Όπως γνωρίζουμε, τον Μάρτιο τα 28 κράτη της Ευρώπης που απαρτίζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) θα μειωθούν σε 27, με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου (Βρετανίας). Δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο πληθυσμιακά είναι το τρίτο μεγαλύτερο κράτος – μέλος της ΕΕ, μετά τη Γερμανία και τη Γαλλία, και με προηγμένη οικονομία, η αποχώρησή του από την ΕΕ οπωσδήποτε την αποδυναμώνει μέχρι κάποιον βαθμό. Επιπρόσθετα, ως αγγλόφωνη χώρα, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αποκλείεται να ακολουθήσει την αντιευρωπαϊκή πολιτική του Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.

Οπότε εύλογο είναι το ερώτημα ποια θα είναι η πορεία της ΕΕ στο προσεχές μέλλον, και ποιος ο ρόλος της σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο παγκόσμιο περιβάλλον. Στις αβεβαιότητες για το μέλλον της ΕΕ προστίθεται και η προσεχής αποχώρηση από την πολιτική της Καγκελαρίου της Γερμανίας Άγγελας Μέρκελ, η οποία μέχρι τώρα υπήρξε ένας ισχυρός πυλώνας της ΕΕ. Οπωσδήποτε, καθοριστικές για το μέλλον της ΕΕ θα είναι και οι ευρωεκλογές τον ερχόμενο Μάιο.

Ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου, των ΗΠΑ και της Κίνας, παίρνει συνέχεια διαφορετικές διαστάσεις, που δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστη την ΕΕ, γιατί τα οικονομικά της συμφέροντα είναι συνδεδεμένα με τις εμπορικές συναλλαγές της με τις δύο αυτές χώρες.

Σε πρόσφατη επιστολή από την νομοθετική ομάδα του Ευρωκοινοβουλίου προς το αμερικανικό Κογκρέσο γίνεται αναφορά στην επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ, η οποία άρχισε από το 2016, χρονιά που ο Ντόναλντ Τραμπ αναδείχθηκε Πρόεδρος των ΗΠΑ.

Μεταξύ άλλων η επιστολή τονίζει και τα ακόλουθα: «Και οι δύο πλευρές πρέπει να σταματήσουν να υπονομεύουν η μία την άλλη, καθώς αυτό ενισχύει τους παγκόσμιους αντιπάλους τους».

Οι σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ έχουν επιδεινωθεί ιδιαίτερα από την επιβολή δασμών χάλυβα στις εξαγωγές της ΕΕ στις ΗΠΑ, και από την ανακοίνωση του Ν. Τραμπ για περαιτέρω δασμούς στις εισαγωγές ευρωπαϊκών αυτοκινήτων.

Η ΕΕ έχει ανάγκη μιας ενιαίας πολιτικής γραμμής ενόψει αυτών των παγκόσμιων εξελίξεων, και το ερώτημα είναι αν μπορεί να επιτευχθεί η απαραίτητη συναίνεση από τα 27 κράτη που την απαρτίζουν.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μεταξύ των χωρών της Βόρειας και της Νότιας Ευρώπης πάντα υπήρχε ένα χάσμα στις απόψεις για την ακολουθητέα ευρωπαϊκή πολιτική, το οποίο τα τελευταία χρόνια διευρύνθηκε από την οικονομική κρίση που έχει πλήξει την Ελλάδα και την Ιταλία.

Στις θετικές εξελίξεις εντάσσεται η απόφαση της ΕΕ να διαθέσει 100 δισεκατομμύρια ευρώ στην έρευνα και στην καινοτομία κατά την περίοδο 2021-2027 με το πρόγραμμα «Ορίζοντας Ευρώπη», το οποίο προβλέπεται πως θα είναι το πιο φιλόδοξο πρόγραμμα έρευνας και καινοτομίας στην ιστορία της ΕΕ.

Το εν λόγω πρόγραμμα θα διαδεχθεί το ισχύον πρόγραμμα «Ορίζοντας 2020», και αποσκοπεί στο να διατηρήσει την ΕΕ στην παγκόσμια πρωτοπορία στους τομείς της έρευνας και της καινοτομίας.

Το πρόγραμμα αυτό θα λειτουργεί παράλληλα με το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Καινοτομίας και Τεχνολογίας (ΕΙΚΤ), και θα στοχεύει στον εντοπισμό πρωτοποριακών επιχειρήσεων, και στη χρηματοδότηση καινοτομιών υψηλού κινδύνου, αλλά με μεγάλες δυνατότητες δημιουργίας νέων προϊόντων και υπηρεσιών.

Θετικό είναι και το γεγονός ότι οι ηγέτες της ΕΕ πρόσφατα έκαναν ένα σημαντικό βήμα προς την εμβάθυνση της Ευρωζώνης, παρά τις διαφωνίες για το ύψος του προϋπολογισμού της ΕΕ, και το γεγονός ότι δεν συμφώνησαν με την πρόταση της Γαλλίας για τη δημιουργία προϋπολογισμού που θα βοηθάει κράτη-μέλη της Ευρωζώνης για την αντιμετώπιση οικονομικών κρίσεων στο μέλλον.

Μέχρι στιγμής δεν έχουν καθοριστεί οι βασικοί στόχοι, οι πηγές χρηματοδότησης και η διάρκεια του προϋπολογισμού της Ευρωζώνης. Για το ίδιο θέμα και οι ηγέτες των 27 κρατών-μελών της ΕΕ δεν έχουν καταλήξει σε κάποια συμφωνία, και για το λόγο αυτό ζήτησαν από τους Υπουργούς Οικονομικών να υποδείξουν τρόπους υπέρβασης του αδιέξοδου αυτού μέχρι τον Ιούνιο του 2019.

Μια άλλη εκκρεμότητα είναι η εξεύρεση τρόπου για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης. Το 2012 είχε προταθεί η σύσταση μηχανισμού για την από κοινού εγγύηση τραπεζικών καταθέσεων μέχρι το ποσό των 100.000 ευρώ, η οποία θα προστάτευε τις τράπεζες από μαζικές αναλήψεις καταθέσεων, και με τον τρόπο αυτό θα ενίσχυε την χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Έκτοτε καμιά πρόοδος δεν σημειώθηκε στον τομέα αυτόν.

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚH ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είναι η κεντρική τράπεζα των 19 χωρών της Ευρωζώνης που έχουν υιοθετήσει το ευρώ ως το κοινό νόμισμα. Βασικό καθήκον της ΕΚΤ είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών στη ζώνη του ευρώ και, ως εκ τούτου, η διαφύλαξη της αγοραστικής δύναμης του ενιαίου νομίσματος.

Η αθηναϊκή εφημερίδα Το Βήμα, στην έκδοση της 25ης Ιανουαρίου 2019 δημοσίευσε άρθρο με τίτλο: «EKT: Σηκώνει χειρόφρενο η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη», στο οποίο μεταξύ άλλων ανέφερε και τα ακόλουθα:

«Μεγαλύτερη επιβράδυνση της ανάπτυξης της οικονομίας της Ευρωζώνης προβλέπουν οικονομικοί αναλυτές οι οποίοι λαμβάνουν μέρος σε σχετική τριμηνιαία έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, υποστηρίζοντας το μήνυμα που έστειλε η Τράπεζα για επιβράδυνση του ρυθμού απόσυρσης της νομισματικής στήριξης. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι προειδοποίησε χθες ότι η επιβράδυνση της ανάπτυξης της Ευρωζώνης μπορεί να είναι βαθύτερη και μεγαλύτερης διάρκειας από ό,τι αναμενόταν, μια δήλωση που θεωρείται ευρύτερα ότι σηματοδοτεί πως η τράπεζα θα καθυστερήσει την πρώτη αύξηση των επιτοκίων της».

Σύμφωνα με την αθηναϊκή εφημερίδα Η Καθημερινή (12/10/18), τα πρακτικά από τη συνεδρίαση της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο του 2018 δείχνουν τον προβληματισμό των μελών του συμβουλίου της ΕΚΤ για την οικονομική ανάπτυξη της Ευρωζώνης από τις εντάσεις στις εμπορικές σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα, αλλά και με την ΕΕ.
Ενδιαφέρουσες είναι οι απόψεις που εκφράζει ο Αλέξης Παπαχελάς, Διευθυντής της εφημερίδας Η Καθημερινή, σε άρθρο του με τίτλο «Η Ευρώπη χωρίς τις ΗΠΑ», 10/1/19, όπως διαπιστώνουμε από τα ακόλουθα αποσπάσματα:

{…} «Έχει έλθει η ώρα να ενηλικιωθεί –από γεωπολιτικής σκοπιάς– η Ευρώπη. Ο Πρόεδρος Τραμπ τη θεωρεί σχεδόν εχθρική δύναμη και κάνει ό,τι μπορεί για να το δείξει. Η ΕΕ είναι μία μεγάλη παγκόσμια οικονομική δύναμη, αλλά κανείς δεν τη λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν του από πλευράς ισχύος. Δεν διαθέτει κοινό στρατό, σοβαρό μηχανισμό συλλογής και εκτίμησης πληροφοριών, και λαμβάνει αποφάσεις με καθυστέρηση και δυσκολίες.

Η εκλογή του Τραμπ θα μπορούσε να αφυπνίσει την ευρωπαϊκή ηγεσία. Ήδη έχουν αρχίσει συζητήσεις για πρακτικά ζητήματα. Η κοινή παραγωγή οπλικών συστημάτων θα καθιστούσε την Ευρώπη σημαντικό παίκτη και θα της εξασφάλιζε στρατηγικά πλεονεκτήματα. Η έρευνα και η τεχνογνωσία παραγωγής υπάρχουν. Χρειάζεται πολιτική βούληση».

{…} «Ένα άλλο καίριο θέμα είναι η δημιουργία αμιγώς ευρωπαϊκού διατραπεζικού συστήματος συναλλαγών. Σήμερα οι ΗΠΑ μπορούν να μπλοκάρουν ευρωπαϊκές τράπεζες ή επιχειρήσεις, επειδή παραβιάζουν κάποιες κυρώσεις, καθώς οι παγκόσμιες συναλλαγές γίνονται σε δολάρια και ελέγχονται από αμερικανικούς φορείς. Τεχνικά, αυτό δεν είναι δύσκολο να γίνει. Λείπει όμως και εδώ η πολιτική βούληση».

Αναφορικά με την άποψη του Α. Παπαχελά ότι ένα από τα μειονεκτήματα της ΕΕ είναι το γεγονός ότι δεν διαθέτει κοινό στρατό, ενδιαφέρον παρουσιάζει η ακόλουθη εισήγηση του Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ, Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Το Βήμα, 12/9/18:

«Προτείνουμε την περαιτέρω ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Συνοριοφυλάκων και Ακτοφυλακής για την καλύτερη προστασία των εξωτερικών συνόρων με 10.000 συνοριοφύλακες μέχρι το 2020, δήλωσε ο Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ κατά την τελευταία του ομιλία για την κατάσταση της Ένωσης».

Σχολιάζοντας την πρόταση του Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ η εφημερίδα Το Βήμα αναφέρει πως η ΕΕ έχει συμπεριλάβει στον προϋπολογισμό για το 2021-2027 το ποσό των 2,2 δισεκατομμυρίων ευρώ, ώστε να είναι σε θέση όχι μόνο να αποκτήσει, αλλά και να συντηρεί και να εκμεταλλεύεται εναέρια, ναυτικά και χερσαία μέσα για τις επιχειρήσεις της.

Σημαντική είναι και η ακόλουθη άποψη που εξέφρασε ο Πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, για την άμυνα της ΕΕ, όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η Καθημερινή, 30/1/19:

«Θέλουμε μια Ευρώπη ικανή να προστατεύσει τον εαυτό της η ίδια, και για μένα αποτελεί σημαντικό στοιχείο μια ενισχυμένη άμυνα για την Ευρώπη».

Είμαι της γνώμης πως από τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα ότι η ΕΕ διαθέτει τη δομή, και φαίνεται να έχει και την πολιτική βούληση, για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις μελλοντικές προκλήσεις, γεγονός που μακροχρόνια διασφαλίζει και το μέλλον της Ελλάδας, ως ένα από τα 27 κράτη-μέλη, καθότι επιβεβαιώνεται η ρήση «Η ισχύς εν τη ενώσει».