Στητή στο κατώφλι του σπιτιού της, ντυμένη άψογα, με υποδέχεται με ζεστασιά και άνεση. Γνωρίζει ότι θα πρέπει να ξετυλίξει το κουβάρι της ζωής της, να πάει πίσω δέκα δεκαετίες, αλλά δεν βιάζεται.
Αυτό το ταξίδι, φαίνεται, θέλει να είναι όσο γίνεται πιο άνετο και να κρατήσει πολύ.
«Δεν πιστεύω να βιάζεσαι;» ρωτά και προσπαθεί μάλλον να μαντέψει παρά να ακούσει την απάντηση.
Αρχίζει από το σήμερα, περιγράφοντας πόσο ικανοποιημένη είναι από όσα έχει. Τέσσερα παιδιά, έντεκα εγγόνια και δεκαεπτά δισέγγονα. Αυτός είναι ο θησαυρός της, μ’ αφήνει να καταλάβω, πριν πέσει ο φακός στην ίδια, την κυρία Ευαγγελία Κατρή, τη γυναίκα που έχει γεννηθεί, όπως προκύπτει από το βιογραφικό της, να δίνει γενναιόδωρα στον συνάνθρωπο χωρίς να ζητά ή να περιμένει αντάλλαγμα.
Με ρίζες στο Ηράκλειο Κρήτης, φεύγει από κει με τη μητέρα της και τη μεγαλύτερη αδελφή της Γεωργία, για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, σε ηλικία τριάμισι χρόνων. Οι μνήμες που παίρνει μαζί της είναι παιχνίδια με τα μεγαλύτερα παιδιά στις γειτονιές και οι όμορφες σχέσεις των ανθρώπων που ήταν όλοι μια ζεστή αγκαλιά.
Στην Αλεξάνδρεια θα αποφοιτήσει από την Αβερώφειο Σχολή με άριστα.
«Δεν ήταν εύκολα χρόνια γιατί έχασα τη μητέρα μου πολύ νωρίς» ανακαλεί σήμερα.
Ο γάμος της με τον Γιώργο Κατρή, σε ηλικία είκοσι χρόνων, θα τους χαρίσει τέσσερα παιδιά. Τον Νικόλαο, την Άννα, το Χρήστο και τη Μαίρη.
Σ’ ένα ταξίδι που η ίδια κάνει άλματα, αλλά και παλινδρομήσεις, θα θαυμάσω, μεταξύ άλλων, την πνευματική της διαύγεια, την ευελιξία που πάει από το ένα θέμα στο άλλο, τον ιδιαίτερο τρόπο που έχει να ζωντανεύει το χτες. Μιλά με εικόνες ολοκάθαρες, που ανακαλεί άνετα, ενώ θα με πληροφορήσει ότι σήμερα τα βλέπει όλα θαμπά. «Έχω χάσει ένα μεγάλο μέρος της όρασής μου, αλλά κινούμαι άνετα και η ζωή μου συνεχίζεται κανονικά» με πληροφορεί.

Με τη δισέγγονη Μισέλ

Τον καιρό εκείνον τον παλιό με τον σύζυγό της Γεώργιο
ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ 1954
Την φέρνω, όσο πιο διακριτικά γίνεται, στη μετανάστευση της οικογένειας στην Αυστραλία, στη Μελβούρνη συγκεκριμένα, τον Οκτώβρη του 1954.
« Αποβιβαστήκαμε στο Station Pier, 3.30 το πρωί. Στην καρδιά της Άνοιξης, σε μια πόλη κατάφωτη, με ωραία κτίρια και μεγάλους πεντακάθαρους δρόμους. Μου άρεσε πολύ και δεν χόρταινα να κοιτάζω γύρω μου, προσπαθώντας να αποθηκεύσω στη μνήμη μου όσο το δυνατόν περισσότερες εικόνες».
Πρώτος σταθμός, το σπίτι της αδελφής της, Γεωργίας Ρέβη, στο River Street, South Yarra, όπου θα διέμεναν μέχρι να πάνε στο δικό τους, στην ίδια περιοχή.
«Όταν με πήρε ο άντρας μου να μου δείξει το σπίτι που αγόρασε , στην αρχή έπαθα σοκ. Ήταν ξύλινο και στην Αίγυπτο ξύλινα ήταν μόνο τα σπίτια των διακοπών, πάνω στη θάλασσα. Όταν όμως επισκέφθηκα άλλα σπίτια πατριωτών μας αισθάνθηκα προνομιούχα, αρχόντισσα. Ο λόγος ότι την εποχή εκείνη οι Έλληνες νεομετανάστες, έμεναν τρεις και τέσσερις, συχνά, οικογένειες στο ίδιο σπίτι».
H επαφή με τη σκληρή πραγματικότητα, για την ίδια, δεν θ’ αργούσε, εντούτοις, να συμβεί, όταν, πηγαίνοντας για ψώνια, όπως εξιστορεί, διαπίστωσε ότι «όλα ήταν πανάκριβα και τα οικογενειακά έξοδα ήταν αδύνατον να καλυφθούν από έναν μόνο μισθό».
Ακολουθεί η πρόσληψή της σε εργοστάσιο κατασκευής δερμάτινων καθισμάτων αυτοκινήτων, μια απασχόληση ιδιαίτερα δύσκολη και σκληρή, διάρκειας τριών χρόνων.
Ακολουθεί ελαστικό ωράριο σε εργοστάσιο πλεχτών που δίνει την ευχέρεια στην Ευαγγελία Κατρή, από το 1963 να ξεκινήσει την κοινωνική και φιλανθρωπική της δράση.
Ιδρύει τη Φιλόπτωχο στην Αγία Τριάδα του Richmond, διδάσκει ελληνικά στα αυστραλογεννημένα ελληνόπουλα και βοηθά στο πρόγραμμα της Αρχιεπισκοπής για τις Ελληνίδες που έχουν έλθει στην Αυστραλία με τη ΔΕΜΕ.
«Ήταν κοπέλες άβγαλτες, οι περισσότερες από την ύπαιθρο που σε πολλές περιπτώσεις έπεφταν θύματα εκμετάλλευσης. Πρόκειται για ένα μελανό σημείο της περιόδου αυτής. Από την πλευρά μου ήμουν ευαισθητοποιημένη σε θέματα κοινωνικής βοήθειας γιατί πέρασα η ίδια πολύ δύσκολα. Έχασα τον πατέρα μου όταν ήμουν εννιά μηνών και τη μητέρα μου εννιά χρόνων. Ήξερα τι θα πει να προσπαθείς να επιβιώσεις κάτω από σκληρές συνθήκες».
Στη συνέχεια, αναφέρει ότι άρχισε να χτυπά πόρτες προκειμένου να βοηθήσει νεομετανάστες που ήταν ακατατόπιστοι και δεν ήξεραν που να απευθυνθούν.
«Πολλοί ήταν άνεργοι, άλλοι τραυματισμένοι, οικογενειάρχες άρρωστοι από ατυχήματα στο χώρο εργασίας, φοβερές καταστάσεις, σε μια χώρα που, υποτίθεται ότι είχαν έλθει για μια καλύτερη ζωή».
Τη δεκαετία του ’80 βρίσκουμε την Ευαγγελία Κατρή εθελόντρια στη «Φροντίδα».
Αργότερα υπεύθυνη στην Ελληνική Γραμμή Βοηθείας, σύμβουλο επικεφαλής 40 συμβούλων που έχουν εκπαιδευτεί από ψυχολόγους όπως την γνωστή ψυχολόγο Ελένη Καλαμπούκα, με την οποία έχει στενά συνεργαστεί επί σειρά ετών.
« Ήταν η ψυχή του προγράμματος αυτού, μια γυναίκα δυναμική με μεγάλη αγάπη για τον άνθρωπο, χαρισματική που εκπέμπει μια απαράμιλλη ακτινοβολία μέχρι σήμερα» λέει η Ελένη Καλαμπούκα, που διατηρεί μια στενή φιλία μαζί της όλα αυτά τα χρόνια.
Προσωπικά, τη γνώρισα στην Ελληνική Ραδιοφωνία Αυστραλίας, τη δεκαετία του ’90 με διευθυντή τον Νικ Άντον και υποδιευθύντρια την ίδια, να διευθύνει στην ουσία τα πάντα και να έχει και τη δική της εκπομπή, γεμάτη ζωή, χρώμα και ενδιαφέρον πάντοτε.
Σήμερα, κάθε Τετάρτη 11 – 12, στο Telelink, παρουσιάζει ειδικό πρόγραμμα για τους τυφλούς. Είναι κάτι που κάνει ανελλιπώς τα τελευταία 15 χρόνια.
Για τη φιλανθρωπική της δράση έχει στην κατοχή της πάνω από 10 βραβεία, αλλά η σεμνότητά της δεν της επιτρέπει να μιλά γι’ αυτά.
«Έχω διδάξει και έχω διδαχτεί», λέει απλά. «Δεν μετανιώνω για τίποτε γιατί είχα πάντα οδηγό τη συνείδησή μου με την οποία δεν συγκρούστηκα ποτέ. Οι σχέσεις μου, ανέκαθεν, από τότε που θυμάμαι τον κόσμο, ήταν άριστες μαζί της. Δεν είχα ποτέ εσωτερικές συγκρούσεις.
Επίσης, υπήρξα πάντα λιτοδίαιτη και ολιγαρκής, καταλήγει, δίνοντας απάντηση στο ερώτημα «πώς μπορεί κανείς να φτάσει στα χρόνια της»;
Η ΠΑΡΟΙΚΙΑ
Είπαμε πολλά, όλο αυτό το απόγεμα που ήμασταν μαζί, η συζήτηση όμως σίγουρα δεν θα ήταν ολοκληρωμένη αν δεν είχα τις απόψεις της για την παροικία σήμερα.
«Χαίρομαι που μου δίνεις αυτή την ευκαιρία» λέει αυθόρμητα.
«Την ελληνική παροικία, την έχω ζήσει από πολύ κοντά και σίγουρα νοιώθω να είμαι ένα κομμάτι της. Αισθάνομαι απεριόριστο θαυμασμό για όλους αυτούς τους Έλληνες μετανάστες, όχι μόνο της μελβουρνιώτικης παροικίας, αλλά όλης της Αυστραλίας, πού ήλθαν εδώ χωρίς εφόδια, χρωστώντας ακόμη και αυτά τα ναύλα τους, με μοναδικό εφόδιο τη δίψα να δημιουργηθούν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, στην πλειονότητά τους, τα κατάφεραν. Έκαναν περιουσίες, σπούδασαν τα παιδιά τους, ανέβηκαν κοινωνικά και οικονομικά. Δυστυχώς, όμως, δεν επέτυχαν, όχι τουλάχιστον στον βαθμό που θα έπρεπε, συλλογικά. Να δημιουργήσουν μεγάλα έργα που θα ανέβαζαν το ελληνικό όνομα στο ύψος που του αξίζει.
Ο λόγος, ότι η πρώτη γενιά, αυτοί οι άνθρωποι που επέτυχαν θαύματα σε προσωπικό επίπεδο, δεν εμπιστεύθηκαν τους νεότερους, και εδώ μιλώ για την οργανωμένη παροικία, να τους δώσουν έγκαιρα τη σκυτάλη.
Επίσης ποτέ δεν τους ενέπνευσε η ιδέα να ενώσουν τις δυνάμεις τους, προκειμένου να κάνουν κάτι εντυπωσιακό όλοι μαζί.
Αυτό, με λυπεί ιδιαίτερα γιατί η πρώτη γενιά συρρικνώνεται και οι νεότερες γενιές δεν ξέρω αν θα θελήσουν να λειτουργήσουν συλλογικά. Βέβαια ποτέ δεν είναι αργά και ελπίζω να γίνει κάτι εντός των ημερών μας!» καταλήγει μ’ ένα χαμόγελο που αποπνέει αισιοδοξία.