Στον «Νέο Κόσμο» του περασμένου Σαββάτου, ο Δημήτρης Τρωαδίτης δημοσίευσε ένα εκτενές βιογραφικό, στα Ελληνικά, της Αυστραλής ποιήτριας Judith Rodriguez, η οποία, προς μεγάλη λύπη όλων, άφησε τα εγκόσμια πριν μερικές εβδομάδες. Ποια όμως η σχέση της με την ελληνική παροικία; Θεωρώ καθήκον μου να κάνω μια αναφορά σ’ αυτή την καταπληκτική ποιήτρια, μεταφράστρια, ακαδημαϊκό και με μεγάλη παρουσία στον ευρύτερο, αυστραλιανό λογοτεχνικό κόσμο της Μελβούρνης, η οποία έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην εξέλιξη του Δημήτρη Τσαλουμά ως «Αυστραλού» ποιητή και στη συνέχεια αγκάλιασε και υποστήριξε το έργο της Ντίνας Αμανατίδου και αρκετών άλλων.

Να σημειώσω παρενθετικά ότι όντας Αγγλοκελτικής καταγωγής, η Judith Rodriguez χρωστάει το ισπανικής προέλευσης επίθετό της στον πρώτο της γάμο με Ισπανοαυστραλό. Μετά τον χωρισμό της, διατήρησε το όνομά του και μ’ αυτό ήταν ευρέως γνωστή. Επιπλέον, ήταν ίσως και μια ένδειξη της αγάπης της για μια πιο κοσμοπολίτικη Αυστραλία.

Ιδού λοιπόν πώς έγινε η πρώτη και λίαν ευτυχής γνωριμία της με τον Δημήτρη Τσαλουμά. Όπως έχει δηλώσει επανειλημμένα η Judith, η πρώτη συνάντησή της με τον άγνωστο τότε ποιητή έγινε το 1979 στη βιβλιοθήκη Carringbush του Richmond όπου γινόταν μια εκδήλωση ποιητικών αναγνώσεων. Η Judith συνοδευόταν από τον δεύτερο σύζυγό της, τον γνωστό Αυστραλό συγγραφέα Tom Shapcott, ο οποίος ήταν τότε υπεύθυνος των ποιητικών δημοσιεύσεων στον εκδοτικό οίκο University of Queensland Press (UQP).

Σ’ αυτή τη βιβλιοθήκη άκουσαν τον Τσαλουμά να διαβάζει ποιήματά του (μεταφρασμένα στα Αγγλικά από τον φιλέλληνα φιλόλογο Philip Grundy). Στη φωνή του Τσαλουμά με τη διαφορετική θεματολογία του, την επιγραμματικότητα και τον λυρισμό του, συνειδητοποίησαν και οι δύο ότι η εποχή του πολυπολιτισμού είχε πλέον φθάσει και ότι η αυστραλιανή λογοτεχνία δεν θα αποτελούνταν μόνο από αγγλοσαξωνικά ονόματα. Πράγματι, το 1983 ο Tom Shapcott δημοσίευσε από τον εκδοτικό οίκο UQP ποιήματα του Τσαλουμά σε δίγλωσση μορφή με τίτλο The Observatory [Το παρατηρητήριο]. Η έκδοση αυτή απέσπασε το πρώτο βραβείο ως το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς, πρωτάκουστο για τα αυστραλιανά δεδομένα να βραβευτεί ένα έργο από μετάφραση.

Μετέπειτα, η πορεία του Τσαλουμά στο χώρο της ευρύτερης αυστραλιανής λογοτεχνίας απέδειξε ότι πράγματι άξιζε της υποστήριξης των δύο αυτών ποιητών του αυστραλιανού λογοτεχνικού κατεστημένου. Η ποιητική του πορεία, με πολλά βραβεία για την ποίησή του, συνεχίστηκε μέχρι το 2014 όταν πια ο Τσαλουμάς αποφάσισε να ζήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Ελλάδα. Πέθανε το 2016 στο νησί του, τη Λέρο,την οποία ύμνησε τόσο λυρικά στο έργο του. Η Judith και ο Tom Shapcott παρέμειναν στενοί φίλοι και υποστηρικτές του έργου του από το 1979 μέχρι το θάνατό του.

Μέσω της δικής μου έρευνας και δημοσίευσης Ελλήνων λογοτεχνών της παροικίας, ήμουν τυχερή να γνωρίσω το ζευγάρι αυτό, των οποίων έτυχα της θερμής τους υποστήριξης για τις εκδόσεις μου Ελληνοαυστραλιανής λογοτεχνίας. Με την Judith είχαμε συχνή επικοινωνία και πάντοτε ήθελε να γνωρίζει τι καινούργιο έχει εκδοθεί, ενώ δεν παρέλειπε να στέλνει τα σχόλιά της και να ενθαρρύνει συνεχώς. Λόγω του ότι δεν γνώριζε Ελληνικά, μπορούσε μόνο να διαβάζει Έλληνες συγγραφείς από μετάφραση. Έτσι γνώρισε και αγάπησε το ποιητικό έργο της Ντίνας Αμανατίδου που τη δεκαετία του ’80 άρχισε να εμφανίζεται σε ποιητικές εκδηλώσεις με αγγλικές μεταφράσεις.

Όταν συναντιόμασταν, πάντα με ρωτούσε πότε θα δημοσιεύσω την Ντίνα Αμανατίδου σε αγγλική μετάφραση και ότι αν χρειαζόμουν τη βοήθειά της, θα μου την έδινε ευχαρίστως. Έπρεπε να περιμένει μέχρι το 2011 να χαρεί την όμορφη και πολυσέλιδη έκδοση της ποιητικής συλλογής Dreams of Clay, Drops of Dew σε μετάφραση της Κωνσταντίνας Ντούνη, που εξέδωσα και όπου στην παρουσίαση στην Ελληνική Κοινότητα ήλθε και τίμησε με την παρουσία της η Judith.

Όταν το 2016 αποφάσισα να συμπεριλάβω την Ντίνα Αμανατίδου σε μια σειρά ποιητικών βιβλιαρίων ήξερα ποιος θα έγραφε την εισαγωγή. Η Judith χάρηκε ιδιαίτερα που αυτή τη φορά θα έπαιζε έναν πιο λειτουργικό ρόλο διαβάζοντας προσεκτικά τα επιλεγμένα ποιήματα της Ντίνας (σε μετάφραση Κυριάκου Αμανατίδη) και γράφοντας μια εισαγωγή για το αγγλόγλωσσο αναγνωστικό κοινό. Σ’ αυτή την εισαγωγή, η Judith γράφει:

«Τα επιγραμματικά ποιήματα είναι, κατά πάσα πιθανότητα, τα πιο δύσκολα να γραφτούν. Αυτά τα ποιήματα που απαρτίζονται από τέσσερις μέχρι επτά στίχους, αποτελούν το απόσταγμα της ποιητικής δεξιότητας της Ντίνας Αμανατίδου. Σύντομα, περιεκτικά και βαθυστόχαστα, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που βρίσκονται στο επίκεντρο του προβληματισμού της ποιήτριας… Από τα επιγράμματα ζητούμε την αλήθεια και ραφιναρισμένο, πνευματώδη λόγο. Η Nτίνα Αμανατίδου συνδυάζει και τα δύο. Ειλικρινής, ανυποχώρητη, η δύναμη της ποίησής της έγκειται στην εξερεύνηση του νοήματος της ζωής μας, και στην αδιάκοπη επιβεβαίωσή του.»
(Dina Amanatides, Fragile World / Εύθραυστος Κόσμος, Owl Publishing 2016)

Ίσως διερωτηθεί κανείς, γιατί άραγε χρειαζόμαστε, ή επιζητούμε, την επισφράγιση των έργων μας από Αγγλοαυστραλούς συγγραφείς; Μέσα στην παροικία εμείς οι ίδιοι είμαστε κύριοι του έργου μας και μεταξύ μας μπορούμε κάλλιστα να αξιολογήσουμε τη λογοτεχνία μας, θα έλεγε κανείς. Σωστό. Έξω όμως από την παροικία και μέσα στον αγγλόγλωσσο κόσμο, χρειαζόμαστε την δική τους ματιά για να δεχτούν και να προωθήσουν το έργο μας. Ιδίως όταν γράφουμε στα Ελληνικά και διαβαζόμαστε μόνο από αγγλική μετάφραση. Αν σκεφτούμε τον σπουδαίο ρόλο που έπαιξαν στον αγγλόγλωσσο χώρο της Αγγλίας και της Αμερικής φιλέλληνες λογοτέχνες, πανεπιστημιακοί και μεταφραστές λογοτεχνίας για την ευρύτερη αναγνώριση των ποιητών Σεφέρη και Καβάφη (όπως π.χ. οι Edmund Keeley and Philip Sherrard) μπορούμε να εκτιμήσουμε περισσότερο τη συμβολή Αυστραλών λογοτεχνών και πανεπιστημιακών, όπως η Judith Rodriguez, στο να γίνει πιο γνωστή η λογοτεχνία μας στον κυρίαρχο αυστραλιανό χώρο. Γι’ αυτό της είμαστε ευγνώμονες, καθώς και για το ότι η ίδια ήταν ένα τέλειο παράδειγμα του τι σημαίνει να ζει και να δημιουργεί κανείς σε μια πολυπολιτισμική χώρα.