Επέστρεφε ΠΑΝΤΑ. Γιατί οι ξενιτεμένοι ποτέ δεν λησμονούν τον τόπο τους…

«Το χωριό μας, τον τόπο μας, θα τον αναζητάμε πάντα και θα μετράμε αντίστροφα για να επιτρέφουμε σε αυτό ίσως γιατί εκεί τελικά να θυμόμαστε ποιοι πραγματικά είμαστε. Ίσως εκεί να γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι» λέει η νεοφερμένη Ελένη Νικολούδη

Παραθαλάσσιο ή μη, ορεινό, ή πεδινό, γραφικό ή άγονο, για κάθε μετανάστη δεν υπάρχει άλλο μέρος πιο μαγικό, πιο αγνό και πιο φιλόξενο από το ίδιο του το χωριό.
«Επέστρεφε πάντα» λέει ο ποιητής.

Πρόσωπα, μνήμες, μυρωδιές, ήχοι και αισθήσεις, όλα ένα συνονθύλευμα που δεν αφήνει τον ξενιτεμένο να ηρεμήσει, να ξεχάσει, να απομακρυνθεί, να κόψει τον ομφάλιο λώρο.

Ο μετανάστης πάντα μετρά αντίστροφα.

Πάντα η ζωή του χωρίζεται στο πριν και το μετά. Ένα πριν που τον κάνει πάντα, αργά ή γρήγορα, να επιθυμεί διακαώς να επιστρέψει στο πιο γλυκό κομμάτι της ζωής του.
Στην φουρτουνιασμένη θάλασσα.

Στις μυρωδιές από τα βουνά, στην αγνή ατίθαση φύση, στην παλιά του γειτονιά, στο ηλιοβασίλεμα, στον καθαρό αέρα

.
Ο μετανάστης δεν λησμονεί.

Πάντα θυμάται τον αποχωρισμό με δάκρυα στα μάτια.
Αναζητά τον τόπο του με την ίδια δίψα που ο τόπος του αναζητά τον ίδιο.

«Γύρνα πίσω», του φωνάζει μέσα από την ανάμνηση ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος.
Η έλξη είναι μοιραία. Και αέναη. Η σύγκριση με την ξενιτιά εκ προοιμίου άνιση.
Το μέρος που μεγαλώσαμε είναι και θα είναι πάντα το αγαπημένο μας.

Ίσως γιατί εκεί έζησαν κάποτε άνθρωποι που αγαπήσαμε πολύ. Και βαθιά.
Ίσως γιατί εκεί ζήσαμε όμορφες και άσχημες στιγμές που μας έκαναν αυτό που τελικά είμαστε σήμερα.
Ίσως γιατί οι μνήμες του τότε, παρηγορούν τη σκληρή πραγματικότητα του σήμερα. Τον καημό της ξενιτιάς που μας γρατζουνάει την ψυχή και τις επίμονες ηλιαχτίδες της μνήμης που προσπαθούν να ξεγελάσουν τη λήθη. Έστω και προσωρινά.

«Για μένα η επιστροφή στο χωριό είναι βάλσαμο στη ψυχή» λέει η 49χρονη ομογενής Ελένη Νικολούδη, η οποία πριν από περίπου εννέα χρόνια, μαζί με τον σύζυγό της Παναγιώτη Τσομπανούδη πήρε τη μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψει τον τόπο της, την Σκούταρη Σερρών, μια μικρή κωμόπολη με πάνω από 2000 κατοίκους και να εγκατασταθεί στην Αυστραλία για να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον και περισσότερες ευκαιρίες για τα δύο παιδιά της, τον Σωτήρη και την Άννα.

Η Ελένη έφηβη στο χωριό της

«Αγαπώ την Αυστραλία, αλλά τον τόπο μου, το χωριό μου, το κουβαλάω μαζί μου και αυτό με κάνει καλύτερο άνθρωπο γιατί μαζί με αυτόν θυμάμαι το παρελθόν, την ξεγνοιασιά και τις νοσταλγικές στιγμές των παιδικών μου χρόνων, τους ανοικτούς και φιλόξενους συγχωριανούς μου, τις αξίες και τις παραδόσεις με τις οποίες μεγάλωσα, νουθετήθηκα και προσπαθώ με υπευθυνότητα και ταπεινότητα να περάσω στα παιδιά μου», λέει η κ. Ελένη η οποία θυμάται πως πίσω στο χωριό κάθε πρωί όταν πλέον ήταν έτοιμη να ξεκινήσει την ημέρα της και έφευγε από το σπίτι της έφτανε να χαρίζει απλόχερα και ειλικρινά γύρω στις 20 καλημέρες πριν φτάσει στον τελικό προορισμό της.

Όσους τόπους κι αν γνωρίσεις, όσα μέρη κι αν ανακαλύψεις, όσους ανθρώπους κι αν συναντήσεις, πάντα τον τόπο σου θα αγαπάς και θα έρχονται στιγμές που θα θες να «μαζέψεις τα μπογαλάκια σου» και να γυρίσεις πίσω.

Άλλωστε, τώρα είναι άνοιξη στο χωριό. Θα έχουν ανθίσει και αυτές οι υπέροχες αμυγδαλιές για να μη πω και οι παπαρούνες που στέκουν περήφανες και περιμένουν ένα χάδι.

Η κ. Ελένη, όπως και τόσοι ακόμα ομογενείς, εξακολουθεί και μιλάει καθημερινά με την αδελφή της για να μάθει τα νέα της γειτονιάς και του τόπου της.
«Χαίρομαι να ακούω για τους συγχωριανούς μου, χαίρομαι με τη χαρά τους και λυπάμαι με τη λύπη τους και έτσι συνειδητοποιώ πως παρά το ότι είμαι τόσα μίλια μακριά, ο τόπος μου είναι ένα κομμάτι της ζωής μου που θέλω για πάντα να κρατήσω ζωντανό».

Το μικρό χωριουδάκι που δεν υπάρχει καν στον χάρτη, πάντα θα το αποχωρίζεσαι με δάκρυα, και εκείνο θα είναι πάντα εκεί να σε περιμένει.
Με την ελπίδα πως ίσως την επόμενη φορά προλάβει να σε χορτάσει.

Πάντα θα μετράμε το χρόνο αντίστροφα για να γυρίσουμε σε αυτό.
Μπορεί φέτος τα Χριστούγεννα, ή μήπως καλύτερα το Πάσχα; Ή μήπως να περιμένουμε για του χρόνου το καλοκαίρι;

Η κ. Ελένη με φίλες και συγγενείς της σε πρόσφατο ταξίδι της

«Προσπαθώ, αν και είναι δύσκολο, να πηγαίνω πίσω στο χωριό όσο πιο συχνά μπορώ. Εκεί είναι όλοι οι δικοί μου άνθρωποι, εκεί θα βρω τους πολυαγαπημένους μου συμμαθητές, γείτονες και φίλους, εκεί θα νιώσω πάλι ο εαυτός μου, εκεί θα μπορέσω να επισκεφθώ τον τάφο των γονιών μου, τους οποίους έχασα πριν πολλά χρόνια, τους αγαπημένους μου θείους, θείες, ξαδέλφια και συγχωριανούς.

«Θυμάμαι τα παλιά, το πώς μεγαλώσαμε εκείνα τα χρόνια. Θυμάμαι το πρωινό ξύπνημα, τη μυρωδιά από το φρέσκο ψωμί στο φούρνο της γειτόνισσας, το άρωμα των λουλουδιών και των δέντρων, τους μεγαλύτερους να παίζουν τάβλι στα καφενεία, τις παιδικές φωνές των φίλων μου στην πλατεία», λέει η κ. Ελένη.
Για κανέναν μετανάστη δεν είναι εύκολη η ξενιτιά. Όσο καλά και να του φερθεί η δεύτερη πατρίδα, εκείνος πάντα θέλει να γυρίσει πίσω, στον τόπο του, στην ξεγνοιασιά των παιδικών του χρόνων.

Λες και είναι «δουλειά», για να μη πω χρέος του κάθε μετανάστη, η ελπίδα της επιστροφής.
Πότε η ζωή θα ξαναγίνει ένα παιχνίδι; Πότε η ζωή θα πάρει και πάλι το δρόμο της χαράς;

«Δουλειά» του χρόνου αντίστοιχα, να μας βοηθήσει μέσα από τις αναμνήσεις, να πάμε παρακάτω.

Κι αν είσαι από εκείνους τους τυχερούς και καταφέρεις να γυρίσεις, μην ξεγελιέσαι. Είναι μονάχα για λίγο. Για να χορτάσεις λίγο αέρα, για να γευθείς την αγάπη των δικών σου, για να ξεκλέψεις μια ακόμα γλυκιά ανάμνηση, μια τρυφερή αγκαλιά και να νιώσεις και πάλι πως υπάρχεις.

Κι έπειτα γεμάτος χαρμολύπη να γυρίσεις και πάλι πίσω. Πίσω στην όμορφη αλλά μελαγχολική ξενιτιά που πάντα σε περιμένει και που – μεταξύ μας- τί φταίει και εκείνη που δεν έχει και πολλά να σου θυμίσει.

Επέστρεφε πάντα. Εκεί που πραγματικά υπήρξες.