O Δημήτρης Πάππος σε αφοπλίζει από την πρώτη συνάντηση μαζί του με την ειλικρίνεια του λόγου του, την καθαρότητα της σκέψης του, την τόλμη να βάζει σε πράξη καινοτόμες ιδέες.
Ο ίδιος συστήνεται ως πραγματιστής: ” M’ αρέσει να βλέπω την πραγματικότητα κατάματα. Δεν εμμένω όμως στην άσχημη, αντιπαθητική, αν θέλεις, πλευρά των πραγμάτων. Η ζωή είναι επιλογές γεμάτη».
Διανύει την έβδομη δεκαετία της ζωής του, αλλά φαίνεται κατά πολύ νεότερος. Διερωτάσαι αν είναι ο τρόπος που ζει και αντιμετωπίζει τη ζωή ή απλά το …ψαροτούφεκο που τον τραβά να βουτά πρωί – πρωί στη μεγάλη αγαπημένη του, τη θάλασσα, όταν άλλοι, στην ηλικία του, πίνουν με αργές ρουφηξιές τον καφέ τους ή πεθαίνουν από ανία.

Στην πρώτη μας συνάντηση νιώθω σχεδόν ένοχη γιατί του τη στέρησα. Εννοώ τη θάλασσα. «Ξέρεις σήμερα το πρωί ξύπνησα με μια έντονη επιθυμία να πάω ψαροτούφεκο».
Είναι γεμάτος ζωή και το βλέμμα του πεντακάθαρο.
Μου τον έχουν συστήσει ως έναν άνθρωπο αυτοδημιούργητο, αξιοπρεπή, με καινοτόμες ιδέες που έχει κάνει άλματα στην επαγγελματική του ζωή, αλλά έχει κρατήσει τις αποστάσεις του από την οργανωμένη παροικία.
Αυτόματα μού δημιουργείται το μεγάλο ερωτηματικό ‘γιατί’ και γεννιέται η επιθυμία – αν όχι η ανάγκη – να κάνω μια κουβέντα μαζί του. Στην αρχή, το αποφεύγει διακριτικά, μερικές μέρες όμως αργότερα, μου το ζητά ο ίδιος.

Πριν τον δω, κάτι μου λέει ότι ανήκει στην κατηγορία εκείνων για τους οποίους μου μίλησε κάποτε ο πρόεδρος της Κοινότητας, Βασίλης Παπαστεργιάδης: “Aξιόλογοι ομογενείς με εντυπωσιακό προφίλ που θα μπορούσαν να προσφέρουν πολλά, μέσα από την οργανωμένη παροικία, αλλά για τον άλφα ή βήτα λόγο, έχουν μείνει εκτός. Αυτούς θα ήθελα πάρα πολύ να φέρω πλησιέστερα».
Ήταν μια εκτίμηση που ενίσχυσε αυτό που έβλεπα, εδώ και χρόνια, να συμβαίνει στον ελληνοαυστραλιανό χώρο.
Σ’ ένα βαθμό, πιστεύω ότι η Κοινότητα Μελβούρνης το πέτυχε, υπάρχει όμως πολύς δρόμος ακόμη να διανυθεί.
Προς το παρόν, ας δούμε εκείνον που διάνυσε ο Δημήτρης Πάππος, όταν σε ηλικία 18 χρόνων, για να απoφύγει το στρατιωτικό, όπως ομολογεί ο ίδιος, μπάρκαρε από τον Πειραιά – όπου έζησε από πέντε χρόνων – για την Αυστραλία.

ΑΠΟ ΠΕΙΡΑΙΑ, ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ

«’Έφτασα καταχείμωνο, Ιούλιο του ’65. Στην αρχή έμενα στη St. John Street στο Prahran με συγγενείς. Ομολογώ ότι δεν μου άρεσε, ως πόλη και τρόπος ζωής κυρίως, αλλά ήμουν αποφασισμένος να προσαρμοστώ και να προοδεύσω. Δούλευα τη μέρα στην ψαρομαρκέτα, ανοίγοντας στρείδια, και το βράδυ πήγαινα στο σχολείο να βελτιώσω τα αγγλικά μου και να μάθω σχέδιο. Ένιωθα δυνατός, αισιόδοξος, έτοιμος να αντιμετωπίσω μικρές και μεγάλες προκλήσεις κατά μέτωπο, χωρίς δισταγμό. Στόχος μου να διακριθώ στον τομέα που είχα επιλέξει και να αποκτήσω οικονομική ανεξαρτησία νωρίς».

ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ

Η πορεία ανοδική, η δραστηριοποίηση στον επαγγελματικό χώρο έντονη και επιτυχής, η ανάμιξη στα κοινά από αναιμική μέχρι ανύπαρκτη, ενώ η παρουσία του ρατσισμού γύρω του, έντονη και απειλητική.
«Όλοι κρυβόντουσαν. Απέφευγαν να πουν ότι είναι Έλληνες, ενώ στην ευρύτερη κοινωνία υπήρχε φανερή ξενοφοβία. Τους φόβιζε το διαφορετικό, γι’ αυτό και πολλοί από τους φίλους μου προσπαθούσαν να μιλούν με αυστραλέζικη προφορά. Ήταν κάτι που απέρριπτα ανεπιφύλακτα».

‘Ενθύμιο’ από την εποχή αυτή, ένα κουρελιασμένο δερμάτινο μπουφάν. «Δεν προκάλεσα. Περπατούσα ανέμελος όταν δέχτηκα την επίθεση. Απλά γιατί ήμουν ντυμένος διαφορετικά».
Όση ώρα μιλάμε και με παίρνει μαζί του στα ταξίδια του στην Ευρώπη για νέες ιδέες στα ρούχα που σχεδίαζε, στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες – μερικές καινοτόμες και πρωτοποριακές που του επέτρεψαν να είναι οικονομικά ανεξάρτητος πριν τα 21 χρόνια – το ερωτηματικό ‘γιατί έξω από την οργανωμένη παροικία’, παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις.
Με ρίζες στο Πυθαγόρειο Σάμου, όπου έχει χτίσει μια υπέροχη βίλα απέναντι από το λιμάνι, κουβαλώντας, λόγω της τοποθεσίας, με χίλιους κόπους το υλικό, μοιράζει τη ζωή του, πάνω από δυο δεκαετίες τώρα, μεταξύ γενέτειρας και Αυστραλίας.

«Δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς τον αέρα, τη θάλασσα, το κύμα που σβήνει σχεδόν μπροστά στην πόρτα μου, τη ζωή της Ελλάδας που άφησα στην εφηβεία μου και δεν έπαυσα να λατρεύω, αλλά ούτε και χωρίς την τάξη, τους ρυθμούς και το σύστημα της Αυστραλίας που μου έδωσε τόσες ευκαιρίες να υλοποιήσω τα όνειρά μου και να νιώθω ελεύθερος».

 

 

 

Ηλιοβασίλεμα στο λιμανάκι του Πυθαγόρειου με το κύμα να σβήνει μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του Δημήτρη Πάππου.

ΣΕ ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΥΣ

«Ανήκω σε δύο κόσμους, όπως τόσοι άλλοι της γενιάς μου και νεότεροι, από προσωπική μου επιλογή. Το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που έγινε τόσο με εξωτερικές επιδράσεις, όσο και με εσωτερικές διεργασίες, αβίαστα όμως και ομαλά» αναφέρει.
Έχοντας ζήσει πάνω από μισό αιώνα στην Αυστραλία, βάζοντας το δικό του λιθαράκι, όπως τόσοι άλλοι, για την οικονομική της ανάπτυξη και την ποικιλομορφία του χαρακτήρα της, εξηγεί ‘πόσο πιο εύκολο είναι σήμερα να ομολογεί κανείς ότι είναι Έλληνας’.

«Έζησα την εποχή που οι Έλληνες της μαζικής μετανάστευσης, χωρίς πολλές εξαιρέσεις, έμειναν όσο πιο μακριά γινόταν από την ευρύτερη αυστραλιανή κοινωνία. Ένας σοβαρός παράγοντας ήταν το μέσο επικοινωνίας, η άγνοια δηλαδή της αγγλικής, αλλά και ο φόβος, αν θέλεις, του διαφορετικού».

Κάτι δηλαδή όπως ‘ο Γιάννης φοβάται το θεριό και το θεριό τον Γιάννη’, σκέφτομαι και μειδιώ.
«Τα παιδιά τους όμως, οι συνομήλικοί μου, ίσως και νεότεροι, από ό,τι τουλάχιστον εισέπραττα τότε, προτιμούσαν να ανήκουν ή τουλάχιστον να φαίνονται ότι ανήκουν στην ευρύτερη κοινωνία. Δεν ήθελαν να είναι ‘διαφορετικοί’.
Ένα άλλος λόγος που έμειναν μακριά από την οργανωμένη ελληνική παροικία αργότερα, είναι ότι δεν τους εξέφραζε ο τρόπος που λειτουργούσε».

Η ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΟΧΟΠΕΔΗ

Ας το φέρουμε το θέμα λίγο πιο κοντά. Ο ίδιος έχει χρόνο, ιδέες, οικονομική άνεση και ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπό του. Γιατί έμεινε εκτός οργανωμένης παροικίας, όλα αυτά τα χρόνια;
«Χωρίς να πέσω στην παγίδα των γενικεύσεων, εκείνο που με απωθούσε στην πλειονότητα των οργανισμών, ήταν και εξακολουθεί πιστεύω να είναι η έλλειψη προσήλωσης στον στόχο. Εντονότερα παλιά και ηπιότερα σήμερα, μετρούσε ο πολιτικός προσανατολισμός των ατόμων. Τα πολιτικά υπήρξαν η μεγάλη τροχοπέδη πολλών παροικιακών οργανισμών και λέγοντας αυτό, σίγουρα δεν κάνω τη μεγάλη αποκάλυψη. Με την ίδια θέση να διεκδικούν τα προσωπικά συμφέροντα, η προβολή, η διαφωνία προς χάριν της διαφωνίας».

Διαφωνώ; To ερώτημα απευθύνεται σε μένα, μένει εντούτοις αναπάντητο, μιας και με την ίδια σχεδόν ανάσα ο συνομιλητής μου εκφράζει την άποψη ότι ‘δεν έχουν όλα χαθεί’.
«Πιστεύω ότι, έστω και τη δωδεκάτη ώρα, μπορεί να γίνει κάτι μεγάλο για τον ελληνισμό, όταν υπάρχει ανιδιοτέλεια και ομοψυχία.

Μ’ αυτά τα δυο συστατικά σίγουρα η παροικία μπορεί να πάει μπροστά και να δημιουργήσει έργα που θα έχουν διττό στόχο. Να μας ενώσουν ως Έλληνες της Πέμπτης Ηπείρου, και να κάνουν την παρουσία μας αισθητή στην ευρύτερη αυστραλιανή κοινωνία και γιατί όχι σε παγκόσμια κλίμακα.
Πιστεύω ότι ο ελληνισμός της Αυστραλίας έχει πραγματικά τεράστια δύναμη. Μπορεί να κάνει θαύματα. Εκείνο που λείπει, κατά τη γνώμη μου, είναι ο στόχος που θα τους ενώσει. Που θα είναι πέρα από τα ατομικά συμφέροντα και το μικρόβιο της ιδιοτέλειας».
Είμαστε ώριμοι αρκετά όμως για την επίτευξη ενός μεγάλου στόχου; Ιδού το ερώτημα.