Ένας υπέροχος κόσμος ο Ελληνισμός της Μελβούρνης, με την αφομοίωση όμως να μας κοιτάζει κατάματα εδώ και τώρα…


«Οι Έλληνες της Αυστραλίας έκαναν άλματα που είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς. Η αφομοίωση, όμως, βρίσκεται καθ’ οδόν. Έρχεται, φυσικά, ανώδυνα και μας βρίσκει άοπλους. Θα γίνει ό,τι και στην Αμερική»

Eίναι η εκτίμηση-πρόβλεψη του Τζιμ Λεονάρδου, αυστραλογεννημένου ομογενούς, που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Brighton της Μελβούρνης. Όχι πάντα με την άνεση που απολαμβάνει σήμερα και κέρδισε με σκληρή δουλειά, αλλά παίρνοντας και εκείνος μέρος στον αγώνα των γονιών του «να χτίσουν κάτι καλύτερο από αυτό που άφησαν πίσω τους».

Ο πατέρας του, Ιωάννης Λεονάρδος, ήλθε στην Αυστραλία, από τον Αλμυροπόταμο Εύβοιας, το 1929. Πέρασε «διά πυρός και σιδήρου», μέχρι να γίνει ιδιοκτήτης του ψαράδικου The White Fish Supply στο Church Street του Brighton.

Η περιγραφή του Τζιμ Λεονάρδου σήμερα, αλλά και η απεικόνισή του που μοιράζεται μαζί μας σ’ αυτήν την αφήγηση, δεν αφήνει κανένα περιθώριο υπερβολής. Ένα ολόλευκο μαγαζί με έναν ήρεμο καταρράκτη στη βιτρίνα, ψάρια και θαλασσινά ολόφρεσκα.

Το προσωπικό άψογα ντυμένο, με λευκά σακάκια και γραβάτες.

«Έξι μέρες ανοιχτοί και ο πατέρας μου, κάθε μέρα από τις 5 το πρωί στη ψαρομαρκέτα να εφοδιάζει το μαγαζί με ό,τι καλύτερο υπήρχε».

Το προσωπικό εξυπηρετούσε τους πελάτες με άψογη εμφάνιση και προθυμία που τους κέρδιζε.

Ο ίδιος θυμάται τον εαυτό του, 12 χρόνων περίπου, να τηγανίζει αμέτρητες πελώριες μπασκέτες τσιπς και να είναι εκεί δέσμιος μέχρι να πάρουν το χρυσαφί χρώμα που θα τις έκανε ακατανίκητες στους πελάτες. Τα βράδια τον έβρισκαν στο Dendy Theatre, να πουλά καραμέλες.

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
Η συζήτηση με τον κ. Λεονάρδο («λέγε με Τζιμ»), γίνεται παραμονή του Melbourne Cup. (Καμία σχέση, βέβαια, με την παράδοξη αργία).

Το ταξίδι στο χρόνο που με παίρνει μαζί του, συναρπαστικό.

Ο Τζιμ Λεονάρδος στη συζήτησή μας

«Όλοι, μικροί και μεγάλοι, περιμέναμε με λαχτάρα, τη Δευτέρα. Ήταν –για τα ψαράδικα ως γνωστό– αργία. Κατεβαίναμε με τον πατέρα μου στο κέντρο, στη Lonsdale Street, και πηγαίναμε στο Ευβοιώτικο καφενείο, γεμάτο εργένηδες, που συζητούσαν μεγαλόφωνα. Μετά καταλήγαμε στο εστιατόριο “Ομόνοια” για φαγητό. Ήταν μια ατμόσφαιρα που έσφυζε από ζωή, με μικρούς και μεγάλους στον ίδιο χώρο, όλοι μια μεγάλη οικογένεια, κάτι που δεν σβήνει από η μνήμη μας με τίποτε».

Εκείνο που χαρακτήριζε τις ανθρώπινες σχέσεις, την εποχή εκείνη, μας εμπιστεύεται ο Τζιμ, ήταν η αλληλοεκτίμηση και η εμπιστοσύνη.
«Οι άνθρωποι, στις συμφωνίες που έκαναν, δεν είχαν συμβόλαια, απλώς έδιναν τα χέρια» λέει χαρακτηριστικά.

Στο ίδιο πακέτο των αναμνήσεων, είναι τα ταξίδια στο Station Pier, μαζί με τον πατέρα του για να υποδεχθούν νεοφερμένους.
« Υπήρχε μια αγάπη και αδελφοσύνη διάχυτη στους Έλληνες της εποχής εκείνης, εννοώ πριν και στην αρχή της μαζικής μετανάστευσης. Αρκούσε κάποιος να ήταν Έλληνας. Τον θεωρούσες οικογένεια. Θυμάμαι ένα διάστημα φιλοξενούσαμε πάνω από το μαγαζί έξι νεοφερμένους. Απλώς, οι παλαιότεροι, το θεωρούσαν υποχρέωσή τους, αλλά και χαρά, να βοηθήσουν τους νεοφερμένους να βρουν δουλειά και να σταθούν στα πόδια τους».

Ο μικρός Τζιμ με τον μεγαλύτερο αδελφό του Χρήστο, ντυμένοι τσολιάδες σε εθνική μας εορτή το 1948

OI NΗΣΙΩΤΕΣ ΛΑΤΡΕΥΑΝ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Σε ένα από τα ωραιότερα παραθαλάσσια προάστια, το Carrum, έκαναν τις περισσότερες εκδρομές τους πολλοί από τους παλιούς αλλά και τους νεοφερμένους Έλληνες της εποχής εκείνης, ιδιαίτερα οι νησιώτες που λάτρευαν τη θάλασσα.

«Φτιάχναμε καλύβες και οι γυναίκες έστρωναν πελώρια τραπέζια με πίτες, κεφτέδες, διάφορα φαγητά και μεζέδες κρύους μεν, αλλά υπέροχους. Δεν υπήρχαν μπάρμπεκιου τότε, αλλά το κέφι και η συναδελφοσύνη που ήταν διάχυτα παντού, έκανε τις εκδρομές αυτές φανταστικές και αξέχαστες.

Την ίδια χαρά, μας έδιναν, μικρούς και μεγάλους, οι χοροί των συλλόγων. Ήταν η εποχή που παιδιά και ενήλικες, διασκεδάζαμε στον ίδιο χώρο. Δεν υπήρχε διαχωρισμός τότε. Ήταν κάτι που επέβαλαν ίσως οι συνθήκες και οι περιστάσεις της εποχής εκείνης, δεν έπαυε όμως να είναι κάτι πολύ δυνατό.

Το γεγονός ότι οι άνθρωποι τότε είχαν κοινούς στόχους και τα ίδια σχεδόν όνειρα, τους έφερνε τον έναν κοντά στον άλλον. Τους έδενε μ’ έναν τρόπο μοναδικό και έβαζε τις βάσεις για φιλίες και δεσμούς ανεξίτηλους».

Ερχόμενοι στο φαινόμενο του ρατσισμού που ήταν διάχυτος παντού, σχεδόν, θα πει ότι δεν τον άγγιξε. Το γεγονός ότι ήταν σ’ ένα προάστειο που δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου μετανάστες, κυρίως όμως το ότι ήταν ξανθός με καταγάλανα μάτια, φάνηκε να τον προστατεύει.

Το «μίλα αγγλικά» όμως, σίγουρα το εισέπρατταν οι γονείς του από τους πελάτες του μαγαζιού, κάθε φορά που μιλούσαν μεταξύ τους στην μητρική τους γλώσσα, μας πληροφορεί ο ίδιος, προσθέτοντας ότι η μητέρα του Σοφία, η οποία ήλθε στην Αυστραλία, 16 χρόνων, από τον Πολυπόταμο Ευβοίας, δεν άργησε να μιλά θαυμάσια αγγλικά.

ΕΝΑΣ ΕΦΗΒΟΣ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΟΣ
Ο Τζιμ ήταν 15 χρόνων όταν η οικογένεια μετακόμισε στη Mildura, όπου ο πατέρας αγόρασε έναν πελώριο αμπελώνα.

Οικογενειακό στιγμιότυπο το 1946. Οι γονείς, Ιωάννης και Σοφία και τα παιδιά Δημήτρης, Κατερίνα, Χρήστος

«’Ήμουν μέσα σ’ όλες σχεδόν τις δουλειές, εκτός από τον τρύγο. Ήταν μια εποχή σκληρής πολύωρης δουλειάς, αλλά και απόλαυσης.

Ο πατέρας μου ήταν πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Mildura και, θυμάμαι, κάθε Κυριακή, μετά τη Θεία Λειτουργία, μαζευόμαστε όλοι στο χολ της εκκλησίας και απολαμβάναμε νοστιμότατα φαγητά και καλή παρέα. Αυτά, πριν οι πολιτικού χαρακτήρα διαφορές σπείρουν τη διχόνοια».

Η επάνοδος στη Μελβούρνη, θα γίνει μετά από πέντε περίπου χρόνια και τη συνάντηση με τη γυναίκα της ζωής του, Ευανθία.

Η εξιστόρηση δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι η θεά Τύχη έβαλε οπωσδήποτε το χεράκι της: «Ήμουν καλεσμένος σ’ ένα γάμο στο Broken Hill που τελευταία στιγμή δεν ήθελα να πάω, μιας και ο φίλος μου που θα πηγαίναμε μαζί, άλλαξε ιδέα. Ο πατέρας μου όμως επέμεινε καi εκεί γνώρισα την Ευανθία, μέσα από συμπτώσεις, και αναμφίβολα με κέρδισε από την πρώτη στιγμή. Αποτέλεσμα, 53 χρόνια μαζί!»

ΕΞΕΛΙΞΗ-ΑΦΟΜΟΙΩΣΗ
Πατέρας και παππούς ο ίδιος σήμερα, θαυμάζει την εξέλιξη της ελληνικής παροικίας, συνάμα, όμως, βλέπει την αφομοίωση να βρίσκεται προ των πυλών: «Είναι απίστευτο, πώς ξεκινήσαμε και πού βρισκόμαστε σήμερα. Πώς ο Έλληνας μετανάστης ήλθε, σε πολλές περιπτώσεις, χρωστώντας και αυτά τα ναύλα του και πού είναι σήμερα. Όχι, βέβαια, χωρίς σκληρή δουλειά και πολλές θυσίες της πρώτης γενιάς. Όσο για τις αλλαγές, αναφορικά με το χθες, ήταν φυσικό να συμβούν. Σ’ αυτό πιστεύω ότι παίζουν πρωταρχικό ρόλο οι μεικτοί γάμοι. Αναπόφευκτο αυτό, δεδομένου ότι ζούμε σε μια πολυεθνική χώρα. Κι εγώ θα ήθελα οι γιοι μου να είχαν παντρευτεί Ελληνίδες, δεν έγινε όμως. Πώς μπορείς να επιβάλεις στο παιδί σου τις απόψεις σου, όταν πρόκειται γι’ αυτή την ίδια τη ζωή του;

Oι αλλαγές είναι μεγάλες, η αφομοίωση αναπόφευκτη, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν νοιώθουμε οι της δεύτερης γενιάς και πολλοί της τρίτης, Έλληνες, ότι δεν είμαστε περήφανοι για τις ρίζες μας.

Τι μπορούμε να κάνουμε; Επαφή με την γενέτειρα. Δώρο στα εγγόνια μας ένα ταξίδι εκεί, όσοι μπορούμε».