ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΠΟΥ ΚΑΘΟΡΙΣΑΝ ΤΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

Το Συνέδριο του Λιβάνου, τελώντας υπό τη βρετανική αιγίδα, ξεκίνησε στις 17 Μαΐου του 1944. Κατά τη διάρκειά του χρησιμοποιήθηκαν όλοι οι δυνατοί τρόποι, ώστε να καμφθούν οι αντιπρόσωποι της Αριστεράς και να καταλήξουν στο να δεχτούν τους εξαιρετικά επιζήμιους όρους τους οποίους περιλάμβανε η τελική συμφωνία. Οι αντιπροσωπείες του ΕΑΜ, της ΠΕΕΑ και του ΚΚΕ καθώς και ο αρχηγός του ΕΛΑΣ, Στέφανος Σαράφης, έθεσαν στις προκαταρκτικές συνεννοήσεις, μεταξύ άλλων, και τις εξής προϋποθέσεις: 1) To 25% των υπουργείων της υπό σύσταση κυβερνήσεως εθνικής ενότητας να παραχωρηθεί στο ΕΑΜ και ειδικά το Υπουργείο Εσωτερικών και το Υφυπουργείο Στρατιωτικών. 2) Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης να είναι ο Αλέξανδρος Σβώλος. 3) Να συγκροτηθεί ενιαίος στρατός με αρχιστράτηγο κοινής εμπιστοσύνης. Για την εκ διαμέτρου αντίθετη έκβαση του συνεδρίου σε σχέση με τις προηγούμενες αξιώσεις συνήργησαν ορισμένοι παράγοντες. Ο πρώτος και κύριος ήταν βέβαια η εμμονική προσήλωση του Τσώρτσιλ στην καταστροφή του ΕΑΜ. Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας διαμήνυε στις 5 Μαΐου στον υπουργό Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν: «… Πρέπει να επιτύχουμε ρήξη με το ΕΑΜ, πριν αυτό συνδεθεί πολύ με τους σοβιετικούς… Το Φόρεϊν Όφις (Υπουργείο Εξωτερικών), πρέπει να καταστρώσει την πιο ισχυρή επίθεση κατά του ΕΑΜ, έτσι που να είναι δυνατόν να καταγγελθεί ανοιχτά… Είναι τα πιο προδοτικά, βρωμερά κτήνη…».

Τον δεύτερο παράγοντα πίεσης των αριστερών συνέδρων αποτέλεσε το κίνημα στο ελληνικό στράτευμα της Μέσης Ανατολής, τον Απρίλιο του 1944, το οποίο πυροδοτήθηκε από την ίδρυση της ΠΕΕΑ και καταπνίγηκε με την επέμβαση των Βρετανών. Η αριστερή αντιπροσωπεία αναγκάστηκε να αποκηρύξει το κίνημα, για να βγει από τη δύσκολη θέση όπου είχε περιέλθει ως υποτιθέμενος υποκινητής των συγκεκριμένων γεγονότων. Ο τρίτος παράγοντας ήταν ο φόνος του συνταγματάρχη Δημητρίου Ψαρρού, του επικεφαλής της ΕΚΚΑ, από τον ΕΛΑΣ τον Απρίλιο του 1944, ο οποίος προκάλεσε την εχθρική στάση των υπόλοιπων κομμάτων και οργανώσεων απέναντι στο ΕΑΜ κατά την έναρξη του συνεδρίου. Τον τέταρτο, τέλος, παράγοντα συνιστούσε ο ρόλος του Γεωργίου Παπανδρέου, ο οποίος, με τη βρετανική μεσολάβηση, κατέλαβε στις 26 Απριλίου τη θέση του πρωθυπουργού και επιπλέον ανέλαβε την οργάνωση του συνεδρίου. Ο Παπανδρέου εξαπέλυσε έντονη επίθεση καταλογίζοντας στο ΕΑΜ την πρόθεση κατάληψης της εξουσίας μετά τον πόλεμο και έθεσε τους αντιπροσώπους μπροστά στο ακόλουθο δίλημμα, ή το ΕΑΜ να συνεχίσει τον αγώνα, με συνέπεια να έλθει αντιμέτωπο με τις δυνάμεις της χώρας και των συμμάχων της, ή να δεχτούν την κατάργηση του ΕΛΑΣ και να συναινέσουν στη δημιουργία εθνικού στρατού. Στην εναρκτήρια ομιλία του Γεωργίου Παπανδρέου το Εθνικό Συμβούλιο αντέδρασε με ένα τηλεγράφημα καταγγελίας του περιεχομένου της, που όμως παρακρατήθηκε από τους Βρετανούς, γεγονός το οποίο δυσχέρανε ακόμη περισσότερο την κατάσταση για τους αντιπροσώπους της Αριστεράς, αφού βάλλονταν στο συνέδριο από όλους αποκομμένοι από την ηγεσία τους.

Η Συμφωνία του Λιβάνου στις 20 Μαΐου, μεταξύ άλλων, αφορούσε τα ακόλουθα: Πρώτον, τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας, της οποίας έξι χαρτοφυλάκια δόθηκαν στο ΕΑΜ. Δεύτερον, την ενοποίηση και πειθάρχηση κάτω από τις διαταγές της κυβέρνησης και του συμμαχικού στρατηγείου όλων των ανταρτικών σωμάτων. Τρίτον, την παύση των στρατιωτικών δραστηριοτήτων του ΕΑΜ στην ελληνική ύπαιθρο.

Όπως επισημαίνει ο Δημήτρης Γρηγορόπουλος1, στο συγκεκριμένο συνέδριο έγιναν από το μέρος της Αριστεράς απαράδεκτες υποχωρήσεις, που είχαν αυτές τις αρνητικότατες συνέπειες: Την επιβεβαίωση του ρυθμιστικού ρόλου του βρετανικού στρατηγείου της Μέσης Ανατολής, τη συμμετοχή της ΠΕΕΑ, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ ως ανίσχυρης μειοψηφίας στην κυβέρνηση, την αποδοχή του Γεωργίου Παπανδρέου ως πρωθυπουργού και, τέλος, την καταδίκη του κινήματος των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στη Μέση Ανατολή. Με τη Συμφωνία της Καζέρτας, πόλης της Νοτίου Ιταλίας, στις 26 Σεπτεμβρίου 1944, ολοκληρώθηκαν οι επιζήμιες για την Αριστερά διαβουλεύσεις, οι οποίες ξεκίνησαν στον Λίβανο. Συνεχίστηκε δηλαδή η εφαρμογή του σχεδίου του Τσώρτσιλ για τον ασφυκτικό περιορισμό της δυναμικής του ΕΑΜ. Η συμφωνία έγινε υπό την επίβλεψη των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων της Μεσογείου, που είχαν τώρα την έδρα τους στην παρακείμενη πόλη Σαλέρνο. Σύμφωνα με τους κύριους όρους της συμφωνίας, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ υπάγονταν στις διαταγές του Βρετανού στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι και, επιπλέον, η ηγεσία του αναλάμβανε την υποχρέωση να απαγορεύσει στις μονάδες της οποιαδήποτε ανεξάρτητη δράση. Ειδικά για την Αθήνα αναφερόταν ότι δεν θα επιχειρούνταν καμία στρατιωτική ενέργεια εκτός και αν γινόταν κάτω από τις διαταγές του Σκόμπι. Οι όροι της Συμφωνίας της Καζέρτας θεωρούνται, από αρκετούς ιστορικούς, πρωταρχική αιτία για τα Δεκεμβριανά, και σίγουρα δεν αντανακλούσαν τις τάσεις και τα συναισθήματα της βάσης της Αριστεράς.

Σε άρθρο του Γεωργίου Παπανδρέου στην Καθημερινή στις 2 Μαρτίου 1948 αναγνωρίζεται η παντοδυναμία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στα χρόνια της Κατοχής και τονίζεται η ανάγκη να τους αφαιρεθεί η ισχύς, ώστε να παλινορθωθεί το αστικό καθεστώς. Απαραίτητο μέσο, για να επιτευχθεί ο συγκεκριμένος στόχος, αποτελούσε ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ, ο οποίος δρομολογήθηκε μετά το τέλος της σύγκρουσης του Δεκέμβρη του ’44. Γι ‘αυτό ο Παπανδρέου χαρακτήριζε τα Δεκεμβριανά ως «δώρο του Υψίστου». Η μάχη της Αθήνας έληξε στις 10 Ιανουαρίου 1945 και έναν μήνα αργότερα, στις 12 Φεβρουαρίου, υπογράφηκε, ανάμεσα στους αντιπροσώπους του ΕΑΜ και σε αυτούς της κυβέρνησης Πλαστήρα, η Συμφωνία της Βάρκιζας, η οποία παραμένει ένα δυσεξήγητο γεγονός, δεδομένου ότι, παρ’ ότι το ΚΚΕ ηττήθηκε, διέθετε ακόμη σημαντικά ερείσματα, και οι Βρετανοί δεν επιθυμούσαν να συνεχίσουν τον πόλεμο εκτός Αθηνών. Εξαιτίας της Συμφωνίας της Βάρκιζας και ειδικότερα του έκτου άρθρου της, το οποίο προέβλεπε την αποστράτευση του ΕΛΑΣ, οι άνθρωποι που με οποιονδήποτε τρόπο είχαν συσχετιστεί με την Αριστερά έμειναν στο εξής απροστάτευτοι απέναντι στις παρακρατικές οργανώσεις και τα στρατοδικεία.

ΟΙ ΠΙΘΑΝΕΣ ΑΙΤΙΕΣ ΤΩΝ ΥΠΟΧΩΡΗΣΕΩΝ

Παρακολουθήθηκαν μέχρι εδώ τρεις φάσεις μίας σειράς παραχωρήσεων και υποχωρήσεων από τη μεριά του ΕΑΜ και του ΚΚΕ: Οι Συμφωνίες του Λιβάνου, της Καζέρτας και της Βάρκιζας. Αν και έγινε η προσπάθεια να αποτυπωθούν οι ασφυκτικές συνθήκες υπό τις οποίες έπρεπε οι αντιπρόσωποι της Αριστεράς να συμμετέχουν στις εργασίες του Συνεδρίου του Λιβάνου, οι συγκεκριμένες συνθήκες δεν επαρκούν για να εξηγηθεί η επιζήμια συμφωνία που προέκυψε. Το ίδιο ή και περισσότερο δύσκολο αποδεικνύεται το να εξηγηθούν οι παραχωρήσεις και οι υποχωρήσεις κατά τις δύο επόμενες φάσεις.

Ωστόσο, πιο κάτω, θα παρατεθούν δύο αιτίες οι οποίες πιθανόν να οδήγησαν σε αυτή την αρνητική έκβαση. Η κύρια αιτία, κατά τον Δημήτρη Γρηγορόπουλο, έγκειται στην εσφαλμένη στρατηγική του λαϊκού και αντιφασιστικού μετώπου που υιοθετήθηκε από το Έβδομο Συνέδριο της Διεθνούς. Χαρακτηρίζεται εσφαλμένη, επειδή δεν θεωρούσε πλέον εχθρικό ολόκληρο το οικονομικό και πολιτικό σύστημα του καπιταλισμού, αλλά μόνον τα πιο αντιδραστικά τμήματά του. Έτσι, επιδιώκονταν η αποτροπή της φασιστικής απειλής, με την αποκατάσταση όμως της αστική δημοκρατίας, γεγονός το οποίο προϋπέθετε τη συνεργασία των αριστερών δυνάμεων με την αστική τάξη. Εξαιτίας της προηγούμενης στρατηγικής το ΕΑΜ και το ΚΚΕ δεν συνέδεσαν τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα με το ζήτημα της καπιταλιστικής ανατροπής και της κατάληψης της εξουσίας2. Μία δεύτερη και συναφής αιτία για την επαμφοτερίζουσα στάση της Αριστεράς ανάμεσα στην επιβολή μίας ηγεμονικής παρουσίας της και στην αποδοχή ενός δευτερεύοντα ρόλου μπορεί να αναζητηθεί και στην ίδια τη σχέση των κομμάτων και των οργάνων με τον απλό λαό. Με τη Συμφωνία των Ποσοστών, τον Οκτώβριο του 1944, μεταξύ Στάλιν και Τσώρτσιλ, η Ελλάδα περνούσε στη σφαίρα επιρροής της Βρετανίας.

Τον Ιούνιο οι Σοβιετικοί διπλωμάτες στο Κάιρο συνέστησαν στους αντιπροσώπους του ΚΚΕ Πέτρο Ρούσο και Μιλτιάδη Πορφυρογένη, να καταστούν διαλλακτικότεροι και να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση, γιατί η Συμφωνία του Λιβάνου ανταποκρινόταν προς την κατάσταση των πραγμάτων. Συνεπώς, και λόγω της Συμφωνίας των Ποσοστών, δεν υπήρχε περίπτωση να εδραιωθεί στην Ελλάδα ένα καθεστώς παρόμοιο με αυτό στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ. Από την άλλη όμως ένα μεγάλο σύνολο του λαού εμπνεόταν από το όραμα της εξέγερσης των αδυνάτων ενάντια στους παλαιούς και στους νέους εκπροσώπους της μεγαλοαστικής τάξης και από τα ιδεώδη της ριζοσπαστικής μεταβολής της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. Η αριστερή ηγεσία έπρεπε λοιπόν να καταστήσει συμβατές τις προθέσεις και τις οδηγίες της Σοβιετικής Ένωσης με τις επιδιώξεις και τα όνειρα του ελληνικού λαού. Όφειλε μάλιστα και η ίδια να συμβιβαστεί με την αλλαγή στη στρατηγική των σοβιετικών, με την οποία πριμοδοτούνταν ο πραγματισμός σε βάρος της ιδεολογίας. Έτσι η ελληνική Αριστερά αποτελούσε μία αντίφαση, επειδή ήταν υποκείμενη στον κομματικό σχεδιασμό και ταυτοχρόνως συνιστούσε το όργανο αντίστασης και έκφρασης του ενθουσιασμού ενός μεγάλου λαϊκού συνόλου. Τον νεανικό ακριβώς ενθουσιασμό αντανακλούσε η ΕΠΟΝ, η οποία ιδρυμένη στις 23 Φεβρουαρίου 1943 εξαπλώθηκε τόσο στις εργατικές όσο και στις αστικές συνοικίες της Αθήνας και στις επαρχιακές πόλεις και τα χωριά. Συγκέντρωνε τον ανθό της ελληνικής νεολαίας και τροφοδοτούσε συνεχώς τον ΕΛΑΣ.

ΟΙ ΔΙΩΞΕΙΣ  ΠΟΥ ΔΡΟΜΟΛΟΓΗΣΑΝ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ

Η Συμφωνία της Βάρκιζας ήταν για τους αγωνιστές και τους ιδεολόγους ακατανόητη ακόμη και προδοτική, αφού απεμπολούσε τους απελευθερωτικούς και τους επαναστατικούς στόχους που έδιναν νόημα, κατά την Αντίσταση, στις ζωές χιλιάδων ανθρώπων. Επιπλέον, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, επέτρεψε να ξεσπάσει το όργιο των διώξεων εναντίων των αριστερών από τις παραστρατιωτικές οργανώσεις και τα στρατοδικεία, το οποίο είναι γνωστό ως Λευκή Τρομοκρατία. Ο Κωνσταντίνος Μπρούσαλης γράφει σχετικά με τη δημιουργία αυτής της διωκτικής εκστρατείας, για την οποία αξιοποιήθηκαν από τους Βρετανούς κάθε είδους κοινωνικά περιτρίμματα, άτομα βεβαρυμμένα με κακουργηματικές πράξεις, συνεργάτες των Γερμανών και πρώην ταγματασφαλίτες. Αξιοποιήθηκε επίσης το φιλομοναρχικό και ακροδεξιό δίκτυο, που από την προπολεμική περίοδο κατείχε πανίσχυρα ερείσματα στον στρατό, στα σώματα ασφαλείας, στο δικαστικό σώμα και σε άλλες νευραλγικές υπηρεσίες. Μεταξικοί μηχανισμοί ενεργοποιούνταν μέσα από τα μυστικά κέντρα του Στρατιωτικού Συνδέσμου ή της Οργάνωwσης Χ, τους οποίους δεν έλεγχε ούτε ο ίδιος ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας. Στο πλαίσιο του αντιεαμικού μετώπου, οι κυβερνητικές ένοπλες δυνάμεις, οι εκπαιδευόμενες, εφοδιαζόμενες και εξοπλιζόμενες από τους Βρετανούς, απαρτίζονταν κατά βάση από τις φιλομοναρχικές μονάδες, οι οποίες είχαν απομείνει στη Μέση Ανατολή μετά την καταστολή του κινήματος του ελληνικού στρατεύματος, και από τη Χωροφυλακή, η οποία είχε συνεργαστεί με τους κατακτητές. (3)
Σύμφωνα με τη «Μαύρη Βίβλο» του ΕΑΜ, στο χρονικό διάστημα από τη Συμφωνία της Βάρκιζας μέχρι τις εκλογές στις 31 Μαρτίου 1946, καταγράφηκαν 1.289 φόνοι, 6.671 τραυματισμοί, 31.632 βασανισμοί, 84.931 συλλήψεις, σχεδόν 20.000 καταστροφές και λεηλασίες, και 165 βιασμοί. Η Λευκή Τρομοκρατία εξαπλώθηκε σαρωτικά χωρίς να εξαιρεί από τα θύματά της ούτε τα νέα παιδιά ούτε τους αθώους, με συνέπεια να υποχρεώσει τους διωκόμενους αριστερούς να καταφύγουν στο βουνό και να αποτελέσει θεμελιώδη αιτία για την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου του 1946-1949.

ΤΟ ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΡΙΠΟΛΗΣ

Τα στρατοδικεία ανέλαβαν, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, όχι απλώς να καταδικάσουν τα φυσικά πρόσωπα αλλά να εκριζώσουν από την Ελλάδα την ιδεολογία την οποία αυτά υπερασπίζονταν, να εξαλείψουν το κομμουνιστικό «μίασμα», προκειμένου να μην κινδυνεύει κανείς εθνικόφρων από την ηθική μόλυνση. Το Έκτακτο Στρατοδικείο Τρίπολης ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 1947. Στεγαζόταν στις αίθουσες του Δικαστικού Μεγάρου Τρίπολης, στην πλατεία Άρεως. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, το κτήριο ήταν η έδρα των Ταγμάτων Ασφαλείας και το στρατοδικείο των Γερμανών. Στα υπόγεια του Δικαστικού Μεγάρου βρίσκονταν τα κρατητήρια μεταγωγών. Το συγκεκριμένο στρατοδικείο έμεινε γνωστό ως «θανατοδικείο», λόγω της έκδοσης ενός μεγάλου αριθμού θανατικών καταδικών. Οι καταδικασμένοι οδηγούνταν στην ειδική πτέρυγα μελλοθανάτων στις φυλακές της Τρίπολης. Μέχρι την ημέρα της εκτέλεσής τους μεσολαβούσε ένα μικρό χρονικό διάστημα, από τρεις ημέρες έως μία εβδομάδα. Οι εκτελέσεις γίνονταν τα χαράματα, όπισθεν των φυλακών, δίπλα στο Νεκροταφείο Τρίπολης, στην περιοχή Άη Θανάσης, όπου έκαναν εκτελέσεις και οι Γερμανοί. Οι κρατούμενοι είχαν οπτική επαφή. Επρόκειτο για μέτρο που σκοπό είχε να κάμψει την ηθική αντίστασή τους. Από την έναρξη της λειτουργίας του στρατοδικείου μέχρι και το 1950, παραπέμφθηκαν 2.995 άντρες και γυναίκες.

Εκδόθηκαν 1.087 καταδίκες, 370 σε θάνατο και 125 σε ισόβια. Συνολικά, επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης έξι χιλιάδων ετών. Στους καταδικασθέντες συναριθμούνταν άνθρωποι των οποίων το μόνο παράπτωμα υπήρξε το γεγονός ότι εξέφρασαν συμπάθεια για τον Δημοκρατικό Στρατό ή βοήθησαν αντάρτες δίνοντάς τους λίγα τρόφιμα. Σε κάποιον που διαβάζει τον κατάλογο των εκτελεσμένων, ο οποίος έχει συνταχθεί βάσει του Ληξιαρχείου και του Βιβλίου Κρατουμένων, προκαλεί εντύπωση η νεαρή ηλικία των περισσότερων. Την προσοχή αξίζει επίσης το φρόνημα των μελλοθάνατων, οι οποίοι έως την τελευταία στιγμή επεδείκνυαν απίστευτο σθένος, όπως η δεκαεπτάχρονη Καίτη Κόλλια ή ο τριανταπεντάχρονος Κωνσταντίνος Ζήσιμος.

Από τα πολλά σχετικά παραδείγματα θα αναφερθούν κάπως διεξοδικότερα δύο. Η δασκάλα Αθηνά Μπενέκου, αναπληρωματικό μέλος του Γραφείου Περιοχής Πελοποννήσου του ΚΚΕ, συνελήφθη ενώ μετείχε σε ειδική αποστολή, η οποία της ανατέθηκε από το Αρχηγείο Πελοποννήσου του ΔΣΕ. Ο Βασιλικός Επίτροπος την επισκέφθηκε στο κελί της και της πρότεινε να κάνει δήλωση μετάνοιας, για να «σώσει τη ζωή και τα νιάτα της». Η Αθηνά απέρριψε την πρόταση. Εκτελέστηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1947.

Ο δικηγόρος Τάκης Μουλόπουλος, αντιπρόσωπος της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, πιάστηκε αιχμάλωτος στις 5 Μαΐου 1949 και τουφεκίστηκε. Κατά τη διάρκεια της δίκης του προσποιήθηκε πως θέλει να κάνει αποκαλύψεις και να αποκηρύξει τις πεποιθήσεις του. Τότε οι αρμόδιοι τοποθέτησαν μικροφωνικές εγκαταστάσεις στην αίθουσα του δικαστηρίου και μεγάφωνα στην πλατεία, και συγκέντρωσαν εκεί δημοσίους υπαλλήλους και μαθητές Γυμνασίων, ώστε να παρακολουθήσουν τη διαδικασία. Όμως ο Μουλόπουλος αιφνιδίασε τους πάντες αρχίζοντας να μιλά για τον ρόλο του ΚΚΕ στην Εθνική Αντίσταση, για τον ΔΣΕ, για τα οράματα και τα ιδεώδη για τα οποία πολεμούσε.

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. Η ΗΤΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

Στις επιστολές των μελλοθάνατων προς τα συγγενικά πρόσωπά τους διακρίνεται καθαρά ότι η ιδεολογία τους ισοδυναμούσε με μία υψηλή αντίληψη του ανθρωπισμού. Μεταξύ άλλων, στο γράμμα του Γιάννη Πετρόπουλου για την οικογένειά του, περιλαμβάνονται τα ακόλουθα: «Έμεινα αγνός και αμόλυντος. Χωρίς ιδιοτέλεια. Αυτό έκανε περισσότερο να με καταδικάσουν οι δικαστές.». Ο Γιάννης Κλημέντζος σε ένα σημείο της επιστολής του στη μητέρα και στα αδέλφια του γράφει: «Δεν διατηρώ μίσος για κανέναν. Θέλω κι εσείς να ξεχάσετε κάθε μίσος. Μόνο η λησμονιά θα κλείσει τις πληγές που άνοιξαν».

Τέλος, στο γράμμα του Βασίλη Μαυρογιάννη στον αδερφό του και στην οικογένεια του δεύτερου συναντάται το εξής απόσπασμα: «Μην κακίζετε κανέναν, μην θεωρείτε για την τωρινή φυλάκισή μου κανέναν υπεύθυνον, μη θεωρείτε κανέναν υπεύθυνον για την απόφαση του στρατοδικείου. Αφού εγώ δεν μνησικακώ κανέναν για τον εαυτόν μου, το ίδιο θα πρέπει να κάνετε και σείς. Είναι ο καλύτερος τρόπος – αν όλοι οι πονεμένοι Έλληνες συγχωρέσουν όσους τους έκαναν κακό για να σταματήσει το αιματοκύλισμα στην πολύπαθη πατρίδα μας».

Κάθε ρεαλιστική επισκόπηση των αποτελεσμάτων του Εμφυλίου Πολέμου καταλήγει στη διαπίστωση ότι προκλήθηκαν στη χώρα βαθύτατα τραύματα. Βαθύτατα με την έννοια ότι δεν αποτέλεσαν απλώς την παθολογία εκείνης της εποχής αλλά συνδέονται έκτοτε με την κοινωνική και πολιτική συμπτωματολογία της Ελλάδας. Οι νεκροί και οι ανάπηροι από τα δύο στρατόπεδα, οι γύρω στους 50.000 φυλακισμένοι και εκτοπισμένοι αριστεροί, τα περισσότερα από 1.700 κατεστραμμένα χωριά, απαρτίζουν ένα μέρος των αρνητικών συνεπειών. Ένα άλλο μέρος συνιστούν οι παράγοντες οι οποίοι συντέλεσαν στο εξής στη διαμόρφωση της ελληνικής πραγματικότητας. Στα μέλη της άρχουσας τάξης, που διατήρησαν τα προνόμιά τους στη διάρκεια της Κατοχής, προστέθηκαν και νέα, οι συνεργάτες των Γερμανών και οι μαυραγορίτες. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα 150.000 ακίνητα, τα οποία είχαν αποκτήσει οι μαυραγορίτες για ποσά μικρότερα από τρεις χρυσές λίρες, ελάχιστα επιστράφηκαν στους προπολεμικούς ιδιοκτήτες τους. Τα στελέχη της εξουσίας φρόντισαν να υποβαθμίσουν τη σημασία μίας σειράς επιβαρυντικών για αυτά ζητημάτων, όπως τα Τάγματα Ασφαλείας και γενικότερα ο δωσιλογισμός. (4)Οι πολιτικοί πρόσφυγες και οι οικονομικοί μετανάστες αντιπροσωπεύουν επιπλέον μία τεράστια απώλεια σε δυναμικό, από το οποίο θα μπορούσαν να τροφοδοτηθούν οι παραγωγικοί τομείς. Το κυριότερο όμως είναι ότι επρόκειτο για ένα ως επί το πλείστον νεανικό δυναμικό, με το οποίο μαζί χάθηκε ένα ανεκτίμητο απόθεμα διανόησης, δημιουργικότητας, ενθουσιασμού και ιδανικών.

Το πολυτιμότερο θύμα του Εμφυλίου υπήρξε η αγνή, ανθρωπιστική ιδεολογία, της οποίας οι φορείς, οι νεότεροι και οι μεγαλύτεροι, είχαν απέναντι τόσο την παλαιά και τη νεοδημιουργηθείσα καθεστηκυία τάξη και τους συμμάχους τους, πρώτα τους Βρετανούς και ύστερα τους Αμερικανούς, όσο και την αντιφατική και εν τέλει πραγματιστική αριστερή ηγεσία. Έτσι στην Ελλάδα ο αριθμός των αυθεντικών ιδεολόγων συρρικνώθηκε βαθμιαία έως που σχεδόν εκμηδενίστηκε. Υποδαυλίστηκε συστηματικά η πολιτική του μίσους, η οποία οδήγησε στο πραξικόπημα στις 21 Απριλίου του 1967. Ακόμη όμως χειρότερο είναι το γεγονός ότι η ανθρωπιστική ιδεολογία ταυτίστηκε με την ήττα, ώστε πριμοδοτήθηκαν ο ατομισμός και η λογική της εκμετάλλευσης, ενισχύθηκε δηλαδή η κενή επιδίωξη να διαφυλάσσεις και να πολλαπλασιάζεις τα κεκτημένα, αποσυρμένος στον στενό προσωπικό κόσμο σου.

Παραπομπές:

1. «Οι Συμφωνίες Λιβάνου και Καζέρτας έφεραν την ήττα», εφημερίδα Πριν, 12 Οκτωβρίου 2014.
2. Βλ. ό. π.
3. Βλ. Κωνσταντίνος Μπρούσαλης, Οι Ανυπότακτοι: Το Δεύτερο Αντάρτικο στην Πελοπόννησο, εκδόσεις Παρασκήνιο, Αθήνα 2008, 15, 17 και 18.
4. Βλ. Στάθης Ν. Καλύβας – Νίκος Μαραντζίδης, Εμφύλια πάθη: 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2015, 503.