Πρέπει να ήταν το καλοκαίρι του ’95 όταν, σε μια συνάντησή μας στο τότε σπίτι του στη Νέα Σμύρνη, ο φίλος συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός – με τον οποίο διατηρούσα πάντα επικοινωνία, παρότι ζούσα στο εξωτερικό, ή ακριβώς γι’ αυτό – ξαφνικά γυρίζει και μου λέει: «Μπορείς να μου κάνεις μια μεγάλη χάρη;» Και βιάστηκε να διευκρινίσει: «Κοίτα να δεις… Επί Χούντας είχα δημοσιεύσει ένα πολύ σημαντικό άρθρο για την τότε κατάσταση στην Ελλάδα το οποίο δημοσιεύθηκε στο έγκυρο λογοτεχνικό παράρτημα The Times Literary Supplement, προς ενημέρωση του ξένου αναγνωστικού κοινού με τίτλο “The Greek Intellectuals” («Οι Έλληνες διανοούμενοι»). Δυστυχώς δεν το βρίσκω στο αρχείο μου. Έχει χαθεί. Εσύ μπορείς να μου το βρεις σε παρακαλώ; Ευτυχώς που θυμάμαι την ημερομηνία δημοσίευσής του: 7 Νοεμβρίου 1968. Θα σου ήμουν ευγνώμων…» Του υποσχέθηκα ότι θα προσπαθούσα. Όντως, επιστρέφοντας στην έδρα μου στη Μελβούρνη, έψαξα και το βρήκα στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης. (Σημ.: Την εποχή εκείνη το Διαδίκτυο ήταν ακόμη άγνωστο, παρόλο που είχε εγκαινιασθεί το 1990).
Έκτοτε (από εκείνη τη συνάντηση) έχουν περάσει 24 χρόνια. Κάθε Απρίλη έκανα λίγο-πολύ ένα αφιέρωμα για κάποιο έντυπο εντός ή εκτός Ελλάδος, επ’ευκαιρία της Δικτατορίας του 1967. Και πάντα είχα υπόψη να μεταφράσω στη γλώσσα μας και να δημοσιεύσω το προαναφερθέν κείμενο. Δυστυχώς τελευταία στιγμή κάποιο εμπόδιο προέκυπτε και το ανέβαλα. Φέτος σκέφτηκα ότι αυτή η αναβολή έπρεπε να πάρει τέλος. Μεταφράζοντάς το μετά από τόσα χρόνια συνειδητοποίησα γιατί ο συγγραφέας του το είχε χαρακτηρίσει ως «πολύ σημαντικό άρθρο». Δίνοντάς το έστω και τόσο καθυστερημένα στη δημοσιότητα, ευελπιστώ πως και το ελληνικό αναγνωστικό κοινό θα το βρει εξίσου «σημαντικό», καθώς ορισμένα σημεία του συνεχίζουν να παραμένουν διαχρονικά.
Έψαχνα να βρω μια εντυπωσιακή εισαγωγή γι’ αυτό το άρθρο – και να που μου την έδωσε ο ίδιος ο Παπαδόπουλος σε μια ομιλία του που έκανε στη Θεσσαλονίκη: «Οι εχθροί μας», είπε, «είναι οι φοιτητές, οι καθηγητές και οι διανοούμενοι!» Ενώ εμείς, συνέχισε, είμαστε κοντά στον εργαζόμενο… Φυσικά, αυτού του είδους η δημαγωγική ρητορική δεν εκπλήσσει κανέναν. Είναι όμως ενδεικτική του πνευματικού επιπέδου που καθιερώθηκε στην Ελλάδα απ’ όταν έγινε το πραξικόπημα.
Ένα ακόμη παράδειγμα: κατά τη διάρκεια των πρώτων κιόλας ημερών της «επανάστασης», το υπουργείο Προεδρίας, από το οποίο ελέγχονται όλα τα τηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης, κάλεσε σκηνοθέτες του κινηματογράφου και σεναριογράφους για να τους ενημερώσει πως εις το εξής έπρεπε να γυρίζουν τις ταινίες τους από μια διαφορετική «γωνία λήψης». «Θέλετε να πείτε», ρώτησε κάποιος τον αρμόδιο Υπουργό, «ότι δεν θα μπορούμε να δείξουμε ένα φτωχοκόριτσο να ερωτεύεται το γιο ενός εργοστασιάρχη; Το καλό κορίτσι και ο κακός τύπος;» «Φυσικά και μπορείτε!» ήρθε η διαφωτιστική απάντηση. «Εμείς είμαστε η κυβέρνηση των φτωχών!» Ενώ ο Παττακός πήγε να επισκεφθεί μια ηλικιωμένη ποιήτρια με σκοπό να την βάλει στο νοσοκομείο δωρεάν. Διότι (όπως έγραψαν οι εφημερίδες): «Η Εθνική Κυβέρνηση αγαπάει τους εργάτες του πνεύματος».
Αρκετά όμως με τα ανέκδοτα. Η πραγματικότητα είναι εξαιρετικά ζοφερή. Ούτε ένα αξιόλογο βιβλίο δεν έχει βγει στην Ελλάδα τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Οι γνωστοί συγγραφείς έχουν αποσυρθεί στο περιθώριο, και, ακόμη, έχουν απαγορεύσει την επανέκδοση των έργων τους, ενώ λιγότερο γνωστοί συγγραφείς απλώς δεν έχουν αναδυθεί.
Τη θέση τους την έχουν υφαρπάξει άλλοι άγνωστοι – απόστρατοι Συνταγματάρχες οι οποίοι πάντα έχουν λόξα με το γράψιμο στη δύση του βίου τους. Ως αποτέλεσμα αυτής της εκδοτικής πληγής, τα τυπογραφικά πιεστήρια έχουν κλείσει το ένα μετά το άλλο.
*
Οι ζωγράφοι έχουν μιμηθεί τους συγγραφείς. Δεν έχει γίνει ούτε μία έκθεση από οποιονδήποτε γνωστό ζωγράφο στο διάστημα αυτού του ενάμιση χρόνου. Αποτέλεσμα: οι γκαλερί να κλείνουν επίσης η μία μετά την άλλη. Και όσο για τον κινηματογράφο, ο οποίος μόλις είχε αρχίσει να βρίσκει ένα εθνικό στυλ, είναι σε απελπιστικό αδιέξοδο: η Επιτροπή Λογοκρισίας απορρίπτει σχεδόν το ενενήντα τοις εκατό των σεναρίων. Η μόνη λύση είναι να υποβάλει κανείς ένα σενάριο και να γυρίσει ταινία πάνω σε κάποιο άλλο. Αλλά, καθώς η κινηματογραφία είναι τόσο δαπανηρή, δεν είναι πολλοί αυτοί που μπορούν να αψηφίσουν ένα τέτοιο εγχείρημα.
Το θέατρο στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ έξοχο, τώρα όμως έχει καταντήσει ακόμη πιο αξιοθρήνητο. Και η μουσική, μόλις που είχε αρχίσει να γίνεται πραγματικά Ελληνική, βρέθηκε ξαφνικά στα χέρια των λιγότερο ταλαντούχων. Στην καλύτερη περίπτωση έχει γίνει μουσική για τους τουρίστες.
Η μοίρα των εφημερίδων είναι κι αυτή γνωστή. Καθώς δεν υπάρχει ελευθερία του τύπου, ο Έλληνας αναγνώστης κινδυνεύει από αποβλάκωση. Εκτός αυτού, η εκμετάλλευση μεγάλων διεθνών γεγονότων που αποσκοπεί στην εγχώρια κατανάλωση – η φρικτή διαστρέβλωση της πραγματικότητας – εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους για το πνευματικό μέλλον της νέας γενιάς, ή τουλάχιστον για όσους απ’ αυτή δεν γνωρίζουν ξένες γλώσσες, και ως εκ τούτου αδυνατούν να πληροφορηθούν για την πραγματική κατάσταση από τον ξένο τύπο.
Τα καλύτερα λογοτεχνικά περιοδικά, Επιθεώρηση Τέχνης και Εποχές, έχουν κλείσει. Μόνο η Νέα Εστία συνεχίζει, με τους σταθερούς 3,800 συνδρομητές, εκ των οποίων όλοι είναι συνταξιούχοι στρατιωτικοί. Πολλοί από τους συγγραφείς και ποιητές που δεν είναι στη φυλακή έχουν πάρει το δρόμο της εξορίας. Αυτοί που έμειναν πίσω ζουν σε φρικτή απομόνωση, παρόμοια της οποίας υπήρχε μόνο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας – στο «Κρυφό Σχολειό».
Από την άλλη μεριά, μετά από ενάμιση χρόνο, είναι αδύνατον να πει κανείς πως η ελληνική πνευματική ζωή έχει ανθίσει στο εξωτερικό. Πράγματι, αρκετά περιοδικά αναπαράγονται με πολύγραφο σε διάφορες χώρες – αλλά αυτό δεν είναι τίποτα εν συγκρίσει με τις προοπτικές που υπάρχουν στο εξωτερικό την παρούσα στιγμή. Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτή την ατροφία. Οι κυριότεροι είναι η έλλειψη τυπογραφείων με ελληνικά στοιχεία, η απουσία κονδυλίων για τη στήριξη των αντιδικτατορικών οργανώσεων, το σχίσμα εντός του ελληνικού Αριστερού κινήματος, και πολλοί άλλοι.
Το κενό που άφησαν στην ίδια την Ελλάδα όλοι αυτοί που έχουν φυλακιστεί, έχουν φύγει από τη χώρα ή έχουν επιλέξει να παραμείνουν σιωπηλοί, συμπληρώθηκε από ημιμαθή άτομα τα οποία προηγουμένως θεωρούσαν εαυτούς ως αδικημένους διανοούμενους. Τώρα αυτοί είναι οι ενεργοί παράγοντες της πνευματικής ζωής& η δικτατορία έδωσε την ευκαιρία σ’ έναν ολόκληρο εσμό σκοτεινών τύπων να αναδυθεί και να δράσει. Έχουν ενωθεί με τους νεο-Μεταφυσικούς – μια ομάδα νεαρών ατόμων των Κατηχητικών Σχολείων και της Εκκλησίας – τα οποία βρίσκουν ανοιχτό πεδίο για να αναπτύξουν τις μεσαιωνικές θεωρίες τους.
Δεν έχω πει τίποτα έως τώρα για την εκπαίδευση – η οποία είναι η καρδιά του προβλήματος. Οι πρώην Συνταγματάρχες, παρέα με τους συμβούλους τους, δεν έχουν απαγορεύσει μόνο την καθομιλουμένη (δημοτική) γλώσσα στα σχολεία – απαγορεύουν επίσης τα σύγχρονα ή ανώτερα μαθηματικά, τη θεωρία των συνόλων (set-theory mathematics). Κατ’ αυτόν τον τρόπο ελπίζουν να διατηρήσουν το υπανάπτυκτο επίπεδο ενός λαού ο οποίος μόλις είχε αρχίσει να βγαίνει από το στάδιο της υπανάπτυξης.
*
Με τα παραπάνω καθόλου δεν εννοώ πως στον κόσμο των διανοουμένων όλα ήταν τέλεια πριν το πραξικόπημα και τώρα – εντελώς ξαφνικά – επήλθε το σκότος. Υπήρχαν πολλά τρωτά σημεία και πριν, αλλά ξέραμε ακριβώς πού βρίσκονταν αυτά. Ήμασταν στην αρχή εκείνου του δύσκολου δρόμου που λεγόταν εθνική αυτοσυνειδησία. Η Ελλάδα δεν είχε άλλη διέξοδο απ’ το να δημιουργήσει τις δικές της πολιτιστικές αξίες, να ανακαλύψει τις δικές της ρίζες για να προχωρήσει μπροστά. Λέω ήμασταν «καθ’ οδόν», διότι κατά τα τελευταία αυτά τέσσερα χρόνια μια νέα γενιά είχε εμφανισθεί στη σκηνή, αλώβητη από τα πάθη και τα συμπλέγματα του παρελθόντος. Αυτή η νέα γενιά ήταν ανεπηρέαστη απ’ το τι έκαναν άλλα νεαρά άτομα στη Δύση, ούτε και είχε παρωπίδες, όπως εκείνα τα άτομα στην Ανατολή. Έχοντας μεγαλώσει μες στην πραγματικότητα της Ελλάδας, είχε απόλυτη συνείδηση μιας εθνικής αποστολής. Αυτή η διαδικασία ανάπτυξης διεκόπη αιφνιδίως από τους Συνταγματάρχες, και γι’ αυτό θα είναι πάντα υπεύθυνοι – ό,τι άλλο κι αν κάνουν ενδεχομένως αργότερα.
Τα ελληνικά προβλήματα έχουν παραμείνει πάντα εκτός της ακτίνας γνώσης των αποικιακών δυνάμεων. Και ως αποικιακά βιβλία θεωρώ το Ο Κολοσσός του Μαρουσιού του Χένρι Μίλερ, το Πικρολέμονα του Λόρενς Ντάρελ, το Μάνη του Πάτρικ Λη Φέρμορ και τα δοκίμια του Φίλιπ Σερράντ για την Ορθοδοξία. Κι ακόμη, όλα τα βιβλία για την Ελληνική Αντίσταση που γράφτηκαν από Άγγλους. Στην Ελλάδα, αυτοί οι Άγγλοι σύχναζαν στην τάξη των διανοουμένων η οποία – όπως απέδειξε ο Φραντζ Φάνον (Frantz Fanon) τόσο έξοχα – πάντα αναπτύσσεται σε ημιαποικιακές κοινωνίες.
Για τους ίδιους τους Έλληνες συγγραφείς, τα ελληνικά προβλήματα πάντα ήταν απαγορευμένη ζώνη. Όποιος έθιγε ένα καυτό πρόβλημα καιγόταν ο ίδιος& η ρετσινιά του «κομμουνιστή» θα επικρέματο επί της κεφαλής του σαν γκιλοτίνα. Και δεν υπήρχε πουθενά καταφύγιο. Η καθαυτή Ελληνική Αριστερά, τσακισμένη από το βάρος της ήττας της, δεν ήταν ακόμη σε θέση να επουλώσει τα δικά της τραύματα, πολύ λιγότερο να προσφέρει καταφύγιο σε άλλους. Μολαταύτα, πριν το πραξικόπημα όλα αυτά αποτελούσαν παρελθόν& κι εμείς αντιμετωπίζαμε το μέλλον αισιόδοξα.
Μια μικρή ένδειξη της νέας νοοτροπίας για την οποία μιλώ ήταν η θεαματική πρόοδος ενός εκδοτικού οίκου, του “Θεμέλιο”, κατά τα τελευταία τρία χρόνια& που ξεκίνησε ως παράρτημα της Επιθεώρησης Τέχνης, για να φτάσει στο σημείο να γίνει μια απ’ τις σημαντικότερες εταιρείες στον κλάδο της, παράγοντας βιβλία σε φτηνές τιμές, επίκαιρης και στρατευμένης θεματολογίας. Άνοιγε ένα παράρτημα κάθε έξι μήνες. Έκλεισε βίαια, και όλα τα βιβλία του στις αποθήκες κάηκαν. Και τώρα μετατράπηκε σε αγορά πώλησης εσώρουχων.
Άλλο ένα παράδειγμα προόδου και ποιότητας ήταν τα βιβλία τσέπης των εκδόσεων “Γαλαξίας”, που πωλούνταν σε αυτόματες μηχανές στα σουπερμάρκετ. Και αυτός ο εκδοτικός οίκος έκλεισε. Όλα αυτά τα προοδευτικά εγχειρήματα απέδειξαν ότι η Ελλάδα είχε φτάσει στο στάδιο όπου σε μερικά χρόνια, αν απλώς μας άφηναν να διαχειριστούμε τα προβλήματά μας εμείς οι ίδιοι, θα είχε μπει στον ευρωπαϊκό πυρήνα, παρά την οικονομική της οπιστοδρόμηση.
Για μια ακόμη φορά η συνέχεια διεκόπη, το ζωτικό νήμα του μεταξιού καθώς βγαίνει από το κουκούλι του. Πρώτα – και μιλώ για τη δική μου γενιά – ήταν η δικτατορία του Μεταξά. Κατόπιν, ο Εμφύλιος Πόλεμος. Σε κάθε περίπτωση χιλιάδες πήραν το δρόμο της εξορίας. Και τώρα με αυτή την παρούσα δικτατορία, το φάσμα της Δικτατορίας έχει επανεμφανισθεί. Για μια ακόμη φορά οι Έλληνες συγγραφείς καλούνται στο ηρωικό τους καθήκον να μην εγκαταλείψουν τη γλώσσα τους, να μην προδώσουν το λαό τους, να μην εξαφανισθούν από τους πανίσχυρους μηχανισμούς άλλων κυβερνήσεων. Το ζήτημα είναι – για πόσο διάστημα μπορεί να αντέξει ένας λαός; Η δεκαετία 1940-50 καρατόμησε μια ολόκληρη γενιά. Για όσους από εμάς ήταν νεότεροι, το χάσμα ήταν αισθητό, εκ των υστέρων. Τώρα, ο κορμός του έθνους δεν πρέπει να ξανασπάσει. Δεν πρέπει, πάνω απ’ όλα να Ελληνο-Αμερικανοποιηθούμε.
Διότι η Ελλάδα αυτή τη στιγμή σφύζει με τους Ελληνο-Αμερικανούς και τα Ελληνο-Αμερικανικά συμβούλια. Αυτή τη στιγμή οι Ελληνο-Αμερικανοί εκδικούνται, για τη δική τους εξορία, η οποία, στην δική τους εποχή, ήταν το αποτέλεσμα της φτώχειας και οπιστοδρόμησης της χώρας. Να γιατί οι μεταναστεύσεις είναι πάντα επικίνδυνες – διότι δημιουργούν εκδικητικά αισθήματα στην ψυχοσύνθεση του εμιγκρέ έναντι της γενέτειρας που τον εξανάγκασε κάποια στιγμή να φύγει.
*
Όσο για το μέλλον των τεχνών, προφανώς και θα είναι δύσκολο. Ποιος μπορεί να επιτρέπει ακόμη στον εαυτό του την αυταπάτη της αισθητικής θεωρητικολογίας; Τα βιβλία είναι ανήμπορα να σταματούν τα τανκς. Και εφόσον αδυνατούν να το κάνουν αυτό, τουλάχιστον πρέπει να είναι τέτοιου είδους ώστε να αποτρέπουν την άγνοια του κόσμου ή την αδιαφορία σε μια πιθανή εισβολή των τανκς. Από δω και στο εξής η Ελλάδα ανήκει – αν και η ίδια δεν θα το επιθυμούσε – στη σφαίρα των πολιτειών του Τρίτου Κόσμου, ή των Λατινο-Αμερικανικών πολιτειών οι οποίες είναι πάντα επιρρεπείς σε απρόβλεπτα στρατιωτικά ενδεχόμενα. Εμείς οι Έλληνες είχαμε συνηθίσει να πιστεύουμε πως είχαμε μια τέτοια απτόητη παράδοση και θα μας άφηναν ήσυχους για να επιλύουμε τις διαφορές μας. Αφού δεν μας παραχωρείται αυτή η πολυτέλεια από τους ξένους, αυτοί οι ξένοι θα παραμείνουν πάντα ένας συνειδητός εχθρός – όποιος κι αν είναι, απ’ όπου κι αν προέρχεται.
Ο Ρίτσος, ο Θεοδωράκης, και όλοι οι άλλοι οι οποίοι σήμερα βρίσκονται στην εξορία ή στη φυλακή, έχουν γίνει εθνικά σύμβολα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που είναι φυλακισμένοι, έχουν υποστεί βασανιστήρια, ή ταλαιπωρούνται από ένα κακόβουλο σύστημα, δίνουν ζωή σ’ αυτό που οι ξένοι δυσκολεύονται να κατανοήσουν: πως η Ελλάδα δεν είναι απλώς μια μικρή κλίκα αρκετά γνωστών ατόμων αλλά ένας λαός ο οποίος έχει υποστεί τόσο πολλά που μπορεί να πιστέψει, όπως λέει η ελληνική παροιμία, πως «Και αυτό θα περάσει».
*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), κριτικός και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο τιτλοφορείται: «Νίκος Καχτίτσης: Ένας κυκλοθυμικός ήρωας του Κάφκα» (εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2019).