Μπορεί η ελληνική οικονομική κρίση να έχει ξεθυμάνει, αλλά οι νεοφερμένοι Έλληνες στην Αυστραλία συνεχίζουν να εμφανίζονται στο κατώφλι τον τοπικών οργανισμών πρόνοιας.

Την Τρίτη, ο σκιώδης υπουργός για τη Μετανάστευση, Shayne Neumann, επισκέφθηκε την Πρόνοια όπου και συναντήθηκε με την διευθύντρια Τίνα Ντούβου-Σταθοπούλου, για να συζητήσει το πρόγραμμα εγκατάστασης του οργανισμού για τους Έλληνες μετανάστες.

Συνοδευόμενος από τους ομοσπονδιακούς βουλευτές Calwell, Μαρία Βαμβακινού και Wills, Peter Khalil, η διευθύντρια επισήμανε τις προκλήσεις με τις οποίες έχει επιβαρύνει η οικονομική κρίση στην Ελλάδα τον οργανισμό, ο οποίος συνεχίζει να μετρά αύξηση στον αριθμό εγγεγραμμένων χρηστών οι οποίοι αφήνουν πίσω τους την κρίση και έρχονται στο κέντρο αναζητώντας στήριξη.

Οι νεοφερμένοι αντιμετωπίζουν σωρεία προβλημάτων που σχετίζονται κυρίως με την εξασφάλιση βίζας και υπηκοότητας, την αναγνώριση πτυχίων και δεξιοτήτων που αποκτήθηκαν εκτός Αυστραλίας προκειμένου να αναζητήσουν εργασία, όπως και την ανεύρεση κατοικίας. Για τους γονείς μετανάστες υπάρχει ακόμη περισσότερη πίεση λόγω του κόστους εκπαίδευσης παιδιών.

Αυτή η πρωτοφανής περίοδος για τα ελληνικά δεδομένα, συμπίπτει με τις τεράστιες ανάγκες Ελληνοαυστραλών πρώτης και δεύτερης γενιάς που απαιτούν κάλυψη από την Πρόνοια.

Παρ’ ότι δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η Ελλάδα βρίσκεται ακόμη στο επίκεντρο της κρίσης, η διευθύντρια όπως και αρκετά στελέχη της Πρόνοιας, προσπάθησαν να τονίσουν στον Υφυπουργό πως οι ανάγκες τόσο των νεοφερμένων οικονομικών μεταναστών, όσο και των κατόχων υπηκοότητας που επιστρέφουν, βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα του οργανισμού.

Η συζήτηση περιστράφηκε αρκετά γύρω από τις προκλήσεις που αφορούν κυρίως τα παιδιά μεταναστών, και τη δυσκολία ενσωμάτωσης στο νέο περιβάλλον. Για να ανταποκριθεί στην ανάγκη παροχής υπηρεσιών όχι μόνο εδώ στη Βικτώρια αλλά σε εθνικό επίπεδο, η υπεύθυνη της Πρόνοιας για θέματα νεομεταναστών, Κωνσταντίνα Κουρουτσίδου, λέει ότι υπάρχει τεράστια ανάγκη για περισσότερες παροχές.

“Δεχόμαστε σταθερό αριθμό πελατών μηνιαίως για προσωρινές βίζες και μόνιμες όπως και αρκετούς που επιστρέφουν, πράγμα που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν θα μείνει κανείς στην Ελλάδα. Μακάρι να είχαμε περισσότερες δυνατότητες και μέσα να δουλέψουμε με αυτούς τους νέους μετανάστες, να προσπαθήσουμε να τους εκπαιδεύσουμε με κάποιο τρόπο και να τους βοηθήσουμε να κατανοήσουν αυτόν τον καινούριο και παράξενο τρόπο ζωής”, λέει η κυρία Κουρουσίδου στον “Νέο Κόσμο”.

Νεοφερμένη και η ίδια, δηλώνει ότι γνωρίζει από πρώτο χέρι πόσο μπορεί να απομονώσει κάποιον η εμπειρία της μετανάστευσης στο εξωτερικό χωρίς συγγενείς ή κάποιο άμεσο υποστηρικτικό δίκτυο, πόσο μάλλον η ίδια η γλώσσα, η νοοτροπία και η αλλαγή τρόπου ζωής.

Αν και η κυρία Κουρουσίδου αναγνωρίζει ότι στην Αυστραλία υπάρχουν ευκαιρίες για Έλληνες μετανάστες, λέει ότι αυτή ακριβώς η ‘απομόνωση’ σε ό,τι αφορά τον τρόπο ζωής συνεπάγεται άγνοια αυτών των ευκαιριών από την πλευρά των μεταναστών, όπως και του πώς να τις εντοπίσουν.

“Προερχόμαστε από μία χώρα όπου οι κοινωνικές παροχές είναι ελάχιστες ή ανύπαρκτες, οπότε αν κάτι δεν το είχες ποτέ, δεν ξέρεις καν τι να αναζητήσεις. Ιδίως για τα παιδιά των οικογενειών αυτών πρόκειται για κάτι πρωτάκουστο. Όλη η οικογένεια δυσκολεύεται. Αν δεν έχει πρότερη εμπειρία και δεν μιλάς και τη γλώσσα, δεν έχεις την υποστήριξη… δεν ξέρεις από πού να αρχίσεις, αλήθεια. Αισθάνεσαι χαμένος”.

Η κυρία Κουρουσίδου συνεχίζει λέγοντας ότι αυτή η προσαρμογή αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολη για ορισμένους με αποτέλεσμα πολλοί να εγκαταλείπουν προτού καν να τους δοθεί η ευκαιρία.

“Κάποιοι γονείς αναγκάζονται να κάνουν δύο και τρεις δουλειές, επτά μέρες την εβδομάδα για αν τα βγάλουν πέρα. Σαν νέος άνθρωπος, άρα, δεν έχεις την οικονομική υποστήριξη από το κοντινό ή ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον. Είναι πολύ λυπηρό.”

“Συνεργαστήκαμε με σχολεία στο Oakleigh και για να σας δώσω ένα παράδειγμα, πέρσι, η πλειοψηφία των μαθητών τουYear 12, δεν έκαναν καν αίτηση να μπουν στο πανεπιστήμιο, απλά επέστρεψαν στην Ελλάδα.”

Από τότε που η κ. Κουρουσίδου ανέλαβε το πρόγραμμα εγκατάστασης νεομεταναστών το 2015, υποστηρίζει ότι κάθε χρονιά είναι αρκετά πιο δύσκολο να βοηθήσουν τους μετανάστες να βρουν εργασία. Παρά το ότι είναι καταρτισμένοι και ικανοί, καταλήγουν καθαριστές ή σερβιτόροι (οι οποίοι συνήθως πληρώνονται πολύ πιο χαμηλά από το βασικό) – και αυτό αν είναι τυχεροί.

“Πλέον τα πράγματα δεν είναι εύκολα ούτε για εκείνους που έχουν γεννηθεί εδώ, πόσο μάλλον για τους μετανάστες. Χρειάζονται πολλά προσόντα για να κάνει κανείς αίτηση για δουλειά, πτυχία και διπλώματα – πέρα από αυτό, βέβαια- η Αυστραλία είναι μια χώρα που εκτιμά την εμπειρία που έχει αποκτηθεί τοπικά, μέσα στη χώρα και αυτό είναι πολύ καλό εφόσον ανεβάζει τον πήχη στο επίπεδο παροχής υπηρεσιών, αλλά κάνει τα πράγματα πολύ δύσκολα για τους μετανάστες” εξηγεί.

Κατανοεί όμως η κυβέρνηση τόσο σε πολιτειακό όσο και σε εθνικό επίπεδο τις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες της Ελληνοαυστραλιανής κοινότητας καθώς εξελίσσεται ανά τα χρόνια;

Ο σκιώδης υπουργός αναγνώρισε σε γενικό επίπεδο τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι διάφορες εθνικές ομάδες μεταναστών στην Αυστραλία, σημειώνοντας την ανάγκη υποστήριξης από την κυβέρνηση που χρήζουν οργανισμοί όπως η Πρόνοια. Ο κ. Neumann εξήρε επίσης τον οργανισμό για την πρωτοβουλία του “να βοηθήσει τους ανθρώπους να πορευθούν κατανοώντας την πολυπλοκότητα του Αυστραλιανού τρόπου ζωής και να καταφέρουν να ενταχθούν στις κοινότητές μας, ακριβώς επειδή είμαστε μια χώρα που έχει χτιστεί στην πολυπολιτισμική κληρονομιά”.

Αν και δεν δεσμεύτηκε με κάποια οικονομική παροχή, η κα Κουρουσίδου θεωρεί ότι τέτοιες επισκέψεις με τον καιρό, θα προσφέρουν το λιγότερο ελπίδα στην Πρόνοια.
“Υπάρχει τεράστια ανάγκη… πολλά που πρέπει να κάνουμε. Θα ήθελα να βοηθήσω τους πελάτες μας να λύσουν την πλειονότητα τον προβλημάτων τους -και μπορώ να το κάνω αυτό- έχουμε τη γνώση, την ικανότητα, απλά δεν έχουμε το ανθρώπινο δυναμικό, δεν έχουμε το χρόνο. Είναι εξουθενωτικό και για εμάς και για τους πελάτες”.