«Να πω ότι δεν έχεις φαντασία, έχεις και παρά έχεις. Θυμάμαι παλιά σου γραπτά ήταν όλο κέφι και μπρίο. Δεν ξέρω τι είναι μπρίο αλλά μ’ αρέσει να το λέω. Στα λέω αυτά γιατί είσαι φίλος, σ’ αγαπάω και στεναχωριέμαι γιατί τελευταία μ’ έχεις φαρμακώσει και εμένα και όσους σε διαβάζουν. Είναι αλήθειες αυτά που γράφεις, αλλά πίκρα και φαρμάκι τα περισσότερα. Είναι αλήθεια πως, πολλές φορές, θυμάσαι πράγματα και τα γράφεις, που δεν πρέπει να ξεχνάμε και είναι απ’ αυτά που πρέπει να μας προβληματίζουν. Είναι, ας πούμε, ντροπής πράγμα, όπως έγραφες τις άλλες, κάποιος που πρόσφερε χρήματα για σχολεία, συλλόγους, σε Πανεπιστήμια, κάποιος που ξεχώρισε και σήμερα είναι κλεισμένος σε κάποιο ίδρυμα και πάνε να τον δουν μόνο οι δικοί του και δύο φίλοι από τους χίλιους που είχε. Θα μου πεις και δύο να πάνε και καμιά δωδεκαριά δεν τους γνωρίζει και είναι δώρο άδωρο. Δεν είναι. Εγώ πιστεύω πως μέσα του χαίρεται κι’ ας μη γνωρίζει. Στο κάτω-κάτω δεν είμαστε σίγουροι, εμείς οι απέξω, αν θυμάται τώρα ή θα θυμηθεί αύριο».
Αυτά μου έλεγε ο φίλος ο Φώτης, σχολιάζοντας τα… γραπτά μου και απ’ ότι ψυχανεμίζομαι δεν είναι ο μόνος που εκφράζει το… γλυκόπικρο παράπονό του. Γενικά έχουμε και τα καλά μας εμείς της μεγάλης ηλικίας.
Ο Γρηγόρης, άλλος καλός φίλος, μου βρήκε και θέμα: «Να γράψεις γι’ αυτές τις κρουαζιέρες που γίνονται στα ποτάμια της Ευρώπης, που αν ξέρεις πού να πας και τι να κάνεις, είναι ωραία. Δεν θα σου μιλήσω για το φαγητό και τα ποτά ούτε για τα σόου και τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις που γίνονται κατά τη διάρκεια της κρουαζιέρας. Λυπάμαι που το λέω, αλλά πολλοί, πάρα πολλοί, πηγαίνουν δέκα και δεκαπέντε ημέρες ταξίδι στα ποτάμια και τις πρωτεύουσες της Ευρώπης για να φάνε, να πιούνε, να βαδίσουν στους δρόμους των μεγαλουπόλεων και να επισκεφθούν γνωστά πολυκαταστήματα. Θεωρώντας χαμένο χρόνο το να επισκεφτούν Μουσεία και άλλα αξιοθέατα, επιστρέφουν στο κρουαζιερόπλοιο νωρίτερα, ευτυχισμένοι που… επισκέφθηκαν, είδαν και γνώρισαν, ας πούμε, το… Παρίσι. Οι κρουαζιέρες που γίνονται στα δικά μας νησιά, έχουν άλλη χάρη. Αλλά και εκεί κάνουν τα λάθη τους οι επιβάτες και επισκέπτες των νησιών μας. Βλέπουν τη θέα από το μπαλκόνι ή το παράθυρο της καμπίνας τους, δοκιμάζουν το μεζέ και τα σπεσιαλιτέ της γνωστής ταβέρνας της παραλίας και ξεχνούν να επισκεφθούν το Μουσείο του νησιού και τη θαυματουργή εικόνα της εκκλησιάς της πόλης. Καμαρώνω τους δικούς μας, τους ομογενείς εννοώ, που άλλαξαν νοοτροπία. Παλιά, θυμάμαι, πηγαίναμε να επισκεφθούμε την πατρίδα και ξεκινάγαμε από το χωριό μας, την πόλη μας, τα γύρω-γύρω του Νομού μας και δύο διπλανούς Νομούς που ζούσαν κάποιοι συγγενείς και επιστρέφαμε στην Αυστραλία… ευτυχισμένοι. Τώρα, ας είμαστε καλά, φεύγει από την Κάλυμνο που είναι το νησί του, επισκέπτεται και σεργιανά τα διπλανά νησιά και οργώνει την Ελλάδα, καμαρώνοντας τη Θεσσαλονίκη μας, κάνοντας μπάνιο στη Χαλκιδική και φτάνει, έτσι για πλάκα, μέχρι το… Διδυμότειχο».
Δεν αμφιβάλω πως οι φίλοι μου έχουν τα δίκια τους και πως το να… ακουμπάς λίγο και το αισιόδοξο δε βλάπτει.
Ο τρίτος φίλος, ο συνονόματος, είχε και αυτός τα δίκια του: «Καλά κάνεις και περιγράφεις τα γηρατειά, τα προβλήματά μας, τα δικά μας, τα καλά μας και τα κακά μας. Ας μην ξεχνάμε αυτούς που κάποτε μεγαλούργησαν και σήμερα είναι κλεισμένοι σε ένα ίδρυμα, μόνοι τους και δεν θυμόνται κανέναν και δεν τους θυμάται σχεδόν κανείς. Πήγα στο Σωτήρη, τον δικό μας. Αμνησία σκέτη. Σε κοιτάζει, χαμογελάει, σε ρωτάει αν τον ξέρεις και συνεχίζει να σε ρωτά αν έχει παιδιά και αν είναι καλά. Ρωτά, χαμογελά, σκύβει το κεφάλι και σε ξεγελά πως σκέπτεται χαμογελώντας. Στεναχωρήθηκα που πήγα και είδα τον άλλοτε γίγαντα σε αυτή την κατάσταση. Χάρηκα που, νομίζω τον έκανα να ζωντανέψει, για λίγο, να γελάσει, να χαρεί έστω κι αν δεν θυμάται γιατί… χάρηκε. Σκεφτόμουνα πως καλό θα είναι, στην ηλικία μας, να αδράξουμε κάθε ευκαιρία μικρής ή μεγάλης χαράς. Μπήκε στο Πανεπιστήμιο ο εγγονός του και κερνάει ο παππούς. Μαζεμένοι στην μπυραρία καμιά δεκαριά φίλοι εύχονται στον παππού να του ζήσει ο εγγονός και εις ανώτερα και έχουν στο χέρι, ορισμένοι, κάποιο ποτό, όχι οινοπνευματώδες, γιατί τους το απαγορεύει ο γιατρός. Άλλοι γελάνε, άλλοι θυμούνται και άλλοι σιγοτραγουδούν. Η χαρά του παππού και η ζωντάνια τόσων ετών φιλίας, τους έχει μεθύσει».