουν θλίψη. Δεν κάνω όμως τίποτε άλλο από το να βλέπω τα πράγματα όπως είναι. Μιλώ για την Αλήθεια και μόνο αυτή».

Mια αλήθεια που είναι το άλφα και το ωμέγα στην εκπληκτική δημιουργική της πορεία.

ΕΞΙ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ
Πάνε έξι σχεδόν δεκαετίες που η Ντίνα Αμανατίδου, όπως η ίδια ομολογεί, ‘δεν νήστεψε το στίχο, ούτε μια μέρα’.
Τι άλλο νοιώθει σήμερα ότι θέλει να πει;

«Όσο θα υπάρχω, θα γράφω. Για μένα το γράψιμο είναι αυτή η ίδια η ζωή.
Τα θέματα που με απασχολούσαν και με προβλημάτιζαν από την πρώτη στιγμή που βρέθηκα εδώ, μ’ απασχολούν και σήμερα. Παρακολουθώ τη ροή τους και την καταγράφω. Αν πάρουμε, για παράδειγμα, τη μετανάστευση, την ακολουθώ στην εξελικτική της πορεία. Στις νεότερες γενιές, που έρχονται στο προσκήνιο και όλα τα θέματα που συνδέονται μαζί τους».

Τί είναι εκείνο που την προβληματίζει περισσότερο σήμερα;.
«Εκείνο που πραγματικά με προβληματίζει, είναι το αύριο της ελληνικής γλώσσας εδώ και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Πόσο θα κρατήσουν αυτά τα δύο στην πορεία. Βλέπουμε καθημερινά και ζούμε τη συρρίκνωση της διδασκαλίας της γλώσσας μας. Αυτό με φοβίζει. Λέμε ότι η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός που μεταβάλλεται, στην δική μας περίπτωση όμως, πού θα μας πάει αυτή η αλλαγή; Αναμφίβολα, είναι ένα μεγάλο ερώτημα».

Τι άλλο την κάνει να αγωνιά;
“Πολλά. Η νέα τεχνολογία, για παράδειγμα, που, μ’ όλα τα καλά και τα οφέλη που προσφέρει, απομονώνει τον άνθρωπο, και συχνά τού στερεί αυτή την ίδια τη δουλειά του. Οι αλλαγές είναι πολλές και αμετάκλητες.

Επίσης με θλίβει, η γρήγορη σήμερα «αναχώρηση» της πρώτης γενιάς. Όλα αυτά τα ονόματα που αναγκάζομαι να σβήνω από τον τηλεφωνικό μου κατάλογο. Ακόμη, όλοι αυτοί οι δραστήριοι κάποτε άνθρωποι, τα μεγάλα μυαλά, που βρίσκονται σήμερα σε ιδρύματα.

Συγγενείς, φίλοι, γνωστοί που μέχρι χθες έκανες παρέα μαζί τους και σήμερα έχουν χαθεί. Έχω την αίσθηση ότι όλα αυτά έγιναν πολύ γρήγορα. Ότι μας βρήκαν σχεδόν απροετοίμαστους.
Μα άλλη μεγάλη αγωνία μου είναι αυτή για το περιβάλλον. Όλες αυτές οι καταστροφές που παίρνουν τόσες ζωές στο πέρασμά τους. Το περίεργο, ότι ευθύνεται αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος. Αυτός καταστρέφει απερίσκεπτα το περιβάλλον κι’ εκείνο εκδικείται».

Σε προσωπικό επίπεδο, την έχουν απογοητεύσει οι άνθρωποι;
«Nαι, σίγουρα. Αλλά έχω πάρει διδάγματα κι’ απ’ αυτούς, πράγμα πολύ σημαντικό. Επειδή δε, συμβαίνει να είμαι φιλειρηνικός άνθρωπος, έχω τη δύναμη να μετατρέπω το κακό σε καλό. Διάβασε το ποίημα Καθολική Αγάπη, τα λέει όλα».

Και οι σχέσεις με τον εαυτό της; Υπάρχουν συγκρούσεις;
«Όχι. Τα πάω πολύ καλά με τον εαυτό μου. Έχω συνείδηση καθαρή, σκέψη ακέραιη και διαίσθηση δυνατή. Το κυριότερο, δεν έχω συγκρούσεις μέσα μου», καταλήγει η Ντίνα Αμανατίδου, με τριάντα βιβλία στο ενεργητικό της και πολλές περγαμηνές.

Η μακρόχρονη και σημαντική προσφορά της στην ελληνοαυστραλιανή λογοτεχνία, αλλά και στην εν γένει ελληνική λογοτεχνία, αναγνωρίστηκε από διάφορους πολιτιστικούς φορείς της Ελλάδας και της Αυστραλίας, καθώς και από επίσημες αυστραλιανές Αρχές, σε πολιτειακό και ομοσπονδιακό επίπεδο.

Εμείς περιμένουμε τη συνέχιση του πολύπλευρου έργου της.