Αναζητώντας τις ρίζες μου

Η συγκλονιστική ιστορία του Έλληνα που εγκαταλείφθηκε ως βρέφος στα σκαλοπάτια ενός σπιτιού στη δεκαετία του '50, τα πέτρινα χρόνια στα ξένα χέρια και η εξέταση DNA που τον οδήγησε στα χνάρια της βιολογικής του οικογένειας

«Γεννήθηκα στην Ελλάδα το 1953 και εγκαταλείφθηκα στο κεφαλόσκαλο ενός σπιτιού στην περιοχή Ζωγράφου στην Αθήνα, τυλιγμένος σε μια κουβέρτα και με ένα σημείωμα που έγραφε «είναι αβάπτιστο». Αμέσως ειδοποιήθηκε η αστυνομία. Το 2000 ταξίδεψα μαζί με τη γυναίκα μου στην Ελλάδα, όπου και συναντήθηκα με τη γυναίκα που με βρήκε τότε».

Ο Ιωάννης Καλός, 65 ετών , είναι ένας από τα χιλιάδες παιδιά που γέμιζαν τα ορφανοτροφεία της Ελλάδας τη δεκαετία του ’50.

Ήταν αμέσως μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, με τη φτώχεια και την εξαθλίωση να μαστίζουν την τότε ελληνική κοινωνία που δεν είχε χώρο για ανύπαντρες μητέρες και τα παιδιά τους.

Ο Ιωάννης πέρασε τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής του στο Δημόσιο Ορφανοτροφείο Αθηνών. Τότε, ένα ζευγάρι από το Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης, τον υιοθέτησαν μαζί με ένα ακόμη κοριτσάκι δύο ετών με το οποίο ο Ιωάννης δεν είχε καμία συγγένεια.

Ο θετός του πατέρας ήταν Αμερικανός γερμανοεβραϊκής καταγωγής και η μητέρα του Αμερικανίδα ιρλανδικής καταγωγής. Η υιοθεσία αυτή έμελλε να είναι η απαρχή μιας ατελείωτης σειράς τραυματικών εμπειριών για τον Ιωάννη.

«Θυμάμαι να είμαι μέσα στο αεροπλάνο και να κοιτάζω έξω από το παράθυρο και να λέω στον διπλανό μου: «Θεέ μου, θα τελειώσει ποτέ αυτό το νερό;»
Αλλά, δυστυχώς, στο τέλος αυτού του μακρινού και επίπονου ταξιδιού τίποτα καλό δεν περίμενε τον μικρό Ιωάννη.

Οι θετή του μητέρα γύρω στα 30 και ο θετός του πατέρας στα 51 του χρόνια είχαν προσπαθήσει πολύ για να αποκτήσουν ένα δικό τους παιδί, χωρίς επιτυχία. Έτσι, αντί για το μωρό των ονείρων τους ξέμειναν με τον Ιωάννη, τον οποίο, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, απέρριπταν με τον τρόπο τους καθημερινά.

Όπως μπορείτε να φανταστείτε οι συνθήκες υιοθεσίας στην Ελλάδα εκείνη την εποχή δεν είχαν καμιά σχέση με τα προβλεπόμενα σήμερα. Ούτε έλεγχοι, ούτε προϋποθέσεις, ενώ τις περισσότερες φορές οι υποψήφιοι γονείς ούτε καν είχαν δει το παιδί που επρόκειτο να υιοθετήσουν. Όλα γίνονταν μέσω τρίτων. Η διαδικασία αυτή με την οποία υιοθετήθηκαν και ο Ιωάννης με την αδερφή του ήταν γνωστή ως «τυφλή υιοθεσία».

«Πλήρωσαν πάρα πολλά λεφτά για να αποκτήσουν εμένα και την αδερφή μου», λέει. Αλλά αυτό το κόστος δεν πλησιάζει καν το κόστος «της απαίσιας ζωής» που, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, έζησε ο ίδιος, μιας ζωής που, όπως λέει χαρακτηριστικά, «δεν θα την ευχόταν ούτε στο χειρότερο εχθρό του».

«Με κακομεταχειρίζονταν… με χτυπούσαν καθημερινά. Με βασάνιζαν κυριολεκτικά. Με αυτά που πέρασα, είμαι τυχερός και που είμαι ζωντανός. Συνήθιζαν να με γδύνουν, να με βγάζουν έξω και να με χτυπούν. Με έβαζαν σε ένα λάστιχο και με έδεναν με αλυσίδα στα δέντρα. Με κλείδωναν στην κρεβατοκάμαρά μου και δεν μπορούσα να βγω έξω. Με άφηναν μόνο να πάω στην τουαλέτα και μετά με ξανακλείδωναν μέσα».

Ο Ιωάννης στο σπίτι του θείου του με θέα το χωριό του πατέρα του, την Καστανιά

ΕΞΑΦΑΝΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ
Σε μια συγκλονιστική κατάθεση ψυχής ο Ιωάννης, θυμάται ότι το πρώτο πράγμα που επιχείρησαν να κάνουν ήταν να εξαφανίσουν κάθε ελληνικό στοιχείο, όχι μόνο από την ταυτότητά του αλλά και από την προσωπικότητά του. Ήταν πολύ σκληρό.

«Μιλούσα ελληνικά γιατί αυτή ήταν η μητρική μου γλώσσα και δεν είχα μεταφραστή. Κάθε φορά που μιλούσα ελληνικά έτρωγα ξύλο μέχρι που υπέκυψα και άρχισα να ξεχνώ, όχι μόνο τη γλώσσα αλλά και κάθε τι ελληνικό. Αυτό που ήθελαν από μένα ήταν να ξεχάσω ποιος ήμουν μέχρι τα πέντε μου χρόνια και να γίνω σαν κι αυτούς, κάτι που μού ήταν αδύνατον. Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό σε ένα πεντάχρονο – είναι μια ανθρώπινη ύπαρξη με το δικό του μυαλό και τη δική του προσωπικότητα» λέει.

Στα δεκατέσσερα, οι θετοί του γονείς τον έκλεισαν σε ένα ψυχιατρείο για αγόρια με αποκλίνουσα συμπεριφορά. Κατά την παραμονή του εκεί, υποβλήθηκε σε μια σειρά ψυχολογικών τεστ τα οποία απέδειξαν αυτό που ο ίδιος ήξερε μέσα του από πάντα.

«Σπάζοντας τους κανόνες δεοντολογίας του ιδρύματος μου είπαν…«Εσύ δεν έχεις τίποτα, αλλά κάτι δεν πάει καλά με τους γονείς σου… Αυτό το μέρος δεν είναι αυτό που χρειάζεσαι. Αυτό που χρειάζεσαι είναι ένα σπιτικό με γονείς που θα σε αγαπούν πραγματικά». Κι αυτό ήταν ό,τι πιο σοφό θα μπορούσε να μου πει ο ψυχίατρος, αφού μετά από αυτό το έσκασα».

Πράγματι ο Ιωάννης, μετά από τρεις απόπειρες κατάφερε να το σκάσει από το Μπινγκχάμτον και να φτάσει τελικά στη Νέα Υόρκη, 500 χιλιόμετρα μακριά. Αμέσως μετά τον συνέλαβε η τοπική αστυνομία, που τον οδήγησε στο αναμορφωτήριο και ειδοποίησε τους θετούς γονείς του. Την τελευταία φορά που τους είδε ο Ιωάννης ήταν όταν κλήθηκαν να παραστούν σε ένα οικογενειακό δικαστήριο.

«Θυμάμαι το δικαστή να τους ρωτάει: «Θέλετε πραγματικά αυτό το παιδί;» Κι αυτοί απάντησαν με μια φωνή στο δικαστή: «Όχι, δεν τον θέλουμε πια».
Χρόνια μετά, όταν ο Ιωάννης ήταν πια παντρεμένος, η γυναίκα του προσπάθησε να επικοινωνήσει με τη θετή του μητέρα, η οποία με απίστευτη ψυχρότητα της αποκάλυψε «Την επόμενη μέρα από την άφιξή του Ιωάννη από την Ελλάδα, συνειδητοποίησα ότι είχαμε κάνει λάθος» και είπε επίσης στη γυναίκα μου πως δεν μπορούσε να δεθεί μαζί μου. Ήταν απίστευτο», θυμάται ο ίδιος.

Μετά από το δικαστήριο, ο Ιωάννης τέθηκε υπό την προστασία της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Για τα επόμενα δύο χρόνια θα μπαινοβγαίνει σε ανάδοχα σπίτια μέχρι τα δεκάξι του οπότε και αποφασίζει να πάρει τη ζωή του στα χέρια του.

Το μόνο που γνώριζε για την ταυτότητά του ήταν ότι ήταν Έλληνας. Οι θετοί του γονείς δεν είχαν προχωρήσει τις διαδικασίες για να αποκτήσει την αμερικανική ιθαγένεια, οπότε θεωρείται «ξένος» στις Ηνωμένες Πολιτείες χωρίς κανένα επίσημο έγγραφο. Φυσικά εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα για να ερευνήσει το παρελθόν του, οπότε χωρίς να χάσει καιρό άρχισε να χτυπά πόρτες και να τηλεφωνεί σε όποιον πίστευε πως μπορούσε να του δώσει κάποια χρήσιμη πληροφορία, δυστυχώς χωρίς καμιά επιτυχία.

Έτσι, μη βλέποντας να έχει κάποιο μέλλον στην Αμερική και με την επιθυμία να φύγει όσο πιο μακριά γίνεται από τις τραυματικές του μνήμες, ο Ιωάννης στα είκοσί του αποφασίζει να μετοικήσει στον Καναδά.

Ο Ιωάννης σε οικογενειακό τραπέζι στο χωριό του, την Καστανιά

ΜΙΑ ΝΕΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Ένα χρόνο μετά, στα είκοσι ένα του χρόνια, κι ενώ εξακολουθεί να αναζητά την ταυτότητά του λαμβάνει το πρώτο θετικό σημάδι. Ήταν η απάντηση της αμερικανικής κυβέρνησης σε σχετική επιστολή του, η οποία περιείχε τη ληξιαρχική πράξη βαπτίσεώς του από την Ελλάδα.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν γνωστός με το όνομα William Anthony Schwarz – ένα όνομα με το οποίο , όπως ισχυρίζεται, ποτέ δεν αισθάνθηκε άνετα.

«Μπορείτε να με φανταστείτε, έναν Έλληνα να λέγεται Schwarz; Το μισούσα ατό το όνομα! Έτσι το πρώτο βήμα ήταν το όνομα. Νάτο, εδώ μπροστά μου. Είχα βαπτιστεί μέσα στο ορφανοτροφείο».

Τα νέα από τη μια τον ενθουσίασαν και από την άλλη τον αναστάτωσαν, παραδέχεται ο ίδιος.

Έχοντας βιώσει την απόρριψη δυο φορές ως τώρα στη ζωή του, μια όταν γεννήθηκε και μια από τους θετούς γονείς του, ο Ιωάννης παραδέχεται ότι η παιδική του ηλικία τον είχε εξουθενώσει ψυχικά κι αυτό ήταν κάτι που το κουβαλούσε και στην ενηλικίωσή του.

«Συνήθιζα να βασανίζω διαρκώς τον εαυτό μου με το ερώτημα: «Μήπως έκανα κάτι εγώ». Μα η απάντηση ήταν πάντα «Όχι, εσύ ήσουν ένα παιδί. Τι θα μπορούσε να έχει κάνει ένα πεντάχρονο παιδάκι;»

«Έτσι άρχισε σιγά – σιγά να εξηγείται η προσπάθειά μου να ευχαριστήσω τους ανθρώπους γύρω μου, να κάνω ό,τι μπορώ γι΄ αυτούς, ακριβώς έτσι όπως έκανα και για τους θετούς γονείς μου, αλλά δυστυχώς ποτέ δεν πετύχαινε με αυτούς».

Η ληξιαρχική πράξη βάπτισης που κρατούσα στα χέρια μου γεννούσε πολλά ερωτήματα. Πόσες πληροφορίες του έκρυβαν οι θετοί γονείς του όλα αυτά τα χρόνια; Ενδεχομένως κάποια κρίσιμα στοιχεία σχετικά με την ταυτότητά του που θα μπορούσαν να συμπληρώσουν πολλά από τα κομμάτια του παζλ της ζωής του.
Εκείνη την εποχή ο Ιωάννης δεν μπορούσε ακόμα να τους αντιμετωπίσει, παραδεχόμενος ότι ήταν τόσο βαθύ το ψυχικό τραύμα που του άφησαν ώστε «τους μισούσε θανάσιμα», και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που συχνά ονειρευόταν να τους σκοτώνει.

«Αισθάνομαι άσχημα που ένιωθα έτσι, αλλά με έπνιγε η οργή για τα δεινά που είχα περάσει στα χέρια τους. Ήταν ένα ψυχικό βασανιστήριο. Το μόνο που μου έλεγαν ήταν: «Δεν κάνεις για τίποτα. Δεν αξίζεις. Δεν εκτιμάς τίποτα. Είσαι ένα τίποτα». Κι όταν αυτό το επαναλαμβάνεις διαρκώς σε ένα παιδί δεν μπορεί παρά να του καταστρέψεις την ψυχή του. Έτσι είχα μια άγρια εφηβεία, αλλά ευτυχώς κατάφερα να επαναφέρω τον εαυτό μου μόνος μου στον ίσιο δρόμο και μάλιστα, σε κάποια φάση, κατάφερα να τους συγχωρήσω».

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ
Με το όνομά του μόνο στα χέρια, ο Ιωάννης ξεκίνησε να αναζητά την υπόλοιπη ιστορία του.
Εκτός από το όνομά του, η ληξιαρχική πράξη γέννησης περιείχε και τη διεύθυνση του σπιτιού στο οποίο βρέθηκε ως βρέφος.
Έτσι, το 2000, σε ηλικία 47 ετών, ο Ιωάννης επέστρεψε για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Πρώτη στάση, μαζί με τη σύζυγό του και έναν διερμηνέα, ήταν το κεφαλόσκαλο της γυναίκας που τον βρήκε, όταν ήταν μόλις δύο εβδομάδων.
Η 80χρονη πλέον γυναίκα, επιφυλακτική στην αρχή, δεν άφηνε τους αγνώστους να περάσουν την πόρτα της. Μόλις, όμως, συνειδητοποίησε ποιος ήταν ο Ιωάννης, τους υποδέχτηκε εγκάρδια και δέχτηκε να τους μιλήσει.

«Είπε στο διερμηνέα ότι αρχικά άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα και όταν την άνοιξε αντίκρισε ένα μωρό τυλιγμένο σε μια κουβέρτα με το σημείωμα «Είναι αβάπτιστο». Μου είπε «είχα ήδη δυο παιδιά – δυο γιους και δεν μπορούσα να σε κρατήσω». Έτσι, κάλεσε την αστυνομία και με πήγαν στο ορφανοτροφείο της περιοχής».

Μετά από αυτές τις πληροφορίες η ανάγκη του Ιωάννη για περισσότερες απαντήσεις πυροδοτήθηκε εκ νέου αλλά δυστυχώς χωρίς ανταπόκριση.

Ο Ιωάννης με τις θείες και τα ξαδέρφια του στο χωριό Μέλισσα

ΟΡΦΑΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΑΝΑΖΗΤΟΥΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Το 2016, ο Ιωάννης αποφάσισε να ξεκινήσει μια ομάδα στο Facebook με την ονομασία Ορφανά από την Ελλάδα Αναζητούν Απαντήσεις, Greek Orphans Seeking Answers (GOSA), με σκοπό να φέρει σε επαφή άλλα άτομα που είχαν κοινά βιώματα με αυτόν.

«Η ομάδα όλο και μεγάλωνε και παρατήρησα ότι πολλά από τα μέλη της είχαν καταφύγει σε εξέταση DNA. Μερικοί άρχισαν να με συμβουλεύουν: «Ιωάννη, η μόνη σου ελπίδα για να βρεις τελικά τις ρίζες σου είναι το DNA», θυμάται ο ίδιος.

Όμως δεν ήταν εύκολο να πειστεί. Τι θα μπορούσε να αποκαλύψει μια εξέταση DNA; Ότι ήταν Έλληνας; Μα αυτό το γνώριζε ήδη. Επιπλέον, η έρευνα DNA στην Ελλάδα δεν ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη, όπως σε άλλες χώρες και με μηδενική βάση δεδομένων, ένοιωθε ότι δεν είχε νόημα να το κάνει.

Η μόνη του ελπίδα ήταν κάποιος από τους εξ αίματος συγγενείς του να είχε ζήσει στο εξωτερικό –πολύ πιθανό δεδομένου του εύρους της ελληνικής διασποράς– και να είχε δώσει το DNA του για εξέταση.

«Έτσι, τελικά με έπεισαν» λέει γελώντας.
Πήρε την απόφαση, ξεκίνησε τη διαδικασία και στις 3 Φεβρουαρίου του 2018 η ζωή του άλλαξε για πάντα.
«Αμέσως διαπίστωσα ότι είχα ταυτοποιηθεί με τέσσερα τρίτα ξαδέρφια. Έστειλα κατευθείαν μήνυμα στην πρώτη στη λίστα».

Μέσα σε τέσσερις μόνο ώρες, ο Ιωάννης έλαβε απάντηση. Όχι μόνο είχε μια ξαδέρφη, αλλά ζούσαν και οι δύο στη Μεγάλη Βρετανία, εκείνη στο Μπρίστολ στην Αγγλία και ο Ιωάννης στη Βόρεια Ιρλανδία όπου διέμενε τα τελευταία 16 χρόνια.

Από εκείνη τη στιγμή έγιναν φίλοι στο Facebook και άρχισαν να ανταλλάσσουν φωτογραφίες οι οποίες αποκάλυψαν μια εκπληκτική ομοιότητα μεταξύ των μελών των δύο οικογενειών.

«Μόλις με είδε, είπε: «Θεέ μου, είναι ίδιος ο θείος Γιώργος!», ο ξάδερφος της μητέρας της», λέει ο Ιωάννης. «Η αδερφή της προσέχει τη μητέρα της στην Αθήνα, έτσι της έστειλε τη φωτογραφία μου μέσω διαδικτύου και της είπε: «δείξε αυτή τη φωτογραφία στη μαμά χωρίς να της πεις τίποτα και παρατήρησε την αντίδρασή της». Το έκανε και το πρώτο πράγμα που είπε η θεία μου η Σοφία ήταν «Ο ξάδερφός μου ο Γιώργος. Τι κάνει;» Έτσι μου έγραψε λέγοντάς μου: «Ιωάννη, σχετιζόμαστε από τη μεριά της μητέρας μου».

«Τελικά κανονίσαμε να επικοινωνήσουμε μέσω Skype με τον Γιώργο», του οποίου η γυναίκα, όπως λέει ο Ιωάννης χαρακτηριστικά , «σχεδόν λιποθύμησε!».

«Είμαι ίδιος ο θείος ο Γιώργος και ξέρω πώς θα φαίνομαι στα 86 μου. Είναι ο αδερφός του πατέρα μου! Κι έκλαψε. Έσπασε γιατί φύλαγε αυτό το μυστικό για χρόνια, ακόμα και μετά το θάνατο του πατέρα μου. Ο αδερφός του, ο πατέρας μου δηλαδή, πήγε μια μέρα και του είπε: «Άφησα μια κοπέλα έγκυο». Εκείνο τον καιρό ο πατέρας μου επεδίωκε να εργαστεί ως δημόσιος υπάλληλος στην Αθήνα, οπότε ήταν αδιανόητο ένας επίδοξος δημόσιος υπάλληλος να αφήσει μια κοπέλα έγκυο. Θα έχανε τη δουλειά. Έτσι εγώ θυσιάστηκα προς χάριν της καριέρας του».

Στη συνέχεια ο Ιωάννης ανακάλυψε ότι ο πατέρας του έφτασε να γίνει Υπαρχηγός της Πυροσβεστικής Ελλάδας. Αλλά δεν ήταν αυτή η πιο σημαντική ανακάλυψη που έκανε.

ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ
Ο Ιωάννης πληροφορήθηκε από τον θείο του ότι ο πατέρας του παντρεύτηκε το 1969 και την επόμενη χρονιά απέκτησε μια κόρη.
Η προοπτική μιας αδερφής ήταν κάτι που δεν χώραγε ο νους του Ιωάννη. Ποτέ δεν το φανταζόταν ότι το DNA που τόσο είχε αμφισβητήσει θα του αποκάλυπτε τόσο σημαντικές πληροφορίες.

Το επόμενο βήμα ήταν να επιβεβαιώσει αυτές τις πληροφορίες. Ο θείος Γιώργος δέχτηκε να υποβληθεί σε τεστ DNA, το οποίο απορρίφθηκε από την Ancestry, επειδή δεν ακολουθήθηκαν σωστά οι οδηγίες.

Τότε ο Ιωάννης αποφάσισε να ζητήσει απευθείας από την κόρη του πατέρα του να κάνει το τεστ.
«Συμφώνησε να το κάνει και στις 6 Ιουνίου ήρθαν τα αποτελέσματα που με έκαναν να πετάξω από τη χαρά μου» θυμάται ο Ιωάννης χαμογελώντας.

«Ακόμα το θυμάμαι. Δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα. Της έστειλα μήνυμα και της έγραψα: «Μάντεψε. Είσαι η αδερφή μου!» δεν το πίστευε. Πήρε πολύ χρόνο για να τη πείσω» παραδέχεται ο Ιωάννης.

«Το DNA δεν είναι πολύ διαδεδομένο στην Ελλάδα. Οι Έλληνες γνωρίζουν τα μέλη της οικογένειάς τους και απορρίπτουν τον έλεγχο που γίνεται μέσω του DNA, εκτός κι αν πρόκειται για πιστοποίηση πατρότητας. Δεν το καταλαβαίνουν και γι’ αυτό το χλευάζουν. Μόλις πρόσφατα άρχισε να διαφημίζεται το My Heritage στην Ελλάδα, κάτι που αποτελεί ένα μεγάλο βήμα μπροστά».

Προκειμένου να ηρεμήσει την αδερφή του υποβλήθηκε εκ νέου σε τεστ DNA, μόνο που αυτή τη φορά τα δείγματα θα τα επεξεργαζόταν μια ελληνική εταιρία. Τα αποτελέσματα και αυτή τη φορά ήταν τα ίδια.

Η αδερφή του συμφώνησε να τον συναντήσει τελικά κι έτσι στις 27 Ιουλίου του 2018 ταξίδεψε για δεύτερη φορά στην Ελλάδα, μόνο που τώρα ήξερε ποιος ήταν και ότι είχε μια αδερφή.

Παρόλο που έχουν περάσει ήδη οκτώ μήνες από τότε, ο Ιωάννης ακόμη αναπολεί αυτή τη βραδιά γεμάτος τρυφερότητα.
Η αδερφή του τον παρέλαβε από το αεροδρόμιο και τον οδήγησε στο σπίτι της όπου του γνώρισε τις δυο κόρες της – τις ανιψιές του – και τη μητέρα της που υπήρξε η γυναίκα του βιολογικού πατέρα του.

«Να’ μαι, λοιπόν, γοητευμένος, να συναντώ την αδερφή μου εξ αίματος και να κάθομαι τρισευτυχισμένος στη βεράντα του σπιτιού της στην Αθήνα. Ξέρετε τι συνέβη εκείνη τη νύχτα; Το φαινόμενο του ματωμένου φεγγαριού. Έμεινα στο σπίτι της για δυόμιση ώρες, όσο κράτησε δηλαδή και η έκλειψη της σελήνης. Την ώρα που με πήγαινε πίσω, το φεγγάρι είχε αρχίσει να αποκτά και πάλι το σχήμα του. «Είναι σαν ο Θεός να μας στέλνει ένα σημάδι, βάφοντας το φεγγάρι με το αίμα μας», της είπα».

Σ’ αυτό το ταξίδι, ο Ιωάννης πέρασε δυο αξέχαστες εβδομάδες στην Καστανιά, την ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα του, που βρίσκεται στη Μέσα Μάνη Λακωνίας. Έμεινε, μάλιστα, στο σπίτι της γιαγιάς του, μια σουρεαλιστική εμπειρία, όπως ο ίδιος τη χαρακτηρίζει.

«Το βράδυ που έφτασα στην Καστανιά, όλοι οι συγγενείς μου με περίμεναν στην πλατεία του χωριού όπου είχε στηθεί γλέντι προς τιμήν μου. Ήταν υπέροχα!»
Από εκείνη τη στιγμή, η αίσθηση του Ιωάννη για τον εαυτό του έχει αλλάξει εντελώς. Όχι μόνο απέκτησε μια αδερφή αλλά και μια εκτεταμένη οικογένεια, καθώς ο πατέρας του έχει ακόμα έναν αδερφό εν ζωή και δύο αδερφές που έχουν πεθάνει αλλά τα παιδιά τους είναι πρώτα ξαδέρφια του.

Ήταν ένα μακρύ και δύσκολο ταξίδι που ακόμη συνεχίζεται με επίκεντρο αυτή τη φορά τον εντοπισμό της οικογένειάς του από την πλευρά της μητέρας του.
«Πιστεύω πως τελικά θα καταφέρω να βρω τη μητέρα μου. Ή τουλάχιστον θα μάθω γι’ αυτήν. Μπορεί να έχω και αδέρφια από τη μεριά της μητέρας μου» λέει.
«Μου έχει κοστίσει, αλλά είναι ένα ταξίδι, ένα όμορφο ταξίδι που δεν έχει τελειώσει ακόμα».