Με λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τον σωτήρα της πέρασε η Ελένη Περικέντη τις φετινές της διακοπές. Και ενώ το κρασάκι και τη θάλασσα θα μπορούσε άνετα να τα χαρεί σε κάποια παραλία της Βικτώριας έστω και αν θα έπρεπε να ταξιδέψει καμιά ώρα από την πόλη Warragul που ζει, η συνάντηση με το σωτήρα της – απαραίτητο συστατικό για να είναι οι φετινές της διακοπές αξέχαστες – απαιτούσε ένα μεγαλύτερο ταξίδι. Σε μία κωμόπολη στο Βόρειο Κουίνσλαντ.
Βέβαια, το ταξίδι στο Βόρειο Κουίνσλαντ, αν και μεγαλύτερο απ’ ότι αυτό σε μία παραλία της Βικτώριας, ήταν πολύ μικρότερο, τηρουμένων των αναλογιών, από αυτό που η τύχη επέβαλε στην ίδια και τον σωτήρα της Μιλτιάδη Νεοφύτου, έως ότου συναντηθούν πάλι. Εξήντα χρόνια είναι ένα κάπως μεγάλο χρονικό διάστημα.
Αφήνοντας όμως τις αποστάσεις και τον χρόνο στην άκρη, εκείνο που έχει τελικά σημασία είναι ότι η Ελένη και ο Μιλτιάδης, κατάφεραν να ξαναβρεθούν.
«Εγώ δάκρυσα. Εκείνος με αγκάλιασε και γελούσε», μου είπε η Ελένη περιγράφοντας την στιγμή που αντάμωσαν μετά από 60 χρόνια στο αεροδρόμιο της πόλης Proserpine στο Κουίνσλαντ.

Οι ζωές τους δέθηκαν αναπάντεχα όταν και οι δύο περίμεναν το πλοίο της γραμμής στο Κάιρο, με προορισμό την Αυστραλία. Η Ελένη, 5 χρονών τότε, έπεσε θύμα απαγωγής. Ο Μιλτιάδης ρισκάροντας τη ζωή του την έσωσε από τα χέρια των απαγωγέων της.
Οι αναμνήσεις από εκείνη την περιπέτεια σίγουρα είναι ζωηρότερες για τον Μιλτιάδη, ήταν 15 χρονών τότε οπότε είναι λογικό.
Η Ελένη θυμάται το δόλωμα… Μερικές καραμέλες που της έδωσαν οι απαγωγείς της. Μία άλλη αμυδρή ανάμνηση αλλά αποτυπωμένη με έντονα χρώματα στη μνήμη της, ο χώρος που την οδήγησαν οι απαγωγείς της. Συνδετικός κρίκος της ασυνήθιστης σχέσης μεταξύ της Ελένης και του Μιλτιάδη οι κοινές εικόνες από εκείνη την περιπέτεια που παρά λίγο να εξελιχθεί σε τραγωδία.
Η Ελένη και ο Μιλτιάδης δεν μοιράστηκαν ποτέ αυτές τις κοινές εικόνες. Στο λιμάνι που συναντήθηκαν, χάθηκαν κιόλας. Τις κράτησαν στο μυαλό τους σαν απόδειξη αυτού που έζησαν «μια φορά και έναν καιρό».
Το πλήρωμα του χρόνου όμως τους έφερε πάλι κοντά, υπαγορεύοντάς τους να τις θυμηθούν. Μία μικρή απόδειξη ότι όχι μόνο για την Ελένη, που έζησε μία από τις πιο τρομακτικές στιγμές της ζωής της, αλλά και για τον Μιλτιάδη, που θυμάται την διάσωση της Ελένης σαν μία από τις πιο περήφανες στιγμές της νιότης του, η κοινή τους εμπειρία χαράχτηκε τόσο βαθιά στα παιδικά τους μυαλά, που τα 60 χρόνια δεν κατάφεραν να σβήσουν τα χρώματα εκείνων των εικόνων, την ανάμνηση των φοβισμένων τους ματιών.
«Η εικόνα που θυμόμαστε ξεκάθαρα και οι δύο ήταν τα μεταξωτά στόρια στον χώρο που με πήγαν οι απαγωγείς μου. Πράσινα, κόκκινα, κίτρινα» λέει η Ελένη.
«Μιλήσαμε για ώρες για εκείνη τη μέρα. Αλλά δεν σταματήσαμε εκεί. Μιλήσαμε για τα σπίτια μας. Για τη ζωή μας. Για τα πάντα» λέει η Ελένη περιγράφοντας τη δίψα και των δυο τους να μοιραστούν όλα όσα η ζωή έφερε στο δρόμο τους από την ημέρα που συναντήθηκαν και χάθηκαν μέχρι σήμερα.
«Ήταν μία μοναδική εμπειρία» προσθέτει η Ελένη για τη συνάντησή τους.
«Η γυναίκα του Μιλτιάδη, ο άντρας μου, ο Μιλτιάδης, εγώ γίναμε μία παρέα που θα έλεγε κανείς ότι γνωριζόταν από χρόνια» λέει με έναν υπέροχα μεταδοτικό ενθουσιασμό.
«Μας φιλοξένησαν λες και είμαστε αδέρφια τους».
Συνεχίζει να περιγράφει τους νέους της φίλους, τον Μιλτιάδη και τη σύζυγό του με θαυμαστικά στην κάθε λέξη που λέει…
«Φιλόξενοι! Άξιοι! Εργατικοί! Καλόκαρδοι!». Αραδιάζει ονόματα περιοχών κοντά στο Bowen για να μου δώσει να καταλάβω το «φιλόξενοι» και προσθέτει «μας πήγαν παντού». «Ήμουν σίγουρη ότι o Μιλτιάδης ήταν καλός άνθρωπος ακόμα και όταν δεν τον γνώριζα. Δεν ήταν δυνατό να μην είναι, σκεφτόμουν, αφού με έσωσε. Το μόνο που ήξερα γι’ αυτόν ήταν ότι ήταν συμπατριώτης και ο σωτήρας μου. Πάντα έτσι τον φανταζόμουνα ως έναν καλό άνθρωπο. Ε λοιπόν τώρα που τον γνώρισα μπορώ να πω ότι δεν είναι απλά ένας καλός άνθρωπος είναι πολύ περισσότερα, είναι ένας εξαίρετος άνθρωπος».
Η Ελένη και ο σύζυγός της έμειναν στο ξενοδοχείο του Μιλτιάδη, με τη ζεστασιά με την οποία ο Μιλτιάδης και η γυναίκα του Νίτσα καλωσόρισαν την Ελένη να αποδεικνύεται περίτρανα μέσα από τις φωτογραφίες από τη συνάντηση.
«Είμαστε σαν αδερφές. Μαγειρεύαμε μαζί κάθε μέρα. Όταν σου λέω ότι άνοιξαν το σπίτι τους και την καρδιά τους για εμάς, καταλαβαίνεις τώρα ότι δεν είναι υπερβολή» μου λέει η Ελένη δείχνοντάς μου τη φωτογραφία όπου η κ. Νίτσα και η Ελένη δείχνουν με υπερηφάνεια στον φακό τις φλαούνες τους.
«Μία φορά χαθήκαμε, όχι πάλι» καταλήγει η Ελένη, αποφασισμένη να συνεχίσει να κάνει διακοπές με λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τον σωτήρα της, για όσο η ζωή τους επιτρέψει να τα χαίρονται.