Όταν συνηθίσεις, όταν κολλήσεις σε κάτι, γίνεται κομμάτι από τη ζωή σου και πολλές φορές μέρος και απ την ψυχή σου. Αυτό έδειχνε η φυσιογνωμία του φίλου μου του Γιάννη, που μόλις πήρε τη σύνταξή του, μετά από πολλά χρόνια στο ίδιο εργοστάσιο με την ίδια δουλειά, και την ίδια αγάπη για την τέχνη του. Δεν ήταν ξυλογλυπτική, ανταλλακτικά αυτοκινήτων, ειδικών βαρέων οχημάτων και άλλων χρήσεων κατασκεύαζαν με τρόπο περίεργο για τις δικές μου τότε γνώσεις.

Κάτι σαν άμμος τα ρινίσματα σιδήρου, με προσθήκη στο μείγμα και ενός είδους ξερής κόλλας. Έπεφτε στην πρέσα η σκόνη που περιέγραψα μέσα στο καλούπι και το πίεζε με δύναμη. Σε λίγο, σε δευτερόλεπτα, το κάτω μέρος της πρέσας ανέβαζε το είδη διαμορφωμένο ανταλλακτικό, το οποίο από τον χειριστή έπαιρνε τη θέση του σε ένα μετάλλινο δίσκο, ο οποίος μόλις γέμιζε… έφευγε για το φούρνο.

Ο Γιάννης συμπλήρωσε τα χρόνια δουλειάς και ετοιμάστηκε να φύγει και τα ηγετικά στελέχη του εργοστασίου ετοίμαζαν γιορτή για ν’ αποχαιρετήσουν το Γιάννη όλοι μαζί. Επί χρόνια, πολλά χρόνια, ο φίλος μας έφευγε από το σπίτι του, με τα πόδια και σε είκοσι λεπτά ήταν στο εργοστάσιο, κάπου δέκα λεπτά πριν χτυπήσει το κουδούνι για την έναρξη της βάρδιας. Μόνο δύο ή τρεις φορές που από βροχή έριχνε καρεκλοπόδαρα, πήγε με το αυτοκίνητό του, ένα πολύ παλιό Μερσεντές, θαυμάσια διατηρημένο.
Το Μερσεντές ο μόνιμος μικρός καυγάς με την γυναίκα του: «Πότε θα το πετάξεις αυτό το σαράβαλο να πάρεις ένα αυτοκίνητο της προκοπής;» Η απάντηση του Γιάννη, μόνιμη, ίδια: «Το αυτοκίνητο είναι αντίκα και κάθε ημέρα που περνάει παίρνει αξία, ναι κάθε ημέρα. Και να πάρω άλλο, για το χατίρι σου, αυτό δεν θα το πουλήσω».

Έγινε γιορτή σαν έφυγε. Έκλαψε για μια στιγμή και περισσότερο σαν άρχισε να χαιρετάει έναν–έναν τους συναδέλφους. Του έδωσε δώρο η διεύθυνση, ένα ρολόι, ωραίο και έμοιαζε κι ακριβό. Δεν πίστευε πως ήταν η τελευταία του ημέρα. Δεν θα ξαναπάει με τα πόδια στη δουλειά; Την πρέσα του ποιος θα την δουλέψει; «Θα βάλουν κάποιον που να ξέρει, αλλά θα μπορούσα να του πω λίγα πράγματα. Δεν βαριέσαι, αν βάλουν τον Αντώνη θα της βρει τα χούγια σε λίγες ώρες».

Λένε πως η μονότονη ζωή κουράζει. Κάθε ημέρα, κάθε ώρα να κάνεις τα ίδια κουράζεσαι, βαριέσαι. Ο Γιάννης δεν έμοιαζε ούτε να κουράζεται ούτε να βαριέται. Η γυναίκα του είχε δύο τελευταίου τύπου ραπτομηχανές και δούλευε με την αδελφή της, ράβοντας εσώρουχα. Έβγαζαν καλά χρήματα. Κάθε ημέρα τα ίδια. Ο Γιάννης και η γυναίκα του θα έπαιρναν το πρωινό τους, έπιναν τον καφέ τους, του ετοίμαζε το φαγητό για να πάρει μαζί του και μόλις τον πήγαινε μέχρι την εξώπορτα, του έριχνε ένα πεταχτό, γλυκό φιλί και έμπαινε μέσα ν’ αρχίσει τη δουλειά της.

Ο Γιάννης σαν γύριζε, ερχόταν καθαρός από το εργοστάσιο, είχε τις ίδιες μονότονες συνήθειες. Λίγο να μιλήσει με τη γυναίκα του, να φάνε μια μπουκιά, όλοι μαζί, να πιούν μια γουλιά κρασί από το δικό τους και μέχρι να φύγει η αδελφή να πάει να παραδώσει τα εσώρουχα, να μείνουν οι δύο τους να… κουβεντιάσουν.
«Δεν είμαστε σε ηλικία να υιοθετήσουμε παιδί γυναίκα. Δεν θα μας δώσουν, θα μας προσβάλουν».

Σε κάθε ευτυχισμένο σπίτι υπάρχει κάποια… σκιά κρυμμένη σε κάποια γωνιά. «Γυναίκα μη χολοσκάς, η ανεψιά σου θα γεννήσει σε λίγο, είπαν ότι είναι αγοράκι. Μόλις σαραντίσει θα πρέπει να πάει στο μαγαζί τους, ο Φώτης δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνος του. Σε ποιον θα φέρει το μωρό; Στη θεία του. Σε ποιον άλλο έχει εμπιστοσύνη; Σε σένα την αγαπημένη της θεία. Μωρό δεν ήθελες; Θα το έχεις».

Όταν συναντηθήκαμε κάπου στο Northcote, έμοιαζε προβληματισμένος. Κοίταζε έξω από το τζάμι του ζαχαροπλαστείου που καθίσαμε και έμοιαζε να μιλάει μόνος του.
«Πώς το είπες την άλλη φορά; Δεν θυμάμαι κάτι σαν σκιά που πέφτει πάνω στα σπίτια, στους ανθρώπους, κάτι που μοιάζει με σύννεφο και σκεπάζει τον ήλιο της ευτυχίας, της γαλήνης των σπιτιών και των ανθρώπων που ζουν μέσα. Το Σάββατο, κάθε βδομάδα, πήγαινα στον αδελφό μου και κάτι άλλαζε στην ψυχή μου. Από τον καιρό που έφυγε, νοστάλγησε τη θάλασσα του χωριού μας, έρχομαι και μαζεύω, καθαρίζω και φτιάχνω , ό,τι χρειάζεται το σπίτι του, μέχρι να το πουλήσω. Από τον καιρό που ήλθε το μωρό στο σπίτι μας, το μωρό της ανεψιάς μας, άλλαξε η ζωή μας. Δεν χάλασε, αλλά δεν είναι η ίδια. Εγώ σταμάτησα να διαβάζω και προχθές, την περασμένη Δευτέρα, φόρεσα τη φόρμα και πήγα μέχρι την εξώπορτα του εργοστασίου. Κάτι δεν πάει καλά Κώστα».