Ήταν τα τέλη του Μαρτίου του 1922, όταν γεννήθηκε η Ασημίνα Πίτσικα στο Ντάργουϊν. Το όνομά της ήταν κειμήλιο από τη γιαγιά της Ασημίνα Χαρμάνη, η οποία ήταν από τις πρώτες Καστελοριζιές που μετανάστευσαν στην Αυστραλία προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής.
Οι δυσκολίες των πρώτων χρόνων της ζωής της ήταν πολλές και δεν βοηθούσε το γεγονός ότι ήταν μέλος μιας πολύτεκνης οικογένειας (η Ασημίνα είχε άλλα πέντε αδέλφια, την Ελένη, την Σοφία, την Μαίρη, τον Γιάννη και τον Νικόλα), αναγκάζοντάς την να σκληραγωγηθεί από μικρή.

Κάποια στιγμή και προτού η Ασημίνα συμπληρώσει τα 18 της χρόνια, η οικογένεια αποφάσισε να μετακομίσει στο Σίδνεϊ αφού οι συνθήκες στο Ντάργουιν δεν ήταν και οι ευνοϊκότερες.
Εκεί σπούδασε σχεδιασμό ρούχων στο East Sydney Technical College, ενώ στη συνέχεια ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Ωδείο Σίδνεϊ και εργάστηκε ως βασική σχεδιάστρια στην εταιρία Princeston Fashions.
Το 1944 έμελλε να είναι ένας χρόνος που θα σημάδευε την Ασημίνα, αφού τότε παντρεύτηκε τον Σκοπελίτη, Κωνσταντίνο Καλούδη, με τον οποίο στη συνέχεια θα αποκτούσε και πέντε παιδιά (τον Γιώργο, την Κυριακή, τον Διαμαντή, την Ανδρομάχη και τον Γιάννη), ωστόσο προς το τέλος της χρονιάς έχασε και τη μητέρα της, Κυριακή Πίτσικα.

Η απώλεια αυτή έφερε την Ασημίνα στην κεφαλή της οικογένειας, κατά κάποιο τρόπο, αφού από νεαρή ηλικία, αν και δεν ήταν η μεγαλύτερη σε ηλικία από τα έξι αδέλφια, πάντα επωμιζόταν δυσανάλογο μερίδιο των ευθυνών που της αναλογούσαν, με αποτέλεσμα όλοι να στραφούν σε αυτήν.
Λόγω του θανάτου της μητέρας της, η Ασημίνα είχε αναγκαστεί να αφήσει στην άκρη τα επαγγελματικά της ώστε να αφοσιωθεί πλήρως στην οικογένεια (τότε είχε ήδη ένα από τα πέντε της παιδιά, τον Γιώργο), αλλά μια γυναίκα του δικού της ταλέντου και της δικής της δυναμικής δεν γινόταν να μείνει για πολύ καιρό παραγκωνισμένη.
Το 1945, σε ηλικία μόλις 23 ετών, κατάφερε να αποκτήσει τη δική της εταιρεία παραγωγής ρούχων στην περιοχή Darlinghurst, ράβοντας τις στολές του αυστραλιανού στρατού. Στη συνέχεια, η Ασημίνα πήρε και άλλες παραγγελίες για φορέματα και μαγιό.

Αργότερα, ο συγκεκριμένος χώρος λειτούργησε και ως ένα είδους άσυλο για τους ναυτικούς που έφταναν στην Αυστραλία σε αναζήτηση μιας νέας αρχής. Συγκεκριμένα, οι ναυτικοί αυτοί ζητούσαν βοήθεια από τον πατέρα Κλεομένη, εφημέριο του ιερού ναού Αγίας Σοφίας, που βρισκόταν στην περιοχή.
Ο πατέρας Κλεομένης έλεγε σε όλους όσοι είχαν ανάγκη ότι το καλύτερο μέρος για εκείνους ήταν το εργοστάσιο της Ασημίνας. Εκείνη τους υποδεχόταν με ζεστασιά, φρόντιζε να τους παρέχει φαγητό, στέγη και ό,τι άλλο χρειάζονταν στα πρώτα εκείνα δύσκολα βήματά τους στην ξένη αυτή χώρα, μέχρι να βρουν μόνιμη κατοικία.
Ωστόσο, αρκετοί από τους ναυτικούς αυτούς έφευγαν με το έτερόν τους ήμισυ από τη θαλπωρή της Ασημίνας, αφού στο εργοστάσιό της εργάζονταν αρκετές νεαρές ελεύθερες γυναίκες υπό το αντίστοιχο πρόγραμμα επιχορηγούμενης μετανάστευσης της αυστραλιανής κυβέρνησης. Οι γυναίκες αυτές, λόγω των συνθηκών από όπου προέρχονταν, δεν είχαν σπουδάσει και στερούνταν προσόντων. Έτσι η Ασημίνα τους παρείχε στέγη και κατάρτιση, συμπεριφερόμενη σαν μητέρα τους, διδάσκοντάς τους ραπτική και διάφορες άλλες τέχνες.

Πολλές φορές ήταν η ίδια η Ασημίνα που έραβε τα νυφικά τους όταν παντρεύονταν κάποιους από τους ναυτικούς. Η Ασημίνα φρόντισε το καθένα από τα κορίτσια αυτά σαν να ήταν δικό της και παρουσιαζόταν πανευτυχής στους γάμους τους, εκπέμποντας ζεστασιά και απέραντη αγάπη.
Η αποφασιστικότητα και η θέλησή της να επιτύχει σε αυτό που έκανε και το πάθος της ήταν μοναδικά χαρίσματα, ενώ ήταν άκρως συναισθηματική και με αστείρευτο χιούμορ.
Ήταν μια προσωπικότητα-πόλος έλξης για όλους όσοι την γνώριζαν και σχετίζονταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μαζί της, αφού είχε μια ανοιχτή καρδιά γεμάτη καλοσύνη, ενώ τα πάρτι που οργάνωνε στο σπίτι της στην περιοχή Maroubra έχουν αφήσει εποχή.