Ξημέρωνε Πρωτομαγιά του 1976 και στο σπίτι της οικογένειας Παναγούλη στη Γλυφάδα χτυπάει το τηλέφωνο. Η Αθηνά Παναγούλη σηκώνει το ακουστικό και στην άλλη άκρη της γραμμής ακούγεται μία ανδρική φωνή να την ενημερώνει ότι ο Αλέκος της είχε τροχαίο με το αυτοκίνητό του. Εκείνη σπεύδει στο νοσοκομείο έτοιμη να έρθει αντιμέτωπη με τη θλιβερή πραγματικότητα. Ο Αλέκος Παναγούλης, ο μεγαλύτερος αγωνιστής της Δημοκρατίας, ήταν νεκρός.
Με το πρώτο φως της ημέρας η τραγική είδηση του θανάτου του εξαπλώνεται με ταχύτητα φωτός πάνω από την Αθήνα. Μια καθαρίστρια μουρμουρά: «Παναγιά μου, τι έχει να γίνει αύριο που φάγανε το παιδί». Ξημερώνει. Η Αθήνα βοά συνθήματα: «Ο λαός δεν ξεχνά, οργανώνεται, νικά», «Ζει, ζει ο Παναγούλης ζει». Λίγες ώρες μετά φτάνει στην Ελλάδα από την Ιταλία ο μεγάλος έρωτας της ζωής του, η Οριάνα Φαλάτσι. Με το που προσγειώνεται στο Ελληνικό οι πρώτες της λέξεις είναι οι ακόλουθες: «Τώρα που σκοτώθηκε ο Αλέκος, θα γεννηθώ εγώ». Αμέσως μετά κατευθύνεται στο νεκροτομείο, όπου και θα παιχτεί η τελευταία πράξη του δράματος. Όταν αντικρίζει το άψυχο σώμα του καταρρέει. Στην πραγματικότητα, δεν θα ξεπεράσει ποτέ τον χαμό του…
Ο Αλέκος Παναγούλης, ο άνθρωπος που παρ’ ολίγο να γίνει τυραννοκτόνος καθώς είχε προσπαθήσει να δολοφονήσει τον Αύγουστο του 1968 τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, είχε βρει τον θάνατο στην αρχή της Λεωφόρου Βουλιαγμένης μέσα στο Fiat Mirrafiorri, δώρο της Οριάννα Φαλάτσι. Ο θάνατος του ακόμα και τώρα που έχουν περάσει 43 χρόνια παραμένει ένα άλυτο μυστήριο.
Από τη μία, αυτοί που υποστηρίζουν ότι ήταν ένα απλό τροχαίο δυστύχημα και, από την άλλη, εκείνοι που θεωρούν ότι επρόκειτο για μία προμελετημένη δολοφονία. Μάλιστα, στηρίζουν αυτή τη θεωρία στο γεγονός ότι ο Αλέκος Παναγούλης είχε στα χέρια του μέρος του αρχείου του ΕΑΤ-ΕΣΑ, ενώ και η Φαλάτσι είχε πει ότι ο Αλέκος επρόκειτο να προβεί σε σοβαρές αποκαλύψεις για τις σχέσεις κορυφαίων πολιτικών με τη Χούντα. Την επόμενη του θανάτου τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων κυκλοφορούν με πρωτοσέλιδα για πιθανή δολοφονία του.
Αξίζει να αναφερθεί ότι στην όλη υπόθεση «μπλέχθηκε» και η… Αυστραλία.
Την ίδια που σκοτώθηκε ο Παναγούλης, λίγο νωρίτερα είχε συμφάγει με έναν Έλληνα της Μελβούρνης. Ήταν ο ταξιδιωτικός πράκτορας Βίκτωρας Νώλλης (Χατζημανώλης) που υπήρξε και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης.
Ο Βίκτωρας Νώλλης υπήρξε και πρόεδρος της Επιτροπής για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας που υπήρχε στη Μελβούρνη.
Με αυτή την ιδιότητα συνάντησε και συνέφαγε με τον Παναγούλη.
Δυστυχώς, ο Ανδρέας Παπανδρέου, σε μια από τις επιπολαιότητές του, ενέπλεξε και το Νώλλη στο θάνατο του Παναγούλη. Κακώς, κάκιστα, γιατί ο άνθρωπος (όπως και αποδείχθηκε) όχι μόνο δεν είχε καμιά σχέση αλλά αγωνίστηκε κατά της δικτατορίας και στήριζε τον Παναγούλη.
Η ανάμειξη του ονόματός του τον πίκρανε αφάνταστα…
Όσον αφορά, τώρα, το θάνατο του Παναγούλη ενδεικτικά είναι τα όσα είχε πει τότε ο εισαγγελέας Δημήτρης Τσεβάς, ο οποίος είχε αναλάβει την έρευνα. «Ερευνάται η υπόθεσις προς πάσα κατεύθυνσιν και αφήνει μεγάλα λογικά περιθώρια στην πιθανότητα της εγκληματικής ενέργειας. Είναι περίεργο τροχαίο ατύχημα. Τόσο περίεργο, ώστε να μην μπορεί κανείς να υποστηρίξει λογικώς ότι είναι ατύχημα». Το επόμενο διάστημα η Χωροφυλακή θα αναζητήσει τα τρία άγνωστα αυτοκίνητα τα οποία εικάζεται ότι έβγαλαν από την πορεία του το Fiat που οδηγούσε ο Παναγούλης. Οι φήμες όμως και οι θεωρίες δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ ενώ καταγγελίες της οικογένειάς του έμειναν αναπάντητες.
Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ
Τέσσερις ώρες μετά οι δρόμοι της πρωτεύουσας παραλύουν και εν είδει συλλαλητηρίου ο Αλέκος Παναγούλης κηδεύεται. Το βασικό σύνθημα που επικρατεί είναι «Ζει, Ζει ο Παναγούλης ζει». Παρίσταται σύσσωμη η πολιτική ηγεσία.
Η φράση «ΖΕΙ» γράφεται σε πολλούς δρόμους της Αθήνας. Αυτό που προκάλεσε τρομερή εντύπωση είναι ότι στην κηδεία του δεν παρέστησαν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ενώ οι Ένοπλες Δυνάμεις δεν έστειλαν εκπρόσωπό τους.
Τέσσερις ημέρες μετά τον θάνατο του Παναγούλη, ο Μιχάλης Στέφας, ένας 31χρονος βιοτέχνης εμφανίζεται στη Χωροφυλακή και δηλώνει ότι ο Παναγούλης έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του μετά από πρόσκρουση στο πίσω δεξιό φτερό του δικού του αυτοκινήτου, επιβεβαιώνοντας την εκδοχή του δυστυχήματος. Σύμφωνα με τον ίδιο, εγκατέλειψε αβοήθητο τον Παναγούλη, επειδή το αυτοκίνητό του έφερε ξένη πινακίδα που δεν ίσχυε στην Ελλάδα και φοβόταν μην έμπλεκε. Μάλιστα, εμφανίζεται ως μέλος του «Ρήγα Φεραίου». Οι Ρηγάδες με ανακοίνωσή τους ξεκαθαρίζουν ότι δεν τον γνωρίζουν.
Ένα χρόνο αργότερα, πραγματοποιείται η δίκη. Κατά τη διάρκειά της, η Αθηνά Παναγούλη δηλώνει: «Υποτιμώ τη νοημοσύνη ολόκληρης της υφηλίου, αν καταθέσω σε αυτή τη δίκη ότι ο γιος μου υπήρξε θύμα τροχαίου. Ήταν δολοφονία. Διέπραξαν ένα καθ’ όλα τέλειο έγκλημα» δηλώνει η Αθηνά Παναγούλη. Ένας αυτόπτης μάρτυρας επέμενε για την εμπλοκή στο συμβάν τριών αυτοκινήτων. Το δικαστήριο επέβαλε ποινή 3,5 χρόνων φυλάκιση στον Στέφα. Μετά από έφεσή του, η ποινή μειώθηκε σε 11 μήνες φυλάκισης, που εξαγοράσθηκε προς 150 δραχμές την ημέρα και σε πρόστιμο 3.000 δραχμών. Η οικογένεια Παναγούλη μίλησε για παρωδία και αποχώρησε από το δικαστήριο.
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης γεννήθηκε στη Γλυφάδα. Δευτερότοκος γιος της Αθηνάς Κακαβούλη και του Βασιλείου Παναγούλη, αξιωματικού του Στρατού Ξηράς. Από μικρός ήταν πνεύμα ελεύθερο και δημοκρατικό και εντάχθηκε από νεαρή ηλικία στις κεντρώες πολιτικές δυνάμεις του τόπου: την Ένωση Κέντρου (Ε.Κ.) του Γεωργίου Παπανδρέου.
Εντάχθηκε στην οργάνωση της νεολαίας του κόμματος – Οργάνωση Νέων της Ένωσης Κέντρου (Ο.Ν.Ε.Κ.) που μετονομάστηκε στη συνέχεια σε Ελληνική Δημοκρατική Νεολαία (Ε.ΔΗ.Ν.) και στις 3 του Σεπτέμβρη 1974 ανέλαβε την προεδρία της. Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 τον βρίσκει να υπηρετεί στο 85ο Σύνταγμα Πεζικού, στη Βέροια. Βαθιά δημοκράτης, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, αποφασίζει να λιποτακτήσει. Ιδρύει την αντιστασιακή οργάνωση «Εθνική Αντίσταση» και στη συνέχεια αποφασίζει να αυτοεξοριστεί στην Κύπρο για να καταστρώσει σχέδιο δράσης.
Εκεί έρχεται σε επαφή με τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη και άλλους, με σκοπό να τους ζητήσει να συνδράμουν στην αντίσταση. Επανήλθε στην Ελλάδα και μαζί με στενούς του συνεργάτες σχεδίασε την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου στις 13 Αυγούστου 1968 κοντά στη Βάρκιζα.
Η ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Το πρωί της 13ης Αυγούστου, μία μικρή φάλαγγα κατευθυνόταν προς την Αθήνα από το Λαγονήσι Αττικής. Ήταν ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος με τη συνοδεία του, που ξεκίνησε, όπως συνήθως, από την έπαυλή του στο 38ο χιλιόμετρο της παραλιακής οδού Σουνίου. Προπορεύονταν δύο μοτοσυκλέτες, ακολουθούσε το αυτοκίνητο του δικτάτορα και σε απόσταση 10 μέτρων το αυτοκίνητο της ασφάλειας. Η φάλαγγα κινείτο κανονικά και μεταξύ 31ου και 32ου χιλιομέτρου, πέρασε πάνω από μία υπόγεια σήραγγα αποχέτευσης των νερών της βροχής, μήκους 7 μέτρων. Μόλις πέρασε και το αυτοκίνητο της ασφάλειας, μια ισχυρή εκκωφαντική έκρηξη έγινε μέσα στη σήραγγα και άνοιξε δύο μεγάλες τρύπες στο κατάστρωμα του δρόμου.
Ήταν φανερό ότι η έκρηξη προοριζόταν να πλήξει τον δικτάτορα, αλλά καθυστέρησε ένα ή δύο δευτερόλεπτα. Αμέσως η φάλαγγα σταμάτησε, οι άνδρες της ασφάλειας έτρεξαν επί τόπου, ενώ ειδοποιήθηκε από τον ασύρματο η αρμόδια διοίκηση Χωροφυλακής και σε λίγα λεπτά κατέφτασε ισχυρή δύναμη που απομόνωσε την περιοχή. Έπειτα από συστηματική έρευνα, ανακαλύφθηκε ο Αλέξανδρος Παναγούλης, φορώντας μαγιό και κρυμμένος κάτω από ένα βράχο. Ο ίδιος παρέμεινε σιωπηλός, χωρίς να δηλώσει την ταυτότητά του. Είπε μόνο ότι δεν είχε συνεργούς. Μόνο έπειτα από δύο μέρες εξακριβώθηκε η ταυτότητά του. Μία λεπτομέρεια: Τα εκρηκτικά έφτασαν στην Ελλάδα μέσα στους διπλωματικούς σάκους του υπουργείου Εξωτερικών.
ΣΤΟ ΚΟΛΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΣΑ
Αμέσως οδηγείται στο άντρο των βασανιστηρίων της ΕΣΑ. Την ανάκρισή του ανέλαβε ένας από τους πλέον διαβόητους βασανιστές, ο ταγματάρχης Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, ενώ το ίδιο βράδυ κατέφτασε επειγόντως από τη Δράμα, όπου βρισκόταν, ο διοικητής της ΕΣΑ.
Ο Αλέκος Παναγούλης, σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή» μετά τη μεταπολίτευση, ανέφερε μεταξύ άλλων για τον Ιωαννίδη:
«Ύστερα από αυτή την πρώτη φορά, τον ξαναείδα στις 28 Αυγούστου, δηλαδή 15 μέρες αργότερα. Ήταν στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, όπου με είχαν πάει πληγιασμένο, σε κωματώδη κατάσταση, επειδή αρνιόμουν να πάρω τροφή. Μετά συνήλθα από το κώμα, με είχαν αλυσοδεμένο στο κρεβάτι. Ο Ιωαννίδης ζύγωσε, μαζί με τον αρχηγό των βασανιστών μου, τον Θεοφιλογιαννάκο, κι αμέσως ο Θεοφιλογιαννάκος ρίχτηκε επάνω μου φωνάζοντας: “Μίλα…. Μίλα ή θα σε κάνω να μιλήσεις εγώ. Μην πιστέψεις ότι θα γλυτώσεις, επειδή είσαι στο νοσοκομείο”.
Μην έχοντας τη δύναμη να του απαντήσω, τον έφτυσα στο πρόσωπο. Ο Θεοφιλογιαννάκος απάντησε με μια φοβερή γροθιά. Το αίμα άρχισε να τρέχει από το στόμα και από τη μύτη μου, μα ο Ιωαννίδης σήκωσε το χέρι, σάμπως αγανακτισμένος ή σα να ήθελε να τον σταματήσει και είπε: “Φαίνεται δεν έμαθες ακόμα πως ένας στους εκατό χιλιάδες δεν μιλάει κι αυτή είναι η περίπτωσή του”. Έπειτα στράφηκε σε μένα, και πάντα ψύχραιμος και ήρεμος, πρόσθεσε: «Θα σε τουφεκίσω».
Το προανακριτικό πόρισμα του Θεοφιλογιαννάκου εκδόθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1968 και δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες στις 20 Οκτωβρίου. Στο πόρισμα γινόταν λόγος για τις λεπτομέρειες της απόπειρας που οργάνωσε ο Παναγούλης μαζί με τον Ζαμπέλη και τον Λεκανίδη, αλλά και για το ρόλο του Πολύκαρπου Γεωρκάτζη, για τον οποίον το πόρισμα ανέγραφε μεταξύ άλλων: “Η ενεργός ανάμιξις τούτου εις τον αποκλειστικόν εφοδιασμόν της οργανώσεως, διά παντοειδούς στρατιωτικού υλικού, το οποίον αποστέλλει δι’ επισήμου οδού εις την Ελλάδα και η εν γένει οικονομική ενίσχυσις ταύτης, τυγχάνει σκανδαλώδης και προκαλεί κατάπληξιν, διότι σπανίως, αν μη ουδέποτε, εμφανίζεται εις πρόσωπα κατέχοντα επισήμους θέσεις. Έχει το ψευδώνυμον “Ακρίτας”, είναι ο στρατιωτικός αρχηγός της οργανώσεως “Ελληνική Αντίσταση”… Επίσης καλύπτει απολύτως και τον καταζητούμενον Α. Παναγούλην, κατά την πρώτην μετάβασιν τούτου εν Κύπρω, ότε παρέμεινεν εκεί επί εν περίπου εξάμηνον, τελικώς δε τον εφοδιάζει με γνήσιον κανονικόν διαβατήριον…”.
Πηγή: Έθνος