Στη δημοσιότητα δόθηκε η 15η διεθνής ετήσια έρευνα της demographia σχετικά με τις πιο δαπανηρές πόλεις του κόσμου σε ό,τι αφορά την αγορά κατοικίας.
Τα αποτελέσματα αυτής μόνο κολακευτικά δεν είναι για τις πόλεις της Αυστραλίας, αφού δύο από αυτές βρίσκονται πολύ κοντά στην κορυφή, με την απόκτηση σπιτιού να θεωρείται σχεδόν απαγορευτική για τους κατοίκους τους.
Παράλληλα, από όσες συμμετείχαν στην έρευνα (πέντε), όλες πέρασαν στην κατηγορία των “εξαιρετικά ακριβών”.
Η έρευνα αυτή έχει βάση 309 αγορές από ακόμη εφτά χώρες του κόσμου μαζί με την Αυστραλία: τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, την Ιρλανδία, τη Βρετανία, την Κίνα, τη Σιγκαπούρη και τη Νέα Ζηλανδία.
Τα αποτελέσματα προέρχονται από τον υπολογισμό του μέσου κόστους αγοράς κατοικίας της κάθε πόλης δια του μέσου ενιαίου εισοδήματος ενός νοικοκυριού.
Με βάση τα ιστορικά δεδομένα, σε μια αγορά χωρίς κυβερνητικές παρεμβάσεις οι τιμές έχουν δείξει πως το κόστος ενός σπιτιού είναι τριπλάσιο αυτού, ή και λιγότερο.
Ωστόσο όπως μαρτυρούν τα στοιχεία, αρκετές πόλεις έχουν αφήσει πίσω τους κατά πολλού το σημείο αυτό, με τις τιμές των ακινήτων να εκτοξεύονται στα ύψη.
Στα καλά νέα όπως τονίζεται μέσα από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων είναι η σταθεροποίηση ή και η πτώση σε ορισμένες περιπτώσεις των τιμών των κατοικιών, ωστόσο όχι σε τέτοιο βαθμό ώστε να βελτιωθεί αισθητά η κατάσταση για τους κατοίκους των πόλεων.
Οι πιο οικονομικές αγορές κατοικίας βρίσκονται στις Ηνωμένες Πολιτείες (εννιά), ενώ ακολουθούν ο Καναδάς και η Σιγκαπούρη.
Πιο ακριβή πόλη στον κόσμο στην εξεύρεση κατοικίας παραμένει το Χονγκ Κονγκ ενώ στη δεύτερη θέση βρίσκεται το Βανκούβερ.
Ακολουθούν το Σίδνεϊ και η Μελβούρνη, ενώ τη δεκάδα συμπληρώνουν το Σαν Χοσέ, το Λος Άντζελες, το Όκλαντ, το Σαν Φρανσίσκο, η Χονολουλού και το Λονδίνο.
Σε ό,τι αφορά τις πιο οικονομικές πόλεις για να αποκτήσει σπίτι κανείς, αυτές είναι το Πίτσμπουργκ και το Ρότσεστερ των Ηνωμένων Πολιτειών, ακολουθούμενες από την Οκλαχόμα, το Μπάφαλο και το Σινσινάτι.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο συγκεκριμένος τρόπος διερεύνησης των αγορών χρησιμοποιείται από πολλούς διεθνείς οργανισμούς για την αξιολόγησή τους, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank) και τα Ηνωμένα Έθνη.