Η αγγλική μετάφραση της συλλογής «Πέτρινα Σώματα», υπάρχει, όπως η επιτύμβια στήλη, για να μας θυμίζει την παρουσία κάποιων στοιχείων που έχουν εκλείψει, στην προκειμένη περίπτωση, την γλώσσα και μία ολόκληρη μεταναστευτική κοσμοθεωρία.
Ένα πράγμα που διακρίνει τόσο την ελληνοαυστραλιανή λογοτεχνία αλλά και περαιτέρω παροικιακή δραστηριότητα, είναι αυτή η συνειδητή αίσθηση της παροδικότητάς της και, κατά συνέπεια, η φοβία που πηγάζει από αυτή. Σαν τους Φαραώ, πασχίζουμε να χτίσουμε δικά μας μνημεία που θα διαιωνίσουν την παρουσία μας και θα υπολανθάνουν τις υποψίες ότι τα έργα των χειρών μας αργά ή γρήγορα, θα εξαλειφθούν.
Η σχέση αυτή με την αιωνιότητα είναι ιδιάζουσα. Στην Ελλάδα, χώρα προέλευσής μας, αυτή η αίσθηση ξενίζει. Ο κόσμος εκεί παραδοσιακά ζει μεταξύ των χαλασμάτων και των ερειπίων των προγενεστέρων, με την πεποίθηση ότι και αυτοί κάποια στιγμή θα γίνουν ένα από αυτά. Δεν υπάρχει η ίδια προσδοκία. Εδώ όμως στους Αντίποδες, τα δεδομένα απαιτούν μία ιδιαίτερη διαπραγμάτευση με τον χώρο και αναμφίβολα το χρόνο.
Γράφουμε, όσον αφορά την παροικιακή λογοτεχνία, κυρίως για να αποταθούμε σε ένα κοινό που λίγο-πολύ συμμερίζεται η κατανοεί τα πολιτικοκοινωνικά συμφραζόμενα που συνεπάγονται στην ιδιάζουσα θέση μας ως ελληνόφωνοι κάτοικοι μιας αγγλόφωνης χώρας.
Στην περίπτωση της Ντίνας Αμανατίδου έχουμε να κάνουμε με μία πρωτοπόρα συγγραφέα και ποιήτρια του είδους της: όχι μόνο διότι δημοκρατικοποίησε τη λογοτεχνία στην Αυστραλία, κάνοντας τις σκέψεις της και το έργο της προσιτό σε όλους, αλλά επίσης σε μια εποχή με άλλες αρχές, δομές και ταξικές διαφορές, άνοιξε το δρόμο σε άλλες Ελληνίδες μετανάστριες να καταπιαστούν με τον γραπτό λόγο, άσχετα με το αν διέθεταν τα τότε προαπαιτούμενα, κατά τους υψηλά υφιστάμενους, εκπαιδευτικά προσόντα…
Χάρη σ’ αυτήν, υπάρχει ένα τεράστιο λογοτεχνικό έργο που καταπιάνεται πρωτίστως όχι απλώς με την απαρίθμηση των προσδοκιών του μετανάστη ή την αξιολόγηση του μεγέθους της επιτυχίας του αλλά, με το μέγεθος του ψυχολογικού τραύματος της μεταναστευτικής διαδικασίας και μετεγκατάστασης σε μία ξένη χώρα. Τόσο η ποίηση όσο και ο πεζός λόγος της Ντίνας Αμανατίδου είναι έντονα ψυχολογικός και συναισθηματικός. Είναι ένας λόγος δυαδικός. Στη διαλεκτική αυτή έχουμε, από τη μία, λόγο εμποτισμένο με την μεταπολεμική ελπίδα και, από την άλλη, αισιοδοξία ενός κόσμου που αν δεν έχει υπερβεί τον εαυτό του, τότε σίγουρα βρίσκεται σε εξέλιξη. Τούτη είναι η νεανική (σε διάθεση πάντα) αφήγηση. Σε αυτήν περιπλέκεται και μ’ αυτήν συνδιαλέγεται η αποτίμηση των βασάνων, των πληγών και των φοβιών συσσωρευμένων από το τεράστιο γεγονός του ξεριζωμού.
Μελετώντας αυτά τα έργα, τα οποία απευθύνονται κυρίως και απολαμβάνονται από άλλους μετανάστες, ως ένα είδους μαζικής θεραπείας, η δεύτερη γενιά των μεταναστών μπορεί εν πρώτοις να σταθεί με δέος ενώπιον μιας καινοτόμας ψυχοθεραπείας όπως αυτή δημιουργήθηκε από την Ντίνα Αμανατίδου ως φυσικός αντίλογος σε μια εντελώς ξένη και πολλές φορές, καθόλου φιλόξενη πραγματικότητα, ιδιαίτερα σε μία εποχή όπου δεν υπήρχε κοινή γλώσσα για να συνδιαλεχθούν
Και, δεύτερον, το μέγεθος του σθένους, της ευαισθησίας και της αξιοπρέπειας της πρώτης γενιάς και αυτό διότι αυτά τα κείμενα αποτελούν τα αναγνώσματα εκείνα που συγκροτούν το μανιφέστο της ελληνικής διασποράς. Συμπυκνώνουν όλες τις αξίες και τους προβληματισμού εκείνους που θα πρέπει να μεταλαμπαδευθούν στις επόμενες γενιές. Αποτελούν κατά βάση, πατερικά κείμενα.
Τι γίνεται όμως όταν κάποια στιγμή δημιουργείται χάσμα μεταξύ αυτών που μεταδίδουν και τους ενδεχόμενους μεταληφθέντες;
Και στη δική μας περίπτωση, υπάρχουν δύο χάσματα:
1. Το πρώτο είναι το γλωσσικό, κάτι που απασχολεί τους παροικιακούς μας λογοτέχνες χρόνια τώρα. Οι επόμενες γενιές στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν διαβάζουν τη γλώσσα των πατερικών κειμένων με ευχέρεια. Οπότε, ως νέοι Κύριλλοι και Μεθόδιοι, επιβάλλεται η μετατροπή των κειμένων αυτών σε μια οικεία γι’αυτούς γλώσσα. Το λέω αυτό διότι κυρίως στην παροικία μας, οι αγγλικές μεταφράσεις ελληνικών κειμένων απευθύνονται, τουλάχιστον όσον αφορά την πρόθεση του συγγραφέα, περισσότερο στην ίδια παροικία, αλλά στην αγγλόφωνή της εκδοχή και συνέχεια, και λιγότερο στην ευρύτερη μη-μετέχουσα στην παροικία, κοινωνία. Σκοπός της μετάφρασης λοιπόν είναι πρωτίστως η διατήρηση ενός ενδο-οικογεναικού ειρμού αξιών και σκέψεων, η διαιώνιση της παροικίας.
Όμως, στη γλώσσα που συγγράφεται ένα έργο, συνεπάγονται μια μοναδική πληθώρα ιδεών, αφηγήσεων, πολιτιστικών και ιστορικών μνήμων, δεδομένων νοηματικών αποχρώσεων, υποδηλώσεων και συνεκδοχών, νοοτροπιών και προοπτικών που απαρτίζουν έναν ολόκληρο γλωσσόκοσμο. Καμία μετάφραση, όσο επιτυχημένη και να είναι αυτή, δεν είναι σε θέση να αναπαραστήσει αυτόν τον κόσμο , τουλάχιστον χωρίς την παροχή άπειρων υποσημειώσεων.
Έτσι η ευθύνη του μεταφραστή είναι τεράστια διότι το κύριο μέλημα του συγγραφέως είναι όχι μόνο να κάνει προσιτό το έργο του σε αλλόγλωσσούς που θεωρεί δικούς του, αλλά να καταφέρει να κάνει αυτούς τους επίδοξους αναγνώστες να τον ή την καταλάβουν, να προσεγγίσουν και ενστερνιστούν τον κόσμο του συγγραφέα και σ αυτή τη χοάνη της συγχώνευσης, να μετενσαρκωθεί ο συγγραφέας πυθαγορικώς, στο μυαλό και στη συνείδηση των αναγνωστών.
Τι γίνεται όμως όταν δεν είναι μόνο η γλωσσική διάσταση που δημιουργεί το χάσμα μεταξύ αναγνώστου και συγγραφέα; Στην περίπτωσή μας, η διάσταση αυτή δημιουργείται από το γεγονός ότι οι επόμενες γενιές εν πρώτοις δεν έχουν γαλουχηθεί με τις αξίες του χωριού και της υπαίθρου, που όσα χρόνια και αν περάσουν αποτελούν ο κύριος φακός διαμέσου του οποίου θεωρούν οι τις πρώτης γενιάς τον κόσμο γύρω τους, ως επί το πλείστον, δεν γνωρίζουν τι θα πει στέρηση, ταξικά ανήκουν αλλού, κι αυτό χάρη στις θυσίες των γονέων τους και τελευταία, έχουν ενστερνιστεί έναν δυτικο-αστικό ατομικισμό που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την συλλογικότητα του χωριού με όλους τους συνυφασμένους κώδικες συμπεριφοράς, αλληλεγγύης και υποχρεώσεως. Και να μεταφέρει ο μεταφραστής ακριβέστατα τόσο την ερμηνεία, όσο και το κοινωνικο-πολιτιστικό υπόβαθρό τους, πάλι υπάρχει ο κίνδυνος ότι η πραγματικότητα που παρουσιάζει το περιεχόμενο είναι τόσο ξένη ώστε να μην είναι κατανοητή.
Αυτά τα αντιφατικά στοιχεία τα συναντούμε στη μετάφραση των «Πέτρινων Σωμάτων». Το ανάγνωσμα αυτό, θα πρέπει να είναι για μας το αντίστοιχο της Εξόδου μέχρι το βιβλίου του Ιησού του Ναυή. Εμπεριέχει την μεταβατική περίοδο, μνήμη και παρουσία, λίγο πριν και λίγο μετά την μετανάστευση στη νέα χώρα της επαγγελίας, με όλες τις αμφισβητήσεις και αμφισημίες της. Γραμμένο στα πρώτα χρόνια της παρουσίας της συγγραφέα στην Αυστραλία, αποτελεί αριστούργημα ευαισθησίας και ψυχανάλυσης της όλης μεταναστευτικής κατάστασης, σε όλες τις πτυχές της. Είναι οι Πέτρινες Πλάκες πάνω στις οποίες είναι χαραγμένο το μεταναστευτικό DNA μας, και οι μικρογραφίες της μας επιτρέπουν, αν το θέλουμε, να το αποκωδικοποιήσουμε.
Εξ αρχής, συναντούμε τη διγλωσσία στην οποία αναφέρθηκα πρωτύτερα. Η μετάφραση αφιερώνεται «to the migrants who for their country are the lost generation». Στο πρωτότυπο όμως, υπάρχει μία ακόμη πρόταση που δεν μεταφράζεται: το «γιατί δεν ανήκουν πουθενά». Οπότε υπάρχουν ορισμένα πράγματα που για την πρώτη ελληνόφωνη γενιά θεωρούνται δεδομένα, αλλά για τους υπόλοιπους, θα πρέπει να ανακαλυφθούν από τα εδάφια του έργου. Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι η μετάφραση αποτελεί καθεαυτού κείμενο λογοτεχνίας και όχι απλά αγγλική εκδοχή του πρωτότυπου.
Αξίζει να εξετάσουμε την εκδοχή της αγγλικής που χρησιμοποιεί η μεταφράστρια. Πιστεύω ότι εδώ υπάρχει μία επαναστατική καινοτομία στο ύφος. Για κάποιο λόγο, αν και ως παροικία ενδοσκοπική που αναλύει και εξετάζει όλες σχεδόν τις πτυχές της υπόστασής της, δεν έχουμε μελετήσει τον τρόπο με τον οποίον η καταγωγή μας επιδρά στην αγγλική γλώσσα όπως ομιλείται στην Αυστραλία και πώς αυτή η επίδραση δημιουργεί ένα ιδιαίτερο ελληνο-αυστραλιανό αγγλικό ιδίωμα. Και δεν αναφέρομαι μόνο για την πρώτη γενιά για την οποία η αγγλική είναι δεύτερη γλώσσα, αλλά για τις γηγενείς γενιές, όπου βλέπει κανείς στη χρήση τους της αγγλικής γλώσσας, ελληνικά στοιχεία.
Υπάρχουν άπειρα παραδείγματα στο κείμενο «Lenio’s Wedding»: «The house is celebrating today» – τέτοιες προσωποποιήσεις δεν υπάρχουν στα αγγλικά και φαντάζουν άγαρμπες σε αγγλοσάξωνες αλλά περνούν σχεδόν απαρατήρητες από αγγλόφωνους Ελληνοαυστραλούς.
Επίσης, η μεταφράστρια γνωρίζει ότι αν και προορίζεται η συλλογή για πατερικό κείμενο, έχοντας γνώση των πολιτιστικών επιρροών και εναυσμάτων της τωρινής γενιάς, κατανοεί το ότι η παρουσίαση του κειμένου με τις συχνές θρησκευτικές του αναφορές, θα αποξενώσει τον πλέον άθεο σύγχρονο αναγνώστη. Δεν είναι κοινωνικά πλέον επιτρεπτό στην αγγλόσφαιρα να χρησιμοποιούμε παραπομπές σε αυτή την παράδοση. Έτσι, της Εξόδου το ανάγνωσμα, το ανάγνωσμα της φυγής, αναβαπτίζεται. Από «Σκλάβος της Φυγής» ένα από τα διηγήματα της συλλογής, γίνεται «Slave of Migration», της Μετανάστευσης. Ο αναγνώστης χάνει έτσι την παραπομπή στη Φυγή στην Αίγυπτο, αλλά κερδίζει, διότι ούτως ή άλλως δεν θα την έπιανε και με ύπουλο τρόπο, η μεταφράστρια υπαινίσσεται ότι όπως και να βαπτίσουμε την φυγή, με οποιονδήποτε εφήμερο κοινωνικά αποδεκτό όρο, η σκλαβιά παραμένει σκλαβιά, και έτσι μεταφράζεται. Πρόκειται για μία αξιοζήλευτη δεξιοτεχνική απόδοση του νοήματος. Όμως, είναι ευέλικτη. Στο διήγημα «Πέτρινα Σώματα,» τη φράση «Κόλαση η φυγή σου όταν η ανάγκη σε διατάζει να ξεκινήσεις,» τη μεταφέρει βιβλικά, μάλλον επειδή η έννοια της κολάσεως στη σημερινή εποχή καλά κρατεί: «Forced exodus – when necessity compels you to leave, is hell». Θα μπορούσε να πει απλώς, «Your flight is hell, when necessity compels you to set forth» αλλά ο πλεονασμός εδώ είναι σημαντικός. Η πρόσθεση του Forced, που δεν υπάρχει στο πρωτότυπο και η αντικατάσταση της φυγής με την Έξοδο, εντείνει και συναισθηματικά φορτίζει για τον αναγνώστη, την όλη διαδικασία του ξεριζωμού. Μεταξύ εξόδου και κολάσεως βαδίζει λοιπόν ο μετανάστης, κάτι το οποίο ο ίδιος το ξέρει, και έτσι το υπονοεί χωρίς να το υπογραμμίσει. Ο αγγλόφωνος όμως, θέλει την επέμβαση της μεταφράστριας για να το αντιληφθεί.
Στο διήγημα «Πέτρινα Σώματα», η Ντίνα Αμανατίδου υπογραμμίζει αν θέλετε το μανιφέστο του μετανάστη:
«Αυτά τα πέτρινα σώματα κουβαλήσαμε μαζί μας. Σκληρά σαν τους βράχους, να αντέξουν στους τόσους ανέμους.
Αυτά τα σώματα και μόνο βάλαμε θεμέλια και ενέχυρο. (Η συγγραφέας στο βιβλίο το γράφει με ει, ίσως επίτηδες, θέλοντας να τονίσει την πράξη της χειραγώγησης –να τονίσει τα χέρια). Αυτά μόχθησαν, αυτά ίδρωσαν, αυτά μάτωσαν στις κακώσεις του χρόνου. Η ψυχή σαν γαλάζια φλόγα, έμεινε ψηλά να τρεμανεμίζει (να μια λέξη που προσφέρεται αρκετά δύσκολη για μετάφραση, και η μεταφράστρια σωστά επιλέγει τη λέξη fluttering για να την αποδώσει, αν και αυτή, ή η οποιαδήποτε άλλη αγγλική λέξη δεν θα μπορούσε να προσδώσει την υφή του τρεμίσματος)…ιδανική και ακατάδεχτη πως δεν συμφωνεί με τα ογκώδη πέτρινα σώματά μας και μοιραία υποφέρει.»
Η μεταφράστρια κάνει την εξής απόδοση: «It is these bodies of stone that we have hauled here with us». [Haul, δεν είναι το ίδιο με το κουβαλώ. Κουβαλώ θα πει to bear, to lift. Haul, έχει καλύτερα την έννοια του μεταφέρω σέρνοντας. Δεν είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Αλλά εδώ η μεταφράστρια αποδεικνύει το μέγεθος της εφυΐας της. Επιλέγοντας τον όρο haul όμως, υπαινίσσεται αποτελεσματικότητατα το μακρόσυρτο της μεταναστευτικής διαδικασίας. Μια μακρόσυρτη αγωνία, ένα μακρόσυρτο τράυμα, έναν μακρόσυρτο μετανάστη] .
Πρωτύτερα αναφερθήκαμε στην διαφορά απόδοσης τίτλου. Στο πρωτότυπο ελληνικό, «Πέτρινα Σώματα», έμφαση δίνεται στη λέξη πέτρινα. Πέτρινα χρόνια, πέτρινα σώματα, όλα φτιαγμένα από πέτρα. Έτσι βλέπει η νέα γενιά την πρώτη, ως μονόλιθους, και βέβαια η ίδια η συγγραφέας προβλέπει ότι θα γίνουν απολιθώματα. Το ίδιο της το βιβλίο παίζει αυτό το ρόλο.
Στην εκδοχή της μεταφράστριας όμως, «Bodies of Stone», η έμφαση δίνεται στο Σώμα, κάτι που συμβαδίζει με μία σαρκική ατομικιστική εποχή. Οι παλαιολιθικοί, με την παραδοσιακή τους κοσμοαντίληψη περιφρονούσαν το σώμα και προωθούσαν την ψυχή, αυτό πηγάζει από τα γραφόμενα της Ντίνας Αμανατίδου, ενώ το κύριο μέλημα των νεολιθικών είναι ακριβώς το αντίθετο. Οπότε δεν τους ενδιαφέρει η κατάσταση της σάρκας, αλλά η καθεαυτού σάρκα. Αντιλαμβάνονται την πρώτη γενιά ως όντα, χωρίς να ενδιαφέρονται για την φύση τους. Εδώ ανάγει μία φιλοσοφική και θεολογική κουβέντα γύρω από την υπόσταση και τη φύση που έχει ακριβώς να κάνει με τις αξίες της κάθε γενιάς…. Πάντοτε με σκοπό αν όχι να εκμηδενίσει το κενό που υπάρχει ανάμεσα τους, τότε τουλάχιστον να το γεφυρώσει.
Bodies of Stone, λοιπόν, οι αγγλικοί ογκόλιθοι που περιφράζουν την συνεχώς εξελισσόμενη αυστραλο-ελληνική μας ταυτότητα. Σκύβουμε το κεφάλι με δέος ενώπιον του μεγαλείου των πατερικών κειμένων στα «Πέτρινα Σώματα» παρηγορημένοι ότι δεν θα διαμεληθούν, δεν θα συντριβούν αλλά, με τη μεσιτεία της μεταφράστριας, θα διατηρηθούν ακέραια, έστω και απολιθωμένα ως σώματα που θα συνεχίζουν να βαραίνουν τη συνείδηση των μεταγενέστερων.