Έναν μήνα μετά την εκλογική νίκη του John Howard το 1996, το Υπουργικό του Συμβούλιο ενέκρινε πρόταση του – τότε – νέου υπουργού Μετανάστευσης Philip Ruddock για την αναγνώριση της διπλής υπηκοότητας και τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την κατάργηση του άρθρου 44 του Συντάγματος που αποκλείει την εκλογή Αυστραλών πολιτών διπλής υπηκοότητας στο κοινοβούλιο της Αυστραλίας.

Η διπλή υπηκοότητα νομοθετήθηκε. Το δημοψήφισμα όμως θάφτηκε και παρά τις πρόσφατες παραιτήσεις βουλευτών και υπουργών, που δημιούργησαν πολιτικό χάος, εξακολουθεί να επιζεί σαν ένα απομεινάρι της ρατσιστικής πολιτικής της λευκής Αυστραλίας.

Τα στοιχεία της έκθεσης Ruddock και της τοποθέτησης της κυβέρνησης Howard είδαν το φως περιορισμένης δημοσιότητας μόνον στην εφημερίδα The Age στις αρχές του Γενάρη 2019 – είκοσι και πλέον χρόνια μετά – λόγω του απορρήτου των πρακτικών του Υπουργικού Συμβουλίου.

Η The Age δημοσίευσε εκτενή αποσπάσματα της έκθεσης Ruddak και ασφαλώς αξίζει να αναφερθώ σε αυτά. Ο Ruddock εξάλλου διετέλεσε ανώτερο στέλεχος των συντηρητικών κυβερνήσεων μέχρι πρόσφατα.

“Ο περιορισμός της διπλής υπηκοότητας” είπε ο Rubbak “είναι αναχρονιστικός και ιδιαίτερα καταπιεστικός έναντι αυστραλογεννημένων ενηλίκων που δεν μπορούν να ζητήσουν και μία άλλη υπηκοότητα χωρίς να χάσουν την αυστραλιανή”.

“Σε αντιπαράθεση” συνέχισε “υπάρχουν περίπου 4-5 εκατομμύρια Αυστραλοί με διπλή υπηκοότητα, γιατί μετανάστες που γίνονται Αυστραλοί υπήκοοι μπορούν σύμφωνα με τους νόμους των χωρών καταγωγής τους να παραμείνουν αυτοί και τα παιδιά τους πολίτες της χώρας καταγωγής τους”.

Ο Ruddock βέβαια δεν είχε ανακαλύψει κάτι το καινούριο, αλλά προσπαθούσε να εναρμονισθεί κάπως με τις τεράστιες δημογραφικές αλλαγές που μεταμόρφωναν τη μονο-πολιτιστική και μονο-γλωσσική αγγλοσαξονική Αυστραλία σε πολυεθνική και πολυγλωσσική χώρα, μία πορεία που δεν είναι δυνατόν ούτε και επιθυμητό να ανατραπεί, παρ’όλα τα εμπόδια του – εν ενεργεία ακόμη – ρατσισμού.

Το επιχείρημα του Ruddock το 1996 δεν ήταν το βασικό αίτημα της ισότητας των πολιτών αλλά το ότι η έλλειψη διπλής υπηκοότητας “αδικεί τους Αυστραλούς κατοίκους μίας μόνο εθνικότητας”. Μετά προφανώς για να καθησυχάσει την ακροδέξια και κεντροδεξιά πτέρυγα του κόμματός του, δήλωσε ότι “δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι Αυστραλοί που κατέχουν διπλή υπηκοότητα δεν είναι καλοί πολίτες και αφοσιωμένοι στην πρόοδο της Αυστραλίας και ότι η διπλή υπηκοότητα είναι τώρα αποδεκτή σε πάρα πολλές χώρες και η Αυστραλία σαν χώρα μεταναστών που είναι δεν τη συμφέρει να καθυστερεί”.

Ο Ruddock διαβεβαίωσε το Υπουργικό Συμβούλιο ότι οι προτάσεις του – διπλή υπηκοότητα και κατάργηση του άρθρου 44 του Συντάγματος – θα τύχουν της υποστήριξης της πλειοψηφίας του λαού.

Τα ίδια στοιχεία αναφέρουν ότι η πρώτη κυβέρνηση Howard εκτιμούσε ότι η μετανάστευση είναι βασικός και θετικός παράγοντας ανάπτυξης και ότι ο πληθυσμός της χώρας θα φτάσει τα 24 εκατομμύρια το 2020.

Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις, οι αποφάσεις για το μέγεθος και τη σύσταση της μετανάστευσης και της ισότητας δικαιωμάτων λαμβάνονται με στενά περιοριστικά πολιτικά κριτήρια και αντικειμενικά σε βάρος των καλύτερων συμφερόντων του πολυεθνικού τώρα λαού και Αυστραλίας.

Και η δική μας αντίδραση σ’αυτά και άλλα πράγματα του πολιτικού γίγνεσθαι αποδίδει μόνο με τη δική μας συνεχή παρουσία, λόγου και έργου. Και αυτό συμπεριλαμβάνει και το θέμα της “Εθνικής Ημέρας”, στο κατά ποιον η 26 του Γενάρη είναι η ημέρα που μας ενώνει, και όχι που πραγματικά είναι η ημέρα εισβολής έξωσης και υποδούλωσης των ιθαγενών πρώτων κατοίκων αυτής της ηπείρου από τους αποικιοκράτες του αγγλικού στέμματος και σε συνέχεια της ρατσιστικής πολιτικής της λευκής Αυστραλίας για την αφομοίωση των μεταγενέστερων μη αγγλικής καταγωγής μεταναστών.

Στόχοι ανθρώπινα απεχθείς και μακροπρόθεσμα καταδικασμένοι σε αποτυχία που προκάλεσαν όμως ανείπωτη ζημιά στην πορεία τους και άφησαν ανοιχτές ακόμη πολλές πληγές.

Στη δεκαετία του 1960, ο πολυεθνικός τότε λαός της Αυστραλίας ψηφίζει σχεδόν ομόφωνα στο δημοψήφισμα για να καταγραφούν ως πολίτες της χώρας οι ιθαγενείς και για να καταργηθεί νομοθετικά η πολιτική της λευκής Αυστραλίας. Τριάντα χρόνια αργότερα, τη δεκαετία του 1990, το Ανώτατο Δικαστήριο επιστρέφει δικαιώματα γης στους ιθαγενείς με σειρά εμποδίων και αναγνωρίζεται η διπλή υπηκοότητα πάλι μετ’εμποδίων.

Ο σημερινός πρωθυπουργός Μorrison που οδηγεί το πολιτικό του πλοίο στην καταστροφή, σαν ένας άλλος κατεργάρης καταφεύγει στον πατριωτισμό. Απαιτεί η 26 του Γενάρη, που διχάζει, να παραμείνει η “Εθνική μας Ημέρα” και αν χρειάζεται κάτι για τους ιθαγενείς ας γίνει την 25η του Γενάρη.

Απειλεί με στέρηση δικαιωμάτων Δημοτικά Συμβούλια αν δεν αναγνωρίσουν την 26 του Γενάρη ως Εθνική Ημέρα.

Και άκουσον-άκουσον, μετανάστες που καλούνται να λάβουν πιστοποιητικό υπηκοότητας την ημέρα αυτή θα πρέπει να είναι καλοντυμένοι και να έχουν βέβαια περάσει εξετάσεις αγγλικής γλώσσας και γνώσης της χώρας που ελάχιστοι Αυστραλοί θα μπορούσαν να περάσουν.

Προς το παρόν ο Morrison δεν ανέφερε ποιο είδος ενδυμασίας θα είναι αποδεκτό και ποιες οι συνέπειες αν η ενδυμασία δεν είναι ευπρεπής. Από τις χιλιάδες φωτογραφίες που δημοσιεύονται στην απονομή της υπηκοότητας, δεν είδαμε ποτέ κάποιον ή κάποια που να μην είναι καλοντυμένος, που να είναι ξυπόλυτος ή ξεβράκωτος. Για φανταστείτε για λίγο τι φωτιά θα παίρνανε οι ζηλωτές της ξενοφοβίας, αν το απαίσιο έγκλημα δολοφονίας και βιασμού της 20χρονης Αραβο-Ισραηλινής φοιτήτριας γινόταν από έναν “ανεπιθύμητο” μετανάστη και ιδιαίτερα Σουδανό μουσουλμάνο. Όχι μόνον αυτός αλλά και όλη η ράτσα του θα ήταν για την κόλαση του Δάντη σε κάποια άλλη χώρα εκτός Αυστραλίας.

Στο μεταξύ, το γεγονός ότι μόνον το 5% των βουλευτών είναι μη αγγλογεννημένοι και 10% μη αγγλοσαξονικής προέλευσης – ποσοστά που δεν άλλαξαν εδώ και 30 χρόνια – δεν είναι τίποτα το σοβαρό για τον πρωθυπουργό της χώρας να σχολιάσει, όταν μάλιστα το ποσοστό μη αγγλοσαξονικής καταγωγής Αυστραλών συνεχώς αυξάνεται και φτάνει το 50% του πληθυσμού.

Και να θέλει, πού να βρει τον καιρό – μπορεί να πει κάποιος καλοθελητής – όταν τον κυνηγούν οι γυναίκες του κόμματός του για καλύτερη αντιπροσώπευση. Όχι βέβαιο βιοπαλαίστριες αλλά εξίσου γαλαζοαίματες όπως και αυτός.

Διακηρύξεις περί εθνικής ενότητας και αφορμή για πανηγύρια, είναι κούφιες κουβέντες όταν υπάρχουν και λειτουργούν Συντάγματα, νόμοι και κατεστημένα που ευημερούν από την εκμετάλλευση των εργαζομένων και τις διακρίσεις κατά των μειονοτήτων.

Η αδικία και η ανισότητα αντιμετωπίζονται πάντοτε με αγώνες και λαϊκή ενότητα. Αυτό είναι το μέγιστο ιστορικό μάθημα από την πάλη των λαών για καλύτερες μέρες.
Η κάθε πάλη κερδίζεται με μαχητές όχι θεατές. Και αυτή είναι η πεμπτουσία της Δημοκρατίας, η λαϊκή εξουσία. Η Ελληνοαυστραλιανή αριστερά, και όχι μόνο, και συνήθως με πρωτοπόρους τους κομμουνιστές, έχει ένα θαυμαστό ρεκόρ αγώνων και επιτευγμάτων για τα δίκαια των εργατών, των εθνικών μειονοτήτων και τα οράματα για μία νέα κοινωνία.

Μπορεί και πρέπει να συνεχίσει να οικοδομεί και με τα σύγχρονα κοινωνικοοικονομικά και ιδεολογικά δεδομένα.