Αυτό είναι το πιστεύω της Ρουθ Βαρδή, Ελληνίδας δεύτερης γενιάς, που, όπως το θέτει η ίδια απλά, «προωθεί την ελληνική κουλτούρα μέσα από τις παραδοσιακές γεύσεις».
Συγγραφέας του βιβλίου «Hellenic Kanella – Memories Made in a Greek Kitchen», η Ρουθ πιστεύει ότι «αναφορικά με τη γλώσσα και την παράδοσή μας, χάνουμε διαρκώς έδαφος και δεν κάνουμε αρκετά για να αποφύγουμε την αφομοίωση».
Το ενθαρρυντικό ότι «δεν είναι αργά να επιτύχουμε την ανατροπή. Φτάνει να δούμε κατάματα το πρόβλημα και να το αναχαιτίσουμε με τον κατάλληλο οπλισμό εδώ και τώρα».
Ο δικός της οπλισμός, το επιχείρημα ότι «δεν είναι απαραίτητο επειδή έχεις γεννηθεί και μεγαλώσει σ’αυτήν τη χώρα η οποία σου έδωσε αυτά που ζητούσες, για να της είσαι πιστός και ευγνώμων, σε αντάλλαγμα, θα πρέπει να απαρνηθείς τις ρίζες σου. Το ένα δεν θα πρέπει να αποκλείει το άλλο. Το αντίθετο, θα είσαι εμπλουτισμένος και καλύτερα εξοπλισμένος για να αντιμετωπίσεις τις προκλήσεις της ζωής».
Η Ρουθ Βαρδή είναι κόρη του Δημήτρη και της Πόλας Πυλαρινού, γνωστούς στην παροικία από το εργοστάσιο λευκών ειδών «Atlas Manchester» που διατηρούσαν στο Collingwood μερικές δεκαετίες πριν.
Ο πατέρας της ήλθε στην Αυστραλία από την Κεφαλονιά το 1956, σε ηλικία 6 χρόνων, και η μητέρα της το 1967 σε ηλικία 17 χρόνων από την Καλαμάτα.
Η Ρουθ θυμάται τον εαυτό της, από 6 χρόνων, να «κόβει και να ράβει» σ’ έναν χώρο που έσφυζε από ζωή με κύριο στόχο, όπως λέει σήμερα, «τίποτε λιγότερο από την τελειότητα».
«Ο πατέρας μου συνήθιζε να λέει ότι ‘τα χρήματα δεν τα βρίσκουμε στα δέντρα’ (money don’t grow on the trees), και σίγουρα o τρόπος που λειτουργούσε ο ίδιος δεν άφηνε καμμιά αμφιβολία γι’ αυτό» μου εμπιστεύεται η Ρουθ Βαρδή, όπως απολαμβάνει το piccolo latte μαζί μου.
Eίναι υπέρκομψη, απλή και πανέμορφη.
Το βιβλίο της «Hellenic Kanella», γνώρισε διεθνή αναγνώριση και βραβεύτηκε. Είναι αποτέλεσμα μόχθου αλλά και απέραντης αγάπης για το αντικείμενο: «H αγάπη μου για το καλό φαγητό είναι κάτι που αναπτύχθηκε μέσα μου με το πέρασμα του χρόνου. Η αγάπη μου όμως για την ελληνική κουζίνα ήταν μέσα μου, μέρος της ύπαρξής μου, από την αρχή!
Από 5 -6 χρόνων ήμουν στην κουζίνα και παρακολουθούσα τη μητέρα μου που μαγείρευε και με ενθάρρυνε να τη βοηθώ, να μαθαίνω από πρώτο χέρι, πάντα με χαμόγελο. Τότε ήταν που ένιωσα βαθιά μέσα μου ότι η ελληνική κουζίνα θα ήταν μέρος της ζωής μου, ανεξάρτητα από ποιον δρόμο θα ακολουθούσα επαγγελματικά. Θυμάμαι ότι από 13 χρόνων άρχισα να μαγειρεύω και να γράφω συνταγές».
ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΡΕΚΚΛΙΝΕΙ
Στόχος της, όπως θα πει στη συνέχεια, να μην παρεκκλίνει, ούτε στο ελάχιστο, από την παραδοσιακή ελληνική κουζίνα.
Από πολύ μικρή έμαθε να ζυμώνει ψωμί, να φτιάχνει μακαρόνια και τραχανά, να ανοίγει φύλλο, να κάνει λουκάνικα, πολτό τομάτας. Όλα από φρέσκα υλικά. Την ίδια αρχή ακολουθεί μέχρι σήμερα, τονίζοντας ότι «στόχος και επιδίωξή της είναι να ερευνά αδιάκοπα και να εντοπίζει αυθεντικές παραδοσιακές συνταγές από τα διάφορα μέρη της Ελλάδας, συνταγές που δεν έχουν υποστεί αλλοίωση από το πέρασμα του χρόνου, αλλά και την τάση που υπάρχει σήμερα να αλλάζει μορφή και γεύση το παλιό και να παίρνει τη μορφή του μοντέρνου».
«Ταξιδεύω παντού, σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας και στα πιο απόμακρα χωριά, στην προσπάθειά μου να εντοπίσω και να διασώσω ό,τι υπάρχει ακόμη ζωντανό από την ελληνική παραδοσιακή κουζίνα. Με συγκινεί η επαφή με τους απλούς ανθρώπους που γνώριζαν την αξία των φυσικών αγαθών της γης και πώς να τα αξιοποιήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Ας μη μας διαφεύγει ότι ένα τραπέζι δεν σημαίνει απλώς ένα φαγητό. Γύρω από αυτό δένεται και γνωρίζεται καλύτερα η οικογένεια. Εκεί γιορτάζονται τα πιο χαρούμενα γεγονότα της ζωής των ανθρώπων, αλλά και τα πιο θλιβερά.
Το φαγητό για τον Έλληνα, εξάλλου, είναι μέρος της φιλοξενίας. Αυτό, είναι σ’ ένα βαθμό ακόμη έκδηλο στην ύπαιθρο. Εκεί που άνθρωποι που δεν σε γνωρίζουν, σε καλούν να καθίσεις μαζί τους στο τραπέζι».
Φρέσκες οι μνήμες στη Ρουθ, αφού ακόμη προχθές επέστρεψε από ένα τέτοιο ταξίδι στην Ελλάδα που πραγματοποίησε με τον σύντροφο της ζωής της Αθανάσιο, που τη στηρίζει ανεπιφύλακτα σ’ αυτή της την προσπάθεια.
ΜΕ ΤΡΟΜΑΖΕΙ Η ΑΦΟΜΟΙΩΣΗ
Το βιβλίο της το έγραψε, μας εμπιστεύεται, για τις νεότερες γενιές.
«Ήθελα να τους δώσω αυτό που απόλαυσα εγώ και τόσοι άλλοι που η μητέρα τους είχε την ίδια φιλοσοφία με αυτή της δικής μου. Ότι η ελληνική παραδοσιακή κουζίνα δε συγκρίνεται με καμμιά άλλη σε γεύση, αλλά και συμβολή στην καλή υγεία.
Το βιβλίο μου τους προκαλεί το ενδιαφέρον, είναι γεγονός. Πρέπει όμως να φωνάξω «εδώ είμαι» για να ενδιαφερθούν. Κι αυτό συμβαίνει σε μεγάλες συνάξεις, όπως είναι τα διάφορα φεστιβάλ στη Μελβούρνη, στο Σίδνεϊ, στο Μπρίσμπαν και στις άλλες μεγάλες πόλεις της Αυστραλίας.
Εκείνο, όμως, που παρατηρώ και με θλίβει κατάφορα είναι ότι η γλώσσα μας χάνεται. Οι γονείς δεύτερης γενιάς δεν πιέζουν τα παιδιά τους να μάθουν Ελληνικά. Αυτό ίσως έχει την εξήγησή του, στο ότι δεν θέλουν να τα πιέσουν, όπως οι ίδιοι πιέστηκαν από τους δικούς τους γονείς να πάνε στο ελληνικό σχολείο.
«Μίλα Ελληνικά», ήταν κάτι που ακούγαμε –εμείς οι της δεύτερης γενιάς– σε καθημερινή βάση στο σπίτι. Αυτό δεν συμβαίνει σήμερα με τα παιδιά τρίτης και τέταρτης γενιάς. Οπότε η γλώσσα μας χάνεται και μάλιστα πολύ πιο γρήγορα από ό,τι ίσως περιμέναμε οι δύο πρώτες γενιές. Για να είμαι ειλικρινής, η αφομοίωση με τρομάζει».
Η ίδια εκτιμά ότι «είναι κρίμα γιατί δεν έχει γίνει αντιληπτό, ότι το ένα δεν είναι εις βάρος του άλλου. Το ότι γεννήθηκες, μορφώθηκες, εργάζεσαι και ζεις στην Αυστραλία, δεν θα πρέπει να σε κάνει να απορρίπτεις την καταγωγή σου, ιδιαίτερα όταν συμβαίνει να δένεται μ’ έναν πολιτισμό που έδωσε τα φώτα στη Δύση, με μια χώρα με τόσο ένδοξη ιστορία.
Προσωπικά, αισθάνομαι εμπλουτισμένη και προνομιούχα που ανήκω σε δύο τόσο ξεχωριστές χώρες.
Έχουμε μια πολύ δυνατή παρουσία σ’ αυτήν τη χώρα σήμερα και γι’ αυτό οφείλουμε ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στην πρώτη γενιά.
Σ’ εκείνους που με προσωπικές θυσίες, μας εξασφάλισαν μια καλή μόρφωση και τη δυνατότητα για κοινωνική και οικονομική ανέλιξη.
Αν σκεφθεί κανείς πώς ξεκίνησαν, με τι εφόδια και συνθήκες στην αρχή, ιδιαίτερα, της άφιξής τους σ’ αυτήν τη χώρα, μόνο απεριόριστο θαυμασμό και βαθιά ευγνωμοσύνη και εκτίμηση μπορεί να νιώσει για το πρόσωπό τους» καταλήγει η Ρουθ Βαρδή.