Ο Καλούτας γεννήθηκε στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας το 1897, από Έλληνες γονείς, καταγόμενους – η μάνα του Μαρία – από την Πάρο – και ο πατέρας του Λουκάς – από τη Χίο.
Το 1913 σε ηλικία 16 χρονών έρχεται μόνος του στην Αυστραλία και μεταβαίνει στη Μελβούρνη όπου μένει μέχρι το 1922, ενώ μετά με άλλους τρεις Έλληνες πάνε για δουλειά στο Freeburgh, κοντά στη γνωστή και φημισμένη τουριστική κωμόπολη του Bright, όπου έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1963.

Αρχικά δούλεψε στη συγκομιδή καπνού και φρούτων της περιοχής – την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης – με εκατομμύρια ανέργους να οργώνουν την Αυστραλία για να βγάλουν το ψωμί τους και ει δυνατόν και κάτι για να στείλουν στις φαμίλιες τους. Και αν η τύχη τους τα έφερνε βολικά να μαζέψουν και λίγο παρά για ‘μελλοντική αποκατάσταση’ .
Ο Καλούτας, όντας μόνος, βρέθηκε στην κατηγορία των τελευταίων.

Έτσι το 1930 απέκτησε ένα δικό του αγρόκτημα με μία μικρή προκαταβολή και ένα μεγάλο δάνειο στο Freeburgh.
Προτού πάω πιο πέρα να πω ότι όλα τα στοιχεία στα γραφόμενά μου αυτά είναι παρμένα από τον ‘φάκελο’ των Aρχών για τον Νικόλαο Καλούτα, που εξασφάλισε ο γιος του Γιάννης και μου επέτρεψε να χρησιμοποιήσω:

Nα πω επίσης ότι τη φάρμα των Καλουταίων επισκέπτονται πάρα πολλοί Ελληνοαυστραλοί και όχι μόνον, οι περισσότεροι με τουριστικά λεωφορεία για να προμηθευτούν μήλα, κάστανα, καρύδια, κεράσια, πατάτες κλπ, να απολαύσουν τη θαυμάσια τοποθεσία δίπλα στο αστείρευτο ρυάκι του Stony Creek και το πολυπόθητο μπάρμπεκιου.
Ο Νικόλαος Καλούτας ήταν ο ‘ιδεώδης’ μετανάστης. ‘Επεσε με τα μούτρα στη δουλειά και δεν είχε κανένα δούναι και λαβείν με τις αρχές .

To 1928 παντρεύεται τη Μαρία Κούνη, που ήρθε από την Πάρο και αποκτούν το πρώτο τους παιδί, τη Φραντσέσκα, όνομα της γιαγιάς, και βάλανε και το Φράνσις για να ακούγεται υποθέτω καλύτερα στους ντόπιους.
Έτσι με ‘περιουσία’ τώρα και οικογένεια κάνει αίτηση στις 17 του Απρίλη του 1930 στον διορισμένο από τον βασιλιά της Αγγλίας κυβερνήτη της Αυστραλίας για να πάρει όχι την αυστραλέζικη αλλά τη βρετανική υπηκοότητα όπως ίσχυε τότε για κάθε Αυστραλό πολίτη. (Η αυστραλέζικη υπηκοότητα υιοθετήθηκε το 1948).

Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκες καταθέσεις.
1. Αντίγραφα από τις εφημερίδες AGE και ARGOS της 29/4/1930 ότι είναι Έλληνας υπήκοος και επιθυμεί να πάρει τη βρετανική υπηκοότητα.
2. Πιστοποιητικά από δύο εγκατεστημένους εκ γεννήσεως Βρετανούς υπηκόους, καλά αποκατεστημένων κατοίκων του Bright καθώς και του αρχιαστυνόμου της περιοχής ότι “ο Νικόλαος Καλούτας είναι πρόσωπο σωστό και έχει καλούτσικη γνώση της Αγγλικής γλώσσας”.

Διαβεβαίωση ότι θέλει να γίνει μόνιμος κάτοικος της Αυστραλίας, ότι δεν έχει πάρει ούτε ζητήσει από την κυβέρνηση της Ελλάδας να διατηρήσει την ελληνική υπηκοότητα και ότι δεν σκοπεύει να ζητήσει τέτοια παραχώρηση ούτε να την αποδεχθεί αν του δοθεί από οποιοδήποτε νόμο της Ελλάδας.
Δήλωση επίσης ότι στη διάρκεια της παραμονής του στην Αυστραλία δεν προσέφερε υπηρεσίες σε κράτος που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Μεγάλη Βρετανία και ότι δεν έχει κάνει τίποτα αντίθετο προς τα συμφέροντα της βρετανικής αυτοκρατορίας.

Στις 30/6/1930 το υπουργείο εσωτερικών της Αυστραλίας ειδοποιεί τον Καλούτα ότι η αίτησή του δεν θα προωθηθεί αν δεν προκαταβάλει το απαιτούμενο ποσό των τριών λιρών. Το υπουργείο είχε αποκρύψει την έκκληση του Καλούτα να του δοθεί μία μικρή προθεσμία για να συγκεντρώσει τα χρήματα “καθότι δεν πουλήσαμε ακόμη τον καπνό και βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση τώρα”.
Έτσι η αίτηση μπήκε στο ράφι και ο Καλούτας απέκτησε άλλα πέντε παιδιά που είχαν προτεραιότητα στις απαιτήσεις της ζωής.
Τον Ιούνη του 1939 κάνει νέα αίτηση για υπηκοότητα με λίγο πολύ τα ίδια ερωτήματα και υπεύθυνες δηλώσεις όπως 10 χρόνια νωρίτερα προσθέτοντας βέβαια τη γέννηση και των άλλων 5 παιδιών του – Αναστασία 15/10/31, Ειρήνη 23/8/33, Όλγα 21/1/35, Αδαμαντία 3/4/36 και τελικά τον γιο του Γιάννη 24/12/37.

Επιπλέον τη φορά αυτή έπρεπε να κάνει ξεχωριστή δήλωση αποκήρυξης υπηκοότητας και μάλιστα δύο φορές γιατί την πρώτη την υπέγραψε ως Ν. Καλούτας και όχι Νικόλαος.
Δηλώνει λοιπόν ο Καλούτας ότι αποκηρύσσει την ελληνική του υπηκοότητα και την πίστη και υπακοή στο Βασίλειο της Ελλάδας και ορκίζεται πίστη και υπακοή στον Βασιλιά Γεώργιο της Αγγλίας, τους απογόνους και διαδόχους του σύμφωνα με τον νόμο. Ο δε James McGaan, δικαστικός υπάλληλος, διαβεβαιώνει ότι ο Νικόλαος Καλούτας την 22/6/1940 απεκήρυξε ενώπιόν του την ελληνική υπηκοότητα και έδωσε όρκο πίστης και υποταγής.

Το αληθές όμως όλων των πιο πάνω καταθέσεων έπρεπε να επιβεβαιωθεί ή όχι από το Commonwealth Special Investigation Branch, τις μυστικές υπηρεσίες της Αυστραλίας, έγγραφο το οποίο είχε από τον ‘φάκελο’ Καλούτας ο γιος του Γιάννης.
Το εν λόγω έγγραφο μεταξύ άλλων απαντά καταφατικά ότι ο Καλούτας είναι ευρωπαϊκής λευκής καταγωγής, είναι καλού χαρακτήρα και ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι “ο αιτών με έργα και λόγια είναι δυσαρεστημένος και όχι πιστός στην αυτού μεγαλειότητα τον Βασιλιά”.

Το Commonwealth Special Investigation Branch αποφάνθηκε ότι ο “αιτών είναι κατάλληλος άνθρωπος για να γίνει υπήκοος”.
Έτσι με το OK των μυστικών υπηρεσιών, ο Καλούτας παίρνει τελικά το πιστοποιητικό υπηκοότητας No A (1) 4865.
Τα παιδιά του και οι συγγενείς της γυναίκας του το γένος Κάννης ήταν οι πρώτοι κάτοικοι του Bright (και περιχώρων). Για πολλά χρόνια είχαν το μόνο Cafe στο Bright «Kannis Cafe» – κέντρο επίσης των εκεί λίγων Ελλήνων και επισκεπτών. Αργότερα πήρε το όνομα των αδελφών Αλοΐζος – Aloizos Cafe – που παντρεύτηκαν δύο κόρες της οικογένειας Κάννη και τώρα είναι χώρος πώλησης μεταχειρισμένων οικιακών ειδών προς όφελός του εκεί νοσοκομείου. Στο Bright και εκεί κοντά έχουν τώρα εξοχικά σπίτια αρκετοί Έλληνες, μεταξύ αυτών και εγώ και βρίσκουμε τον καιρό να μαζευόμαστε, να τα λέμε, να ζούμε έστω και λίγο κοντά στην όμορφη φύση της που για όλους εμάς τους παλαιότερους θυμίζει κάποιο γνώριμο και αγαπητό για μας μέρος της Ελλάδας.
Η προσωπική Οδύσσεια του Νικόλα Καλούτα για την υπηκοότητα είχε καλό τέλος.

Για εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες μετανάστες και όχι μόνον, την περίοδο εκείνη και μεταγενέστερα, που ήθελαν και πάλευαν να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους ‘Αυστραλούς’, τον τελευταίο λόγο τον διατηρούν ακόμη οι μυστικές υπηρεσίες που βάζουν τη σφραγίδα του όχι.
Οι αγώνες όμως απέδωσαν αρκετά. Δεν χρειάζεται πλέον να αποκηρύσσεται η πρώτη υπηκοότητα, ούτε να γίνονται αναφορές στο χρώμα του δέρματός τους, τα περουσιακά στοιχεία και πιστοποιητικά καλού χαρακτήρα. Η πολιτική και συνδικαλιστική συμμετοχή και δραστηριότητα ακόμη και για την αλλαγή του πολιτεύματος σε αβασίλευτη δημοκρατία δεν αποτελούν “επίσημα” λόγο άρνησης.
Αν και ο υπουργός μετανάστευσης διατηρεί το “δικαίωμα” να στερεί υπηκοότητα, πράγμα στο οποίο καταφεύγει και επιμένει φανατικά, η απόφασή του μπορεί να ανατραπεί από τη δικαιοσύνη της χώρας. Κάτι τέτοιο βέβαια απαιτεί γνώση μέσα και χρήμα και πρώτιστα δημόσια κατακραυγή.

Τελικά, ας πάει για λίγο η σκέψη μας σ’έναν άλλο Έλληνα που η δική του Οδύσσεια κράτησε σχεδόν 40 χρόνια. Τον Σταύρο Παπαναστασίου, γνωστό ως Steve Pappas, που ήρθε και αυτός μικρός το 1926 στην Αυστραλία και συγκεκριμένα στην Αδελαΐδα.
Οι ανάγκες της τότε αφόρητης ζωής – οικονομική κρίση, κανένας συγγενής και ελάχιστοι Έλληνες – τον οδήγησαν από τη μία άκρη της Αυστραλίας στην άλλη για να επιβιώσει. Γρήγορα λόγω εμπειρίας και πιστεύω συνδέθηκε με το εδώ εργατικό κίνημα στο οποίο παρέμεινε πιστός και μαχόμενος μέχρι που πέθανε το 1988.

Τα μόνα αγαθά του ήταν τα πλούτη του αγώνα. Η ζωή του ήταν αφιερωμένη ψυχή τε και σώματι στα δίκαια του εργάτη, του μετανάστη, των ιθαγενών που τους γνώρισε από κοντά όταν δούλευε αγελαδάρης στο Darwin, κατά των πολέμων και υπέρ μίας πιο ανθρώπινης κοινωνίας. Η ελληνική παροικία του Adelaide τον γνώριζε και τον εκτιμούσε για την αφοσίωσή του στους αγώνες κατά της αδικίας. Οι αρχές του απέρριψαν κάθε αίτηση πολιτογράφησης από το 1930 μέχρι το 1972 (οπότε ο Whitlam κατάργησε τα πολιτικά “κριτήρια”)
Το όχι της Καμπέρας επαναλαμβανόταν χωρίς καμία εξήγηση, απλά “ο υπουργός δεν εγκρίνει την αίτησή σας”.

Δεν είχε κανένα ποινικό μητρώο – εκτός βέβαια από τη νόμιμη πολιτικο-συνδικαλιστική δράση όλα τα χρόνια που δούλευε, κυρίως στο λιμάνι της Αδελαΐδας και πλήρωνε φόρους. Δεν είχε δικαίωμα να πάρει καμία πληρωμή από το δημόσιο ταμείο κοινωνικής πρόνοιας.
Και όταν ήρθε η ώρα για σύνταξη το 1965, η Καμπέρα του την αρνήθηκε “καθότι δεν ήταν πολιτογραφημένος”. Πολιτογραφήθηκε το 1973 από την κυβέρνηση Whitlam και πήρε σύνταξη στα 73 χρόνια του. Στον πόλεμο που του κήρυξε το κατεστημένο, ο Steve Pappas δεν παραδόθηκε. Η εργατική τάξη τον τίμησε κι εμείς πρέπει να είμαστε περήφανοι γι’αυτό. Το συνδικάτο των λιμενεργατών τον ανακήρυξε ισόβιο μέλος και πρόσθεσε το όνομά του στο μνημείο των εργατών που δεσπόζει στο λιμάνι του Port Adelaide με την αφιέρωση για τη “Συμβολή του στα ιδεώδη της Εργατικής Τάξης”
(Τα στοιχεία για τον Steve Pappas προέρχονται από το βιβλίο του Γιώργου Ζαγκάλη “Μετανάστες, Εργάτες, Εθνικές Μειονότητες).