Μαρία Μπακαλίδου: Έχω ένα όραμα

«Να συμβάλουμε όλοι, νεοφερμένοι και παλιοί, να γίνει η παροικία μας καλύτερη σε όλους τους τομείς» λέει στον «Νέο Κόσμο» η Ελληνίδα φιλόλογος, που εργάζεται ακούραστα για τη διδασκαλία της Γλώσσας και του πολιτισμού μας

Για πρώτη φορά τη συνάντησα στις σελίδες της «Καθημερινής». Ήταν ένα ρεπορτάζ για τους Έλληνες που εγκατέλειψαν την Ελλάδα λόγω της οικονομικής κρίσης και η αθηναϊκή εφημερίδα παρουσίαζε κάποιους από τους Έλληνες νεομετανάστες που αποφάσισαν να κάνουν μια νέα αρχή στην Αυστραλία. Ανάμεσά τους η Μαρία Μπακαλίδου, φιλόλογος, απόφοιτος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Με τον άνδρα της, Δημήτρη, και τα δύο τους παιδιά, Δήμητρα και Αφροδίτη, επέλεξαν να κάνουν μια νέα αρχή στη Μελβούρνη.

Στη συνέχεια, συχνά-πυκνά, άκουγα το όνομά της: Μαρία Μπακαλίδου! Αναπτύσσει ιδιαίτερα έντονη δραστηριότητα στον χώρο της ελληνομάθειας, ασχολείται με το θέατρο, λατρεύει τους παραδοσιακούς μας χορούς και είναι πανταχού… παρούσα!

Όλοι μου την περιέγραφαν ως ένα άτομο με γνώσεις, αλλά και πάθος για την γλώσσα μας και τον πολιτισμό μας.

Θα πρέπει να ομολογήσω πως θεωρώ τον εαυτό μου ως πολύ καλό γνώστη της ομογένειας μας. Πιστεύω πως ξέρω πρόσωπα και πράγματα της παροικίας μας-λόγω της εργασίας μου φυσικά-όσο λίγοι.

Μου κακοφαινόταν, λοιπόν, που τόσοι και τόσοι ήξεραν την Μπακαλίδου και εγώ, ο (κατά την κρίση μου) «παντογνώστης των παροικιακών», δεν την ήξερα.

Στη συνέχεια την συναντούσα σε διάφορες ομογενειακές εκδηλώσεις, συστηθήκαμε, αλλά σπάνια μιλούσαμε.

Η μοναδική φορά που μιλήσαμε ήταν όταν μου έδωσε μια συνέντευξη για το Ελληνικό Πρόγραμμα της Ραδιοφωνίας SBS με θέμα τον θάνατο ενός φλογερού φιλέλληνα, του Peter, τον οποίο γνώριζε από την Ελλάδα. Ήταν από τις πιο μεστές ραδιοφωνικές συνεντεύξεις που είχα κάνει.

Στο μεταξύ, φιλοξενούσαμε και τις δραστηριότητές της στην εφημερίδα, ενώ αυτοί που την ήξεραν καλά μου έλεγαν: «Η Μπακαλίδου είναι ιδιαίτερα αξιόλογη, θα πρέπει να την αξιοποιήσει η παροικία μας αλλά και να την παρουσιάσει και ο “Νέος Κόσμος” στο ευρύ κοινό».

Της το πρότεινα και μετά από μερικές αναβολές, αλλά και δισταγμούς, συμφώνησε να μας «αυτοσυστηθεί» απαντώντας σε ερωτήσεις μας σε μια συνέντευξη-εξομολόγηση, που διήρκησε δυο ώρες και που, δυστυχώς, λόγω χώρου σταχυολόγησα μερικές από τις ερωτήσεις-απαντήσεις, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως θα την αδικήσω. Όχι μόνο γιατί δεν θα φιλοξενήσω όσα μου είπε αλλά -κυρίως- για το ύφος που τα είπε:

-Ποια είστε κυρία Μπακαλίδου;
-Είμαι ένα απλό μέλος της πολυάριθμης ομογένειας της Μελβούρνης. Αυτής της υπέροχης παροικίας. Νομίζω πως διακατέχομαι από ένα όραμα. Όταν ήρθα στη Μελβούρνη, γνώρισα τόσους υπέροχους ανθρώπους και αισθάνθηκα πως θέλω -και πρέπει- να προσφέρω κάτι στον Ελληνισμό. Δεν ξέρω πόσα χρόνια θα μείνω εδώ. Μπορεί να επιστρέψω, μπορεί όχι. Αισθάνομαι όμως πως πρέπει να προσφέρω ό,τι έχω, σ’ αυτή την υπέροχη παροικία που πραγματικά με συγκινεί.

-Πόσα χρόνια βρίσκεστε στην Αυστραλία;
-Είμαι εδώ έξι χρόνια. Έφθασα στις 17 Αυγούστου του 2012. Όταν έφτασα εδώ μου έκανε εντύπωση πως όλοι θυμούνται την ημερομηνία της άφιξής τους, έστω και αν έφθασαν στην Αυστραλία στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Και έλεγα μέσα μου: Κοίτα θυμούνται την ημερομηνία της άφιξής τους μετά από τόσες δεκαετίες. Τελικά διαπίστωσα πως όλοι θυμούνται την ημερομηνία του ερχομού τους εδώ. Όπως κι εγώ. Είναι ημερομηνία σταθμός. Σαν την ημερομηνία της γέννησης μας.

Η Μαρία Μπακαλίδου με τον σύζυγό της Δημήτρη

-Έχετε, λοιπόν, ένα όραμα για την παροικία μας και θεωρείτε ότι μπορείτε να συμβάλετε στην ανάπτυξή της. Σε ποιον τομέα;
-Η πρώτη μου προσφορά είναι στον τομέα της ελληνομάθειας. Θεωρώ ότι είναι χρέος μου να προσφέρω στον τομέα αυτό και επειδή είμαι φιλόλογος από την Ελλάδα και επειδή έχω πάθος με την ελληνική Γλώσσα. Μετά τον ερχομό μας στην Αυστραλία, εργάστηκα ως δασκάλα σε ελληνικά σχολεία της Μελβούρνης και ένα χρόνο αργότερα μου γεννήθηκε η ιδέα να φτιάξουμε ένα σχολείο για τα παιδιά των Ελλήνων που ήρθαν πρόσφατα από την Ελλάδα.

Η ιδέα προέκυψε όχι μόνο από τον ρόλο μου ως δασκάλας αλλά και ως μητέρας, που έβλεπα ότι τα «νεοφερμένα» παιδιά μου έχαναν τα ελληνικά τους ανησυχητικά γρήγορα. Το ίδιο συνέβαινε και με παιδιά άλλων νεοφερμένων Ελλήνων, που τότε ήταν πολλοί.

Έτσι έκανα την πρόταση στον κύριο Νίκο Ντάλλα της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης, του άρεσε η ιδέα, την στήριξε και το όραμα έγινε πράξη με την στήριξη του Διοικητικού Συμβουλίου του οργανισμού. Το σχολείο αυτό λειτούργησε για πρώτη φορά το 2014.

-Οι προσδοκίες που είχατε γι’ αυτό το σχολείο δικαιώθηκαν;
Βεβαίως και δικαιώθηκαν και με το παραπάνω! Το σχολείο αυτό, κατά τη γνώμη μου, καλύπτει δυο βασικές ανάγκες:

Η πρώτη είναι να διατηρήσουν τα παιδιά αυτά το ήδη υψηλό επίπεδο της ελληνικής Γλώσσας που κατέχουν, που είναι, τουλάχιστον στον προφορικό λόγο, και φυσικά να το εξελίξουν όσο μπορούν.

Ταυτόχρονα, προέκυψε και μια δεύτερη ανάγκη που είναι συναισθηματική. Τώρα, που διδάσκω σε εφήβους, βλέπω ότι τα παιδιά στο σχολείο βρίσκουν μια «μικρή Ελλάδα» [χαρακτηρισμός μαθήτριάς μου, της Γ’ Λυκείου] και κάνουν παρέα μεταξύ τους και εκτός σχολείου. Το ίδιο και οι γονείς τους.

Έτσι με τα σχολεία αυτά, εκτός από το γλωσσικό προσπαθούμε να καλύψουμε και το συναισθηματικό και κοινωνικό κενό που δημιουργεί η μετανάστευση. Γι’ αυτόν τον λόγο έχουμε κατά καιρούς εφαρμόσει διάφορα προγράμματα συναισθηματικής στήριξης, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά των οποίων είναι το WeCare, που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου.

-Ο ρυθμός αφίξεων μεταναστών από την Ελλάδα έχει πλέον περιοριστεί. Αυτό το σχολείο έχει μέλλον;
-Προσωπικά πιστεύω πως έχει, γιατί υπάρχουν πολλοί γονείς που αναζητούν ένα πιο υψηλό επίπεδο ελληνικών για τα παιδιά τους, ακόμη και αν αυτά έχουν γεννηθεί εδώ. Στο μεταξύ, παράλληλα, με το σχολείο για τους νεοφερμένους ανοίξαμε και άλλα ελληνικά σχολεία σε απομακρυσμένες περιοχές της Μελβούρνης στα οποία βρήκαμε μεγάλη ανταπόκριση. Εκεί πολλά παιδιά δεν πήγαιναν σε ελληνικό σχολείο, γιατί απλά δεν υπήρχε. Τώρα καλύψαμε και αυτή την ανάγκη. Για μένα όλα αυτά σχετίζονται με το πάθος και το όραμά μου για την ελληνική Γλώσσα. Ένα πάθος και ένα όραμα που το μοιράζονται και άλλοι. Συνάδελφοι, στελέχη της Κοινότητας και γονείς.

-Πάθος λοιπόν για την Γλώσσα μας;
-Ναι! Μέγα πάθος και μέγας ενθουσιασμός και ζητάω τα πάντα από τους συναδέλφους μου που συχνά μου λένε ότι αυτά που ζητάω δεν είναι εφικτό να γίνουν όλα. Και το καταλαβαίνω αυτό. Μέσα σε ένα τρίωρο δεν μπορούν να γίνουν τα πάντα. Το καταλαβαίνω αυτό αλλά είμαι πολύ ενθουσιώδης ως προσωπικότητα και δεν συγκρατούμαι μερικές φορές.

Και θέλω να κάνουμε πολλά. Όσα περισσότερα μπορούμε. Όμως όλη η ομάδα εκεί στην Κοινότητα δουλεύει και με ενθουσιασμό και αυταπάρνηση. Και έχω την τύχη να συνεργάζομαι στενότερα με δύο εξαιρετικούς κυρίους, τον Μάνο Τζιμπραγό και τον Νίκο Ντάλλα, που η εργατικότητα και το μεράκι τους αποτελεί πηγή έμπνευσης και για μένα και με ενθαρρύνει να δίνω περισσότερα.

-Η απουσία της Ελλάδας έντονη;
-Ναι, πολύ. Ειδικά τον πρώτο καιρό που, όπως λέει και μια φίλη μου, «ήμουν πάνω στον φράχτη» και συνεχώς έκανα συγκρίσεις των δύο χωρών. Αρχικά έβλεπα όλα τα πράγματα στην Ελλάδα θετικά και απέρριπτα την Αυστραλία. Τώρα νομίζω πως τα βλέπω αντικειμενικά. Και τα θετικά αλλά και τα αρνητικά της κάθε χώρας.

-Θα μείνετε μόνιμα στην Αυστραλία;
-Φαίνεται πως ναι. Τουλάχιστον για το ορατό μέλλον. Πια, απολαμβάνω τη ζωή μου εδώ. Έχω γνωρίσει εξαιρετικούς ανθρώπους και δεν το μετάνιωσα καθόλου που ήρθα στην Αυστραλία, αν και αρχικά δεν ήθελα.

-Γιατί ήρθατε στην Αυστραλία;
-Ζούσαμε στη Θεσσαλονίκη. Με την κρίση, τα μεγάλα δημόσια έργα σταμάτησαν. Ο Δημήτρης, είναι τοπογράφος, πολιτικός μηχανικός. Αρχίσαμε, λοιπόν, να έχουμε οικονομικά προβλήματα. Έτσι αποφασίσαμε να φύγουμε. Δεν είχαμε καμιά σχέση με την Αυστραλία. Ανοίξαμε απλώς το google maps και διαλέξαμε μια χώρα όπου μιλούν Αγγλικά και όπου προσφέρονται θέσεις εργασίας. Δεν θέλαμε να φύγουμε τόσο μακριά από την Ελλάδα. Ψάχναμε για δουλειές στην Ευρώπη, αλλά τελικά καταλήξαμε εδώ γιατί υπήρχαν περισσότερες δουλειές. Στον σύζυγό μου, τον Δημήτρη, άρεσε πάρα πολύ από την πρώτη στιγμή. Σ’ εμένα πάλι όχι.

-Πάθος, λοιπόν, η παιδεία;
-Το ένα!

-Τα άλλα;
-Το θέατρο! Αρχικά έγραψα τις κόρες μου σε θεατρικά εργαστήρια της Κοινότητας. Πηγαίναμε μαζί με άλλους γονείς, βλέπαμε που τα παιδιά μας περνούσαν υπέροχα και … ζηλεύαμε. Γιατί να περνάνε τα παιδιά τόσο ωραία και όχι κι εμείς;

Πήγα στην υπεύθυνη, την Κατερίνα Πουταχίδου και της πρότεινα να κάνουμε ένα εργαστήρι για ενήλικους και [υιοθέτησε] αυτή υλοποίησε την ιδέα!

Ξεκινήσαμε τέσσερα-πέντε άτομα με την Ιωάννα Πάνου. Σύντομα η ομάδα αναπτύχθηκε. Ήρθε και ο Στάθης Γράψας, που μας πρόσφερε πολλά.

Από τη συμμετοχή της στη θεατρική παράσταση «Perspective»

Για μένα το θέατρο είναι πολλά πράγματα μαζί. Είναι ταξίδι, έρευνα, ενδοσκόπηση.

Έχει πολλαπλά εργαλεία, παιχνίδια εμπιστοσύνης, αυτοσχεδιασμούς, κινησιολογία, και όλα αυτά βοηθούν και στην προσωπική έρευνα και στη διασκέδαση και στην προσωπική εξέλιξη [την συναισθηματική εννοώ] και στο δέσιμο με άλλους ανθρώπους που και αυτό είναι πολύ σημαντικό.

Και όταν ως ομάδα αισθανόμαστε πως έχουμε κάτι να πούμε στον έξω κόσμο, στο κοινό το λέμε με το έργο μας. Όπως οι δυο παραστάσεις που ανεβάσαμε. Η ομάδα μας είναι πειραματική. Αλλά πιστεύω πως δίνει μια φρεσκάδα στην παροικία.

Γενικά το θέατρο είναι ευθύνη, αγάπη, έρευνα, μελέτη, διάβασμα, πειθαρχία σκέψεις…ένας ωκεανός συναισθημάτων και γ’ αυτό το εντάξαμε και στο σχολείο για να δώσουμε στα παιδιά και άλλα στοιχεία του πολιτισμού μας. Όπως κάνουμε και με το έντεχνο τραγούδι.

-Μπορείτε να εμπιστευθείτε άλλα άτομα;
-Εξαρτάται. Γενικά εμπιστεύομαι. Πιο πολύ όμως το ένστικτό μου.

-Να μιλήσουμε και για το πάθος για τους παραδοσιακούς χορούς;
-Ναι κι αυτό το είχα από την Ελλάδα. Η γνωριμία μου με τους παραδοσιακούς χορούς έγινε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί που σπούδαζα μπήκα σε μια χορευτική ομάδα. Μια εκπληκτική εθελοντική ομάδα που ξεκίνησε από μια παρέα φοιτητών από όλη την Ελλάδα. Μου άρεσε πάρα πολύ γιατί λειτουργούσαμε ομαδικά και νομίζω πως είμαι βαθιά ομαδικός, τύπος. Κάναμε, λοιπόν, καταγραφή της λαογραφίας μας, πηγαίναμε εκδρομές σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, χωριά ως επί το πλείστον, βλέπαμε τις γιαγιάδες πώς χορεύανε και καταγράφαμε βήματα, τραγούδια, ενδυμασίες, ό,τι μπορούσαμε. Οργανώναμε και ένα ωραίο φεστιβάλ μια φορά το χρόνο και καλούσαμε παραδοσιακούς μουσικούς αλλά και συγκροτήματα από διάφορα μέρη της Ελλάδας για να μάθουμε και να γλεντήσουμε και μέσα απ’ αυτή την ομάδα αγάπησα τον παραδοσιακό μας χορό, τη λαογραφία μας, τα τραγούδια και τις ενδυμασίες. Πιο πολύ λάτρεψα το πάθος. Ήταν και η αλληλεπίδραση με την ομάδα και οι σχέσεις που δημιουργήσαμε, εξαιρετικές φιλίες, κάτι που συμβαίνει και σήμερα εδώ στο θέατρο.

Όταν ήρθα εδώ ασχολήθηκα με τον παραδοσιακό χορό, με τον Αυστραλό Πίτερ τον οποίο γνώριζα από την Ελλάδα, τον μόνο Αυστραλό που γνώριζα πριν έρθω εδώ και αυτός ήταν που με «σύστησε» στα χορευτικά συγκροτήματα της παροικίας μας…

Πάσχα με τον Peter Williams, έναν θερμό φιλέλληνα, στο νοσοκομείο. Λίγο πριν ο τελευταίος εγκαταλείψει τα εγκόσμια

Ναι, με τους παραδοσιακούς μας χορούς ξεφεύγω. Ακούω γκάιντα και απελευθερώνομαι, φεύγω, ταξιδεύω και εκστασιάζομαι… Έχουν μια ιστορία, μια ιεροτελεστία που θα μου άρεσε να την γνωρίσουν και τα παιδιά μας. Όχι όμως τα βήματα. Ο παραδοσιακός χορός δεν είναι τα βήματα. Είναι η αίσθηση!

-Να επιστρέψουμε στο όραμα για την παροικία. Δηλαδή;
-Στην παροικία νομίζω ότι όλοι πρέπει να προσφέρουμε ό,τι έχουμε και μπορούμε. Εγώ προσφέρω ό,τι μπορώ. Και θέλω να βάλουμε όλοι πλάτη, συλλογικά πάντα, για να βελτιωθούμε. Να αλλάξει η αντίληψη. Να φύγουν οι μικρότητες. Να λέμε εμείς και όχι εγώ. Έτσι θα αποκτήσουμε καλύτερα σχολεία, καλύτερα φεστιβάλ, καλύτερη μουσική και καλύτερο φαγητό. Νομίζω ότι οι νεοφερμένοι έφεραν μια φρεσκάδα. Αυτό θα πρέπει να αξιοποιηθεί από την ομογένεια..

– Είστε μητέρα, σύζυγος, δασκάλα, στο θέατρο, στο χορό, παντού. Πότε τα προλαβαίνετε;
-Δεν ξέρω. Έχω ενέργεια, έχω όρεξη και μου αρέσει η ζωή μου. Μου αρέσει να είμαι στο σχολείο με τους μαθητές μου, μου αρέσει και το θέατρο, μου αρέσει και ο χορός. Θέλω όμως να κάνω και θρακιώτικες πίτες και γλυκά με τα παιδιά μου. Όλα γίνονται, αρκεί να το θέλουμε!

-Ως δασκάλα και ως μητέρα τι προτείνετε σε γονείς και παππούδες ώστε να μάθουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους ελληνικά;
-Τα παιδιά μαθαίνουν κυρίως από το παράδειγμα. Απ’ αυτά που κάνουμε. Αν εμείς δεν σεβόμαστε και δεν στηρίζουμε την γλώσσα μας και τις αξίες μας στην καθημερινότητά μας, τότε ούτε τα παιδιά θα το σεβαστούν. Η γλώσσα, οι παραδόσεις, ο πολιτισμός μας είναι η προσωπικότητά μας. Η ζωή μας.

Ο Γιώργος Σεφέρης αναφέρει σε ένα αγαπημένο μου δοκίμιο ότι «Ο άνθρωπος έχει ρίζες, και όταν τις κόψουν πονά, βιολογικά, όπως όταν τον ακρωτηριάσουν. Και πως αυτός ο κόσμος της παράδοσης δίνει το συναίσθημα πως δεν είμαστε αδέσποτες μονάδες, ένα άχερο στ’ αλώνι» Το αγαπάω πολύ αυτό το απόσπασμα. Εμένα οι ρίζες μου είναι στην Ελλάδα, τη Θράκη, την Ορεστιάδα!

Πολλές φορές με έχει προβληματίσει η σχέση των ανθρώπων με το χώμα.

Θέλουν οι άνθρωποι όταν πεθάνουν να ταφούν σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Επιστρέφουν στα πάτρια εδάφη και φιλούν το χώμα. Έχουν με σχέση, μια σύνδεση με το χώμα, με τη γη. Οι πρόσφυγες, οι παππούδες μας, όταν έφυγαν από την Μικρά Ασία πήραν λίγο χώμα μαζί τους.

Πάει ο άνθρωπος στη γη που γεννήθηκε και νοιώθει ασφάλεια. Νοιώθει πως πατάει. Δεν είναι τυχαία η λέξη που χρησιμοποιούμε για τη μετανάστευση και την προσφυγιά:
Ξεριζωμός!

Τώρα νοιώθω καλά στην Αυστραλία. Είμαι σε φάση και ηλικία δημιουργική. Έχω ενέργεια και θέλω να δώσω. Σ’ αυτή τη φάση η Ελλάδα θα με φρέναρε. Εδώ το έδαφος είναι πρόσφορο. Και στην Ελλάδα είχα ιδέες, αλλά δεν μπορούσα να τις υλοποιήσω. Νοιώθω, λοιπόν, πως υπάρχει το έδαφος να κάνουμε σημαντικά πράγματα στην παροικία. Αλλά δεν θέλω να γεράσω εδώ… Αυτό με φοβίζει.