Αυτή η μικρή ιστοριούλα, συνηθισμένη και απλή και λίγο ερωτική. Ναι, μην εκπλήσσεστε, αποφάσισα να συμπεριλάβω και ερωτικές ιστορίες, στην… πολυδιαβασμένη στήλη μου, κατάλληλες για ανηλίκους και εννοώ τους ανήλικους της σήμερον ημέρας. Ας ξεκινήσουμε.

Ο Γιάννης, καλό παιδί, στα δεκαεπτά του, αγάπησε τη γειτονοπούλα, τη Σοφούλα που μόλις πάταγε τα δεκαπέντε της. Τρία σπίτια παρακάτω η μια φαμίλια από την άλλη. Οι γονείς φίλοι που εκτός από τις… πήγαινε- έλα συναντήσεις για καφέ και… «δώσε μου ένα λεμόνι γιατί ξέχασα να πάρω», συχνά μιλούσαν, γελώντας, για συμπεθεριάσματα με τα μοναχοπαίδια τους.

Τα χρόνια περνούσαν και, όπως γνωρίζετε, όταν είσαι νέος, ο χρόνος περνάει γρήγορα και δεν τον παίρνεις χαμπάρι. Πολλές φορές βλέπεις το χρόνο να τρέχει και να φεύγει του σκοτωμού και αδιαφορείς γιατί πιστεύεις ότι υπάρχει, δικό σου, πλούσιο απόθεμα που σε περιμένει.

Τα χρόνια περνούσαν γρήγορα και κουβαλούσαν τις… εξελίξεις. Στα γρήγορα και με τη συνήθεια που έχουν αυτοί που… γράφουν, τα σοβαρά θέματα να τα απλοποιούν, μέχρι να φτάσουν στο σημείο που αρχίζουν το κυρίως θέμα τους.

Ο πατέρας της Σοφούλας βασανίστηκε, πέθανε και… ξεκουράστηκε. Το κορίτσι έβγαλε το Γυμνάσιο, πήγε σε κάποια σχολή κομμωτικής, έμαθε την τέχνη και άνοιξε ένα μικρό κομμωτήριο στο σπίτι, με βοηθό την μητέρα της. Κάτι οι φίλες και συμμαθήτριές της, κάτι οι κυρίες και δεσποινίδες της γειτονιάς, η Σοφούλα δούλευε αρκετά και απέκτησε το… καλό όνομα.

Ο Γιάννης ξεκίνησε να σπουδάζει την επιστήμη της εποχής, τα κομπιούτερ και σταμάτησε τις σπουδές για να συνεταιριστεί, με τη βοήθεια του πατέρα του, ανοίγοντας ένα μικρό κουλτουριάρικο μπακάλικο. Ο έρωτας μεγάλωνε καθημερινά και όλη η γειτονιά, φίλες και γνωστοί, ήξεραν ότι μόλις περάσει η περίοδος του πένθους, ο Γιάννης και η Σοφούλα θα έλθουν εις γάμου κοινωνίαν.

Το κομμωτήριο πήγαινε καλά, το μπακάλικο που ο Γιάννης το κράτησε μόνος του, πήγαινε πολύ καλά και ήρθε η στιγμή, της ευλογημένης… ώρας του γάμου. Σε λίγο ήρθε και η άλλη ευλογημένη ώρα της γέννησης της χαριτωμένης κορούλας του ζευγαριού και έτσι… κλείνει η αυλαία της… πρώτης πράξης.

Τα χρόνια κύλησαν, όπως κυλούν όταν υπάρχει η αγάπη, την οποίαν πλησιάζει η ρουτίνα κι όταν τα μικρά η μεγάλα ελαττώματα αρχίζουν και έρχονται στην… επιφάνεια.
Οι γονείς του Γιάννη, για δικούς τους λόγους, πούλησαν το σπίτι και έφυγαν από τη γειτονιά. Έρχονταν μια φορά το μήνα να δουν πρώτα την εγγονή τους και μετά το ζευγάρι.

Το γάμο και τις σχέσεις του ερωτευμένου ζευγαριού, γέμισε με συννεφάκια και βαριά σύννεφα η συνήθεια του Γιάννη να… πίνει. Τηλεφωνούσε μόλις έκλεινε το μαγαζί… «Σοφούλα, μόλις έκλεισα το μαγαζί. Πάμε με τα παιδιά να πιούμε μια μπύρα, μισή ωρίτσα το πολύ κι έρχομαι. Θέλεις τίποτα να φέρω;» Στην αρχή η Σοφούλα το δέχτηκε σαν μια φυσιολογική… ανδρική κατάσταση χωρίς επιπτώσεις ή παρενέργειες. Όταν η μισή ωρίτσα γίνεται τρεις, όταν μπαίνεις στο σπίτι και τρεκλίζεις, όταν σου παίρνουν την… άδεια κι όταν πλαγιάζεις στον καναπέ, κοιμάσαι και η κορούλα σου κλαίει γιατί όταν σου λέει τα μισά λογάκια της δεν ξυπνάς και δεν της μιλάς, αρχίζουν τα δύσκολα. Όταν το χθεσινοβραδινό, σκεπασμένο πιάτο με το φαγητό, το βρίσκεις την άλλη μέρα, παγωμένο, όπως το πρόσωπο της… συντρόφου σου, τα δύσκολα γίνονται δυσκολότερα.

Χώρισαν. Ο Γιάννης δεν μπορούσε, με νόμιμες απαγορεύσεις να πλησιάσει το παιδί, το σπίτι ή τη Σοφούλα. Πήγε σε κλινική, έκανε θεραπεία και κατάφερε να ενοικιάσει σπίτι απέναντι από το σπίτι της πρώην γυναίκας του για να μπορεί να βλέπει, πίσω από τις γρίλιες, τις δύο αγαπημένες του. Έστελνε της Σοφούλας ερωτικά γράμματα και μέσα στον ίδιο φάκελο έβαζε και το… πιστοποιητικό ότι είχε αποτοξινωθεί.

Κόντευε να κλείσει το μαγαζί. Το πρωί περίμενε να βγει η γυναίκα του με την κόρη του για το σχολείο και την παρακαλούσε να σταθούν να τους δει και να του πουν δύο λόγια.

«Σε παρακαλώ, μη μας ενοχλείς, διότι θα με υποχρεώσεις να πάρω ξανά εντολή να μην μπορείς να μας πλησιάσεις».

«Σε παρακαλώ άφησέ με να σας δω από κοντά» απαντούσε αυτός. Έφευγε σχεδόν κλαμένος.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς ο Γιάννης δεν δέχτηκε προσκλήσεις. Κλεισμένος σπίτι παρακολουθεί τα φωτισμένα παράθυρα του απέναντι σπιτιού. Προσπαθεί να ξεχωρίσει φυσιογνωμίες, πρόσωπα, το παιδί του, τη γυναίκα του. Τα φώτα έσβησαν απέναντι. Πάνε για ύπνο, μονολογεί. Ξαπλώνει στον καναπέ και κλείνει τα μάτια. Ακούει χτύπους στη πόρτα. Δειλά και φοβισμένα ρωτάει ποιος κτυπά τέτοια ώρα. Λύγισαν τα πόδια του και τα μάτια του άρχισαν να τρέχουν σαν άκουσε τη φωνή της Σοφούλας:

«Άνοιξε χριστιανέ μου και πάρε το παιδί μέσα γιατί κρατάω τη Βασιλόπιττα και φαγητό»…