«Η μαμά, ο Γιώργος και ο Παύλος εξέφρασαν την ικανοποίησή τους γι’ αυτήν την ιδέα και κατέληξαν ότι η ζωή στην Αυστραλία θα είναι καλύτερη με περισσότερες ευκαιρίες για εργασία και επιτυχία. Μόνον εγώ είχα αντίρρηση, γιατί αγαπούσα το σχολείο και ήθελα να μείνω στην Ελλάδα να τελειώσω τις σπουδές μου. Η φιλοδοξία μου να γίνω δασκάλα τέλειωσε απότομα με αυτήν την απόφαση της οικογένειας, χωρίς καμία ερώτηση ή εξήγηση. Ούτε καν μια πληροφορία για την εκπαίδευση της Αυστραλίας. Ήμουν πολύ ανήσυχη για μια χώρα εντελώς άγνωστη σε μένα και τόσο μακριά. Ήμουν τόσο πολύ στενοχωρημένη, που δεν είπα κουβέντα σε κανέναν ή αντίο στις φιλενάδες μου. Απλά έφυγα με μια πολύ λυπημένη και βαριά καρδιά». Από το βιβλίο “Πρωτομαγιά στη Λήμνο – Οι χαρές και οι λύπες της ζωής μου” της Σούλας Γκράντη.

Μια απ’ τις ιστορίες των Ελλήνων μεταναστών πρώτης γενιάς στην Αυστραλία, κι αυτή της Αθανασίας Μήτσικα (Σούλας Γκράντη) από την Αλεξανδρούπολη. «Έφθασα στην Αυστραλία ως μετανάστρια το 1963, μόλις 13 ετών, στην πιο δύσκολη εφηβική ηλικία, χωρίς γνώση Αγγλικής γλώσσας και καμιά ιδέα γι’ αυτήν την τόσο μακρινή, διαφορετική και μυστηριώδη χώρα» διαβάζω στο οπισθόφυλλο του προαναφερθέντος βιβλίου. Και αμέσως μετά: «Η ζωή στο σχολείο ήταν δύσκολη, αλλά ο ρατσισμός και η κοροϊδία που συνάντησα από τους μαθητές και τους δασκάλους ήταν ανυπόφορη. Μετά από χρόνια, όμως, με την απεριόριστη αγάπη και υποστήριξη της μητέρας μου, κατέληξα να αγαπήσω αυτήν την πανέμορφη χώρα και να την κάνω πατρίδα μου».

Συμμαθήτρια της Ευδοκίας το σχολικό έτος 1962-63, η Σούλα στο Γυμνάσιο Θηλέων Αλεξανδρούπολης. Έκτοτε χάθηκαν. Ξαναβρέθηκαν, πρώτη φορά, πρόπερσι, ύστερα από 53 χρόνια, δηλαδή σε μια συνάντηση συμμαθητριών και άρχισαν να επικοινωνούν ηλεκτρονικά. Μπρος στ’ ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα! Όμως, μόνο βουνό με βουνό δεν σμίγει…

Ήταν το γνωστό ταξίδι στην Αυστραλία, με το Ίδρυμα “Ελευθέριος Βενιζέλος”, απ’ τις 8 μέχρι τις 20 Νοεμβρίου τ.ε. Ένα ταξίδι ζωής, όπως έχω ξαναγράψει που δεν το περιμέναμε ότι θα γίνει ούτε στα καλύτερα όνειρά μας με την Ευδοκία. Ένα ταξίδι με πολλά απρόοπτα, όπως συμβαίνει σ’ όλα τα ταξίδια, άλλωστε. Ένα από αυτά και η συνάντηση των δύο συμμαθητριών της μιας χρονιάς απ’ την Αλεξανδρούπολη. Τετάρτη, 14 Νοεμβρίου τ.ε., 11πμ. ώρα Αυστραλίας σε μια καφετέρια–πιτσαρία στην καρδιά της Μελβούρνης. Δεν ακούω τι λένε, τώρα και μισή ώρα, οι δυο συμμαθήτριες, κάθομαι μόνος μου σ’ ένα άλλο τραπέζι και διαβάζω το βιβλίο που έγραψε η Σούλα, μια ας πούμε μυθιστορηματική αυτοβιογραφία, στα 62 της χρόνια.

«Κανείς δεν ήθελε να καθίσει ή να παίξει μαζί μου. Η διασκέδαση και η χαρά τους ήταν να με βάζουν στον τοίχο και μετά να πετούν την μπάλα δυνατά στο στομάχι μου, για να δουν ποιος θα με χτυπήσει και θα με πονέσει περισσότερο. […] Θυμάμαι μια κοπέλα που με φώναζε “WOG” και μου έλεγε να πάω πίσω στη χώρα απ’ την οποία ήρθα…». Οι σελίδες φεύγουν δίχως να το καταλαβαίνω. Κι όσο φεύγουν τόσο νιώθω τα πρόσωπα και τα πράγματα της ζωής της πιο οικεία…

Τα πάντα όλα σαν σε κινηματογραφική ταινία… Οι σπουδές της, η γνωριμία της με τον άνδρα της ζωής της, τον Νικ Γκράντε τον Ιταλό και ο γάμος τους, τα παιδιά τους, η εγγονή τους, οι επιχειρήσεις τους, τα βάσανα της καθημερινότητας και τα όνειρά της, οι “καλές” και οι “κακές” ημέρες, η ενασχόλησή της με το τένις, η δήλωσή της στον επίλογο ότι προσπαθεί να ζει το σήμερα σαν να είναι η τελευταία μέρα της ζωής της… Βεβαίως στα ελληνικά. Σιγά που θα ξεχνούσε τη γλώσσα της και σιγά που δεν θα… εξελλήνιζε το επώνυμο του άνδρα της κάνοντάς το από Grade Γκράντη, η Σούλα! Κοιτάζω το ρολόι μου, 2.10μμ., αν είναι δυνατόν! Πρέπει να φύγουμε, άντε, όμως, τώρα να το πεις στις δυο συμμαθήτριες της μιας χρονιάς απ’ την Αλεξανδρούπολη!

Όχι, η Σούλα δεν δηλώνει συγγραφέας. «Ό,τι έγραψα το έγραψα για τους δικούς μου ανθρώπους» μου λέει καθ’ οδόν. Πρέπει να χωρίσουμε. Η Ευδοκία κι εγώ θα πάμε ένα τετράγωνο πιο κάτω, στο ξενοδοχείο μας κι εκείνη να πάρει το τρένο και να γυρίσει στο σπίτι της, εξήντα τόσα χιλιόμετρα από εδώ. Όταν συναντηθήκαμε έβρεχε, τώρα που χωρίζουμε έχει ήλιο. Στη Μελβούρνη μπορείς να ζήσεις την ίδια μέρα και τις τέσσερις εποχές, λένε…