Παιδικές μνήμες πολέμου

Δύο συμπάροικοι εξιστορούν το πέρασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου από τη ζωή τους

«Τα λέω πολλές φορές και ειδικά ο γιος μου, με ρωτάει… ‘Μπαμπά σαν παραμύθια δεν είναι αυτά;’ Τα παραμύθια βγήκαν από αληθινές ιστορίες, του λέω. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν παραμύθια» λέει ο 90χρονος σήμερα Σπύρος Κοροσίδης, όταν τον ρωτάω αν εξιστορεί στα παιδιά του και τα εγγόνια του αυτές τις μνήμες που τώρα του φέρνουν δάκρυα στα μάτια.

«Τα παιδιά μας δεν πήγαν ούτε καν στο στρατό, δεν ξέρουν από πόλεμο και δεν τον καταλαβαίνουν» προσθέτει ο 88χρονος Δημήτρης Σαριτσιώτης, όταν του απευθύνω την ίδια ερώτηση.

Την κήρυξη του πολέμου την 28η Οκτωβρίου του 1940 την έμαθαν και οι δύο από τα κουδουνίσματα ενός καμπαναριού. Ο Σπύρος από την καμπάνα του Άλωρου Αλμωπίας ενός χωριού του Νομού Πέλλας και ο Δημήτρης από την καμπάνα της Λογκά Μεσσηνίας. Σήμερα ζουν στη Μελβούρνη.

«Ήμουν 10 χρόνων τότε» λέει ο Δημήτρης. «Θυμάμαι τις καμπάνες που άρχισαν να κτυπούν. Και μετά θλίψη, η επιστράτευση. Ο αδελφός μου ο μεγάλος, ο Σπύρος, έφυγε κατευθείαν για το μέτωπο. Μετά τις καμπάνες, την ίδια μέρα κιόλας το χωριό μας άδειασε από άντρες. Η μάνα μας έκλαιγε, όπως κάθε μάνα που αποχωρίζεται το παιδί της και πάει στον πόλεμο και δεν ξέρει αν αυτό θα γυρίσει».

Ο Σπύρος Κοροσίδης ήταν λίγο μεγαλύτερος. Ήταν 12χρονο παληκαράκι όταν ο εφιάλτης που λέγεται πόλεμος σκότωσε την ξενοιασιά των παιδικών του χρόνων.

«Ήταν ημέρα Δευτέρα, περίπου 11 το πρωί, όταν άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες. Εμείς νομίζαμε ότι καίγεται κάποιο σπίτι, τότε χτυπούσαν έτσι οι καμπάνες. Πήγαμε στην εκκλησία να μάθουμε τι συμβαίνει. Τότε ο κλητήρας μας είπε ότι κηρύχθηκε πόλεμος με τους Ιταλούς. Εμείς τα παιδιά δεν ξέραμε ούτε θυμάμαι τους μεγάλους να το συζητάνε ότι πηγαίναμε για πόλεμο. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά από τα χωριά τρέξαμε όλοι στην Αριδαία στην κωμόπολη που έπρεπε να παρουσιαστούν οι στρατεύσιμοι. Οι κλητήρες στο χωριό και τα ραδιόφωνα έλεγαν ότι όλοι οι άντρες από 21- 50 χρόνων έπρεπε να παρουσιαστούν. Επικρατούσε ένας αναβρασμός, ο κόσμος όλος ξεχύθηκε στους δρόμους αναστατωμένος, έκλαιγαν φοβισμένοι για το τι θα γίνει. Από τη δική μου οικογένεια για τον πόλεμο έφυγαν ο θείος μου και κάμποσα ξαδέλφια μου.

Αυτοί που πήγαιναν στο μέτωπο έμπαιναν σε κάτι φορτηγά που είχε επιστρατεύσει ο στρατός και τους πήγαιναν στην Έδεσσα, τους έντυναν και μετά στην πρώτη γραμμή. Τα θυμάμαι εκείνα τα φορτηγά και περνούσαν από το χωριό να πάνε στην Έδεσσα, οι στρατεύσιμοι τραγουδούσαν τον Εθνικό Ύμνο και φώναζαν ‘Ρώμη, Ρώμη, Ρώμη’. Αυτό έχει μείνει ακόμα στα αυτιά μου. Το ακούω μερικές φορές στη φαντασία μου με τον ίδιο παλμό, την ίδια ένταση όπως τότε».

ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΟΠΙΣΘΕΝ

Μπορεί το αίμα να χυνόταν στα αλβανικά σύνορα αλλά η βαρβαρότητα του πολέμου δεν καταλαβαίνει από σύνορα. Τα τραύματα που προκαλεί δεν περιορίζονται μόνο σε αυτά που νοιώθει το σώμα.

«Ο αδελφός μας ήταν στον πόλεμο. Μόνο αυτό ξέραμε και περιμέναμε. Όταν πλέον μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα τον περιμέναμε να έρθει στο σπίτι, αλλά ο αδελφός μας πουθενά. Γύρισαν όλοι οι συμπατριώτες, κανένας όμως δεν ήξερε τι γινόταν με τον αδελφό μας. Έτσι νομίσαμε ότι εξαφανίστηκε και είπαμε, πάει, σκοτώθηκε. Του κάναμε και μνημόσυνο. Κηδεία δεν μπορούσαμε να κάνουμε. Καιρό μετά μας ήρθε ένα γράμμα από τον Ερυθρό Σταυρό που μας πληροφορούσε ότι ο αδελφός μας ήταν στο Πρίντεζι, αιχμάλωτος. Καταλάβατε πώς έγινε για εμάς. Όταν είδαμε το γράμμα δεν αναστήθηκε μόνο αυτός για εμάς, αναστηθήκαμε όλοι. Δεν μιλούσε πολύ για το πόλεμο. Μας έλεγε ότι ήταν θλίψη. Μόνο αυτό. Και πώς τον πήραν μαζί με άλλους. Τι είχε τραβήξει! Ένας φοβισμένος άνθρωπος γύρισε» λέει ο Δημήτρης.

Ο πόλεμος κάνει τον άνθρωπο θηρίο, αλλά και περισσότερο άνθρωπο σε κάποιες περιπτώσεις.

Ο Σπύρος θυμάται: «Κάθε Κυριακή οι χωριανοί πήγαιναν και βοηθούσαν στα χωράφια αυτών που ήσαν στο μέτωπο. Εγώ ήμουν τότε 12 χρόνων αλλά πηγαίναμε και βοηθούσαμε. Εγώ προσωπικά με τους συνομίληκούς μου πηγαίναμε και κόβαμε ξύλα»

Ο τρόπος με τον οποίο εξιστορεί το χαμό ενός παλικαριού από το χωριό του στον πόλεμο ακούγεται σαν εικόνα που ξεπηδά από ακριτικό δημοτικό τραγούδι. «Το χωριό μου έχασε το πρωτοπαλίκαρό του στον πόλεμο. Χατζηγιαννίδης Κυριάκος. Αυτός είχε ένα πολυβόλο και πολεμούσε όρθιος. Τον πήρε μία σφαίρα και τον σκότωσε».

«Οι στρατιώτες άρχισαν να επιστρέφουν όταν μπήκαν οι Γερμανοί. Κανείς δεν ήξερε ποιος και πότε θα γυρίσει. Εγώ και οι άλλοι συνομήλικοί μου τότε, πηγαίναμε στο διπλανό χωριό από όπου περνούσαν τα φορτηγά με τους στρατιώτες που επέστρεφαν από το μέτωπο και αν βλέπαμε κανέναν που ξέραμε, τρέχαμε και το λέγαμε στην οικογένειά του. Ήρθε ο Πέτρος, ή ο Σταύρος και μας φιλεύανε».

Χαμογελά όταν τον χαρακτηρίζω καλό μαντατοφόρο και συνεχίζει… σκύβοντας το κεφάλι.

«Ο θείος μου δεν πρόλαβε να μας πει τι έζησε γιατί όταν ήρθε άρχισαν τα κρυοπαγήματα. Τον πρώτο χειμώνα δεν άντεξε, πέθανε. Τα ξαδέλφια μου μας έλεγαν ιστορίες για τον πόλεμο. Τι τραβήξανε… Ότι πεινούσαν και είχαν να πάρουν γαλέτες για δύο εβδομάδες. Ότι δεν έτρωγαν τίποτα, μόνο κρύο. Ότι πήγαιναν εκεί στα χωριά στην Αλβανία και αν δεν τους έδιναν κάτι να φάνε τα έπαιρναν με το ζόρι αλλά είχαν εντολές να μην παραφέρονται. Δηλαδή, κρύο πείνα, δυστυχία» λέει και αφήνει τον πόνο που σκιάζει τη ματιά του να πει τα υπόλοιπα που τα χείλη του δεν θέλουν να εκστομίσουν.

Ο Σπύρος Κοροσίδης δύο χρόνια μετά το τέλος του πολέμου το 1944

ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ

«Στο χωριό μου ήρθαν με μοτοσυκλέτες» θυμάται ο Δημήτρης. «Εμείς τα παιδιά τρέμαμε. Όταν ακούσαμε από τους γονείς μας ότι έρχονται, πήγαμε και κρυφτήκαμε. Φοβισμένο ήταν όλο το χωριό. Δεν πειράξανε κανέναν, αλλά εμείς φοβόμαστε. Είχαμε αγελάδες στο χωριό. Μας δίνανε ένα χαρτάκι και τα έπαιρναν χωρίς να μας δώσουν τίποτα. Αλλά δόξα τω Θεώ, εμείς δεν πεινάσαμε, όχι όπως άλλοι. Αργότερα όταν ήταν να φύγουν, όταν ερχόταν η απελευθέρωση άρχισαν να καίνε σπίτια. Αυτά θυμάμαι από τους Γερμανούς, τις μοτοσυκλέτες, το φόβο μου και τα καμένα σπίτια».

«Τότε άρχισαν τα δύσκολα» διαπιστώνει ο Σπύρος όταν τον ρωτάω για τους Γερμανούς και την κατοχή.

«Τη μέρα που πρωτομπήκαν στο χωριό έγινε κάτι που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Λίγο έξω από το χωριό ήταν ένας λόφος και εκεί το ΕΑΜ ήταν οργανωμένο, φυλούσαν σκοπιά. Οι Γερμανοί όμως ήρθαν νύχτα και το πρωί τους έπιασαν μαζί με φυλλάδια του Κομμουνιστικού Κόμματος. Μέσα σε αυτούς ήταν και ένας ξάδελφός μου. Τους δέσανε, 20 περίπου ανθρώπους και τους τραβούσαν πίσω από τα αλογόκαρα. Έτσι μπήκαν στο χωριό. Τους φέρανε στην πλατεία του χωριού και εκεί ήταν ένας πλάτανος και δίπλα η βρύση. Ένας από τους αιχμαλώτους πήγε να πιει νερό στη βρύση και εκείνη τη στιγμή ένα κοριτσάκι έτρεξε και του αγκάλιασε τα πόδια και έκλαιγε. Όταν τον είδε ο Γερμανός του λέει ”εσύ πάρε τη μικρή και φύγε”. Και μετά όσοι ήταν παντρεμένοι τους άφησαν ελεύθερους.

Έμειναν τέσσερις αιχμάλωτοι τους δέσανε πάλι πίσω από τα αλογόκαρα και μετά έφυγαν για να πάνε στην Έδεσσα. Από το διπλανό χωριό όπως περνούσαν δύο αντάρτες από το λόφο επάνω πυροβολούσαν στον αέρα και το βάλανε στα πόδια. Όταν το είδαν οι Γερμανοί αγρίεψαν. Όσους βρήκαν, γύρω στους οκτώ, τους συνέλαβαν και τους πήραν μαζί τους στην Έδεσσα. Εκεί ο μεγάλος, ο αξιωματικός τους είπε: ‘Εμείς έχουμε εντολή να μην πειράξουμε κανένα Έλληνα, όμως αν εσείς πειράξετε ένα Γερμανό εμείς έχουμε δικαίωμα να σκοτώνουμε μέχρι και εκατό Έλληνες. Σας προειδοποιούμε’. Αλλά οι αντάρτες δεν άκουγαν.

Όταν άκουγα ότι έρχονται οι Γερμανοί όπως έφευγαν οι άνδρες από 20 έως 40 και πήγαιναν στα βουνά και εκεί κοιμόντουσαν τα βράδια έτσι έκανα και εγώ. Τους φοβόμουν πολύ, με έπιανε τρεμούλα. Έστω και αν δεν πείραξαν κανέναν από το χωριό μας. Ένας Ιταλός μόνο σκότωσε έναν συγχωριανό μου ο οποίος είχε πολεμήσει στο αλβανικό μέτωπο και φορούσε τη στρατιωτική του στολή. Όταν τον είδε ο Ιταλός κατέβηκε και με τον υποκόπανο από το όπλο και άρχισε να τον κτυπά στο κεφάλι και τον σκότωσε. Και όταν τον ρώτησαν τι σου έχει έκανε ο άνθρωπος, είπε ‘επειδή σκοτώσανε τον αδελφό μου στο πόλεμο’. Τι έφταιγε αυτός ο άνθρωπος;».

Ο κ. Κοροσίδης στρατιώτης το 1951. Υπηρέτησε 29 μήνες

Οι μνήμες γίνονται ακόμα πιο οδυνηρές όταν ο Σπύρος θυμάται τον εμφύλιο και ο Δημήτρης την Κορέα.

«Ο πόλεμος δεν είναι περιπέτεια. Είναι αρρώστια. Είναι σαν τον τύφο» είχε γράψει ο Γάλλος συγγραφέας Αντουάν ντε Σαιν-Εξυπερύ και η οικογένεια του Δημήτρη ήταν μία από αυτές που «αρρώστησαν» από αυτόν.

«Στενοχωριέμαι πολύ όταν τα θυμάμαι. Είμαστε τρία αδέλφια και όλους μας σημάδεψε ο πόλεμος. Ο άλλος μου ο αδελφός ήταν ναρκοσυλλέκτης και αυτός τράβηξε πολλά ώσπου να γυρίσει στο σπίτι. Εγώ κατατάχθηκα στα ΣΕΜ το ’52 και μετά πήγα στη Κορέα με το ΝΑΤΟ. Ήμουν οδηγός, ευτυχώς δεν σκότωσα ανθρώπους αλλά δεν ξεχνώ τι σημαίνει πόλεμος».

«Εκείνο έπνιξε την παιδική μου ψυχή ήταν ο εμφύλιος σπαραγμός ο πόλεμος με την Ιταλία ήταν ένας πόλεμος μεταξύ δύο κρατών, αυτό το διαβάζαμε και στην ιστορία. Αλλά ο αδελφός να σφάζει τον αδελφό, το παιδί να ξεκοιλιάζει τη μάνα. Το χωριό μου και αυτό της γυναίκας μου τα χωρίζει ένα ποτάμι εκείνο το ποτάμι έγινε ο τάφος πολλών ανθρώπων στον εμφύλιο» λέει ο Σπύρος και τα δάκρυα τρέχουν από τα μάτια του.

Συνεχίζει να μου εξιστορήσει πώς σκοτώθηκε ο θείος του από τη Βέροια, ο δάσκαλός του, ο γείτονάς του, η γριά γυναίκα από το χωριό του που δολοφονήθηκε μετά από εντολή που έδωσε ο γιος της.

Δεν αντέχονται άλλο αυτές οι παιδικές μνήμες ούτε ξεχνιούνται όμως.

Με ένα στόμα και οι δύο έστω και αν ποτέ τους δεν συναντήθηκαν κάνουν μία ευχή. «Εμείς ζήσαμε τον πόλεμο. Είθε οι επόμενες γενιές να μην τον ζήσουν». Ωραία ευχή σκέφτομαι… Να έπιανε κιόλας!

O Δημήτρης Σαριτσιώτης (αριστερά) με τον αδελφό του Σπύρο (δεξιά)
Ο πόλεμος κυνηγούσε για χρόνια τον Δημήτρη και την οικογένειά του