Ο Αριστοτέλης αρχίζει τα «Μετά τα Φυσικά» του με τη διαπίστωση: «Πάντες άνθρωποι του ειδέναι ορέγονται φύσει». Δηλ. «Όλοι οι άνθρωποι από τη φύση τους ποθούν τη μάθηση». Και ως τεκμήριο παρουσιάζει το γεγονός ότι όλοι αγαπάμε τις αισθήσεις μας («αισθήσεων αγάπησις»), μα πιο πολύ την αίσθηση των οφθαλμών που μας παρέχει γνώσεις και μας δείχνει τις διαφορές ενός αντικειμένου από το άλλο. Εξάλλου, και η αγάπη «από τα μάτια πιάνεται…».
Τον ίδιο πόθο μάθησης είχε και ο «πρωτόπλαστος» Αδάμ, αλλά δεν του βγήκε σε καλό. Από τη στιγμή που άνοιξε τα μάτια του, ο «πλάστης» το ξεκαθάρισε: «Από παντός ξύλου του εν τω παραδείσω βρώσει φάγη, από δε του ξύλου του γιγνώσκειν καλόν και πονηρόν, ού φάγεσθε απ’ αυτού» (Γένεση, 1:16-7). Δηλ. «Από οποιοδήποτε δέντρο του παραδείσου μπορείς να φας φρούτο, αλλά όχι από το δέντρο που δίνει γνώση για το τι είναι καλό και τι είναι πονηρό».
Δεν ξέρουμε τι σόι δέντρο ήταν αυτό καταμεσής του παράδεισου και αν υπάρχει ακόμη. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι, μόλις η Εύα δοκίμασε το φρούτο κι έδωσε και στον Αδάμ, ξαφνικά άνοιξαν τα μάτια τους («διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί») και διαπίστωσαν ότι ήσαν θεόγυμνοι («έγνωσαν ότι γυμνοί ήσαν»), ενώ πριν το δοκιμάσουν σεργιάνιζαν γυμνοί και δεν ντρέπονταν («ούκ ησχύνοντο»). Ευτυχώς βρέθηκε εκεί μια συκιά, έραψαν μερικά φύλα κι έφτιαξαν περιζώματα! Πάντως, δεν ανακαλύπτεις ότι είσαι γυμνός, αν δεν είσαι πονηρός. Κάτι το «πονηρό» είχε αυτό το φρούτο. Αλλά τη «θεία» πονηράδα δεν την έφτιαξε ο Αδάμ: τη βρήκε έτοιμη να κρέμεται στο δέντρο, και από εκεί αυτή χώθηκε στα… νεφρά του.
Η ΠΡΩΤΗ ΑΠΟΡΙΑ
Όταν ο Αδάμ πρωτοάνοιξε τα μάτια του στον καταπράσινο παράδεισο και είδε τους κροκόδειλους να λιάζονται χορτάτοι στις όχθες του Ευφράτη, είδε «πάντα τα θηρία του αγρού και πάντα τα πετεινά του ουρανού», και τον Θεό να του λέει ότι πρέπει να δώσει στο καθένα ένα όνομα, αμέσως, ως εχέφρων άνθρωπος, απόρησε: «Γιατί να υπάρχουν όλ’ αυτά, κι εγώ μαζί;»
Το ερώτημα αυτό είναι φιλοσοφικό. Αιώνες αργότερα θα το θέσουν οι Έλληνες προσωκρατικοί φιλόσοφοι, για να το παραλάβει κατόπιν και να το «ξαναδουλέψει» στο μυαλό του ο Γερμανός φιλόσοφος Martin Heidegger, ο οποίος θα μας απασχολήσει ευθύς αμέσως.
Το βιβλίο του Heidegger «Einführung in die Metaphysik» («Εισαγωγή στη Μεταφυσική») εκδόθηκε το 1953 και μεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα από τον Χρήστο Μαλεβίτση (εκδόσεις «Δωδώνη»). Παρότι τα μεταφυσικά ζητήματα δεν τραβούν την προσοχή μου (δεν διαθέτω μεταφυσική αίσθηση για να τα αντιληφθώ), ωστόσο αξίζει τον κόπο να δούμε γιατί ο Martin Heidegger θεωρεί το ερώτημα «Γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτε;» σημαντικό.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Γερμανό φιλόσοφο, το ερώτημα αυτό είναι σημαντικό, γιατί, όπως λέει, είναι: α) πρώτο απ’ όλα τα ερωτήματα, β) το πιο ευρύ και πιο βαθύ, γ) καλύπτει όλα τα όντα και φτάνει ως τα έσχατα: στο καθαρό τίποτε, στο μη υπάρχον, στο μηδέν. Επιπλέον, το ερώτημα «Γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτε;» κρύβει μια δύναμη που σε κάποια στιγμή θα μας αγγίξει, ιδιαίτερα σε στιγμές μεγάλης απελπισίας, όταν τα πράγματα γύρω μας «χάσουν όλο το βάρος τους και όταν κάθε νόημα σκοτεινιάσει».
Όμως το ερώτημα αυτό γεννά παράπλευρα ερωτήματα: «Για ποιον λόγο δημιουργήθηκαν τα όντα;» «Ποιος λόγος τα θεμελιώνει;» «Από πού προέκυψαν;» «Προς ποια κατεύθυνση κατευθύνονται;»
ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΠΑΝΤΗΣΗ;
Το βασικό ερώτημα, «Γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτε;», χρειάζεται μια μικρή «χειρουργική επέμβαση»: το δεύτερο κομμάτι («και όχι το τίποτε») πρέπει ν’ αφαιρεθεί. Για το «τίποτε» δεν μπορούμε να ρωτήσουμε τίποτε. Το «τίποτε» δεν είναι πηγή γνώσης. Συνεπώς, κουβεντιάζοντας για το «τίποτε», δεν κερδίζουμε τίποτε. Απλά, χάνουμε τον καιρό μας. Ωστόσο, το αρχικό ερώτημα παραμένει: «Γιατί να υπάρχουν τα όντα;»
Στο εν λόγω βιβλίο τού Heidegger προσπάθησα να βρω απάντηση στο ερώτημά του. Δεν τη βρήκα. Αναμενόμενο. Πώς να βρεις απάντηση σε τέτοιο θολό μεταφυσικό ερώτημα; Ο Heidegger λέει: «Φιλοσοφώ σημαίνει ερωτώ: «Γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτε;». Το να θέτεις πράγματι αυτό το ερώτημα σημαίνει: να αποτολμάς την εξάντληση αυτού του ανεξάντλητου ερωτήματος…».
Λυπάμαι, αλλά δεν καταλαβαίνω τη φράση «αποτολμώ να εξαντλήσω το ανεξάντλητο» (θυμίζει Καζαντζάκη!). Είναι σαν να αποτολμώ να δω το αόρατο! Δεν με ξαφνιάζει που μεγάλοι φιλόσοφοι πέφτουν σε μεγάλες λογικές παγίδες. Στην προκειμένη περίπτωση ο Heidegger θέτει ένα «μπαγιάτικο» μεταφυσικό ερώτημα, που ξέρει ότι δεν μπορεί ν’ απαντηθεί. Κι όμως το θέτει και το αφήνει μετέωρο για να το απαντήσει, ποιος;
Εάν δεχτούμε τη Βίβλο ως «θεία αποκάλυψη» και ότι ο αδημιούργητος Δημιουργός «τα πάντα εν σοφία εποίησε», τότε, προκειμένου ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα «Γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτε;», πρέπει να μπούμε στο μυαλό του Δημιουργού. Μόνο ο Αδάμ μπορούσε να μπει. Εκεί θα διαπίστωνε ότι ο Θεός δεν άντεχε την απέραντη μοναξιά Του!