Το σεμινάριο που θα οργανωθεί αυτό το μήνα, για να εξετάσει το πώς θα μπορέσουμε να μεταβιβάσουμε τη γλώσσα μας στις επόμενες γενιές, είναι μια ωραία πρωτοβουλία, που οπωσδήποτε αξίζει υποστήριξης. Προσέχοντας, όμως, την κατάσταση όλων όσων αποδέχτηκαν να είναι ομιλητές, ομολογώ ότι με προβλημάτισε ο αριθμός τους, επειδή μου σχηματίστηκε η εντύπωση ότι το σεμινάριο οργανώθηκε με βάση την αθρόα συμμετοχή γνωστών συμπαροίκων και όχι το πώς θα μπορούσαν να εξαχθούν συμπεράσματα που θα αποφέρουν συγκεκριμένα, πρακτικά και ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Έτσι, συνήθως, καταλήγουν οι κινήσεις που ενδιαφέρονται περισσότερο για τη δημιουργία εντυπώσεων παρά για το πρακτικό «ζουμί» που θα βγει.
Ακόμη και οι συχνές παρόμοιες κυβερνητικές πρωτοβουλίες που γίνονται με τη συμμετοχή εκπρόσωπων πολλών κοινωνικών φορέων, συνήθως είτε δεν καταλήγουν πουθενά είτε τα πορίσματα που εξάγονται από αυτές αποδεικνύονται ανεφάρμοστα. Φοβάμαι ότι το ίδιο θα γίνει και τώρα.
Γνωστό το αρχαίο μας ρητό «Ουκ εν τω πολλώ το ευ» ή το νεότερο φιλοσοφικό «όπου λαλούν πολλά κοκόρια αργεί να ξημερώσει». Αν είναι δυνατόν να περιμένουμε να παρουσιαστούν εμπεριστατωμένες εισηγήσεις, έστω και από πεπειραμένους ειδικούς στο θέμα, σε ομιλίες στριμωγμένες στα στενά όρια ελάχιστων μόνο λεπτών, όπως ορίζει το πρόγραμμα.
Για να εξεταστεί σωστά το θέμα, με βάσιμες ελπίδες να βγουν κάποια πρακτικά και εφαρμόσιμα συμπεράσματα, θα πρέπει πρώτα να προσδιοριστεί σε σωστή ανάλυση το πρόβλημα, πώς δημιουργήθηκε, πώς αφέθηκε να μεγαλώσει, πού ακριβώς βρίσκεται τώρα και στη συνέχεια, αν υπάρχουν τώρα περιθώρια στην επίλυσή του με εύκολους και, το πιο βασικό, εφαρμόσιμους τρόπους.
Ας μου επιτραπεί να παρουσιάσω τις δικές μου απόψεις, που είναι απόφθεγμα σειράς σχετικών δημοσιεύσεων πάνω στο ζωτικό αυτό θέμα, καλύπτοντας έξι δεκαετίες και αρκετών σχετικών ομιλιών.
Ας πάρουμε όμως από την αρχή πώς ξεκίνησε και πώς μεγάλωσε το γλωσσικό πρόβλημα στην Αυστραλία. Αν και ιστορικά η αυστραλιώτικη παροικία μας άρχισε να σχηματίζεται από τον προπερασμένο αιώνα, η μεγάλη της αύξηση επήλθε στις μεσαίες δεκαετίες του 20ού, με τον ερχομό του τεράστιου όγκου των ελληνικής καταγωγής μεταναστών, ελάχιστοι από τους οποίους είχαν κάποιες ικανότητες, έστω και για βασική συνεννόηση στην αγγλική.
Έτσι από την αρχή τα παιδιά μας μεγάλωναν σε ελληνόφωνα σπιτικά αλλά φοιτούσαν σε σχολεία με έντονες καθημερινές αγγλόγλωσσες τριβές. Όταν όμως αρχίσαμε και οι γονείς να μαθαίνουμε κάποια πρόχειρα αγγλικά, τα χρησιμοποιούσαμε για πιο εύκολη συνεννόηση με τα παιδιά μας, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι έτσι περιορίζαμε τις πιθανότητές τους στην εκμάθηση και διατήρηση εκ μέρους τους της γλώσσας μας. Από εκεί και ύστερα επεκτάθηκε ο περιορισμός στη χρήση των ελληνικών που συμπληρώθηκε και με λανθασμένες και απρογραμμάτιστες κινήσεις για σχηματισμό της υποτιθέμενα οργανωμένης μας παροικίας. Ιδρύσαμε συλλόγους και τους στεγάσαμε σε κτίρια που μας στοίχισαν τεράστια ποσά, ακατάλληλα όμως για διοργάνωση σε αυτά του παραμικρού από όσα θα ζητούσαν οι κατοπινοί από εμάς, για να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες που εκπορεύονται από τη διαφορετική τους νοοτροπία.
Κτίσαμε εκκλησίες και πληρώσαμε εκατομμύρια για την αγιογράφηση και επίπλωσή τους χωρίς να προβλέψουμε ότι δεν θα αργούσαμε από του να είναι τακτικά εκκλησιαζόμενοι σε αυτές μόνο λιγοστοί ηλικιωμένοι, που και αυτοί θα πάσχιζαν να καταλαβαίνουν τα δεύτερης ποιότητας αγγλικά, που χρησιμοποιούνται σε μεγάλο μέρος της λειτουργίας. Λειτουργίες που στη Μεγάλη Είσοδο, στην περιφορά των Αγίων Δώρων, που παραδοσιακά και ανέκαθεν συμμετείχαν σε αυτήν νεαροί μαθητές, δεν πάνε πια παιδιά μας να κρατήσουν τα εξαπτέρυγα, που κι αυτό γίνεται από υπερήλικες εκκλησιαστικούς επιτρόπους.
Φτιάξαμε σχολεία να διδάσκουν κάποια βασικά Ελληνικά, που τα ίδια τα παιδιά τα αντικαθιστούν με Αγγλικά, αμέσως μετά τη λήξη των μαθημάτων, συχνά και με συμμετοχή των ίδιων των Ελλήνων δασκάλων τους. Και είναι τέτοια η έλλειψη σοβαρής πειθαρχίας αυτών των σχολείων, που σε πολλά από αυτά δεν μπορεί πια να επιβληθεί στα παιδιά η υποχρέωσή τους για συμμετοχή ακόμη και στους εορτασμούς των εθνικών μας επετείων.
Σίγουρα, θα χρειαστεί ένα ακόμη μεγάλο σεμινάριο με θέμα όχι μόνο τη διατήρηση της γλώσσας μας αλλά την επιβίωση ολόκληρης της ελληνικής παροικίας.
Πολλά τα λάθη που έγιναν και εξακολουθούν να γίνονται για χρήση της γλώσσας μας από άτομα, οργανισμούς, σχολεία, ακόμα και από την Εκκλησία. Και είναι τόσα πολλά αυτά τα σφάλματα και που καλύπτουν πολλά φάσματα της ομογενειακής μας ζωής, που, όσο φιλότιμη και αν είναι η προσπάθεια για διατήρηση από εδώ κι εμπρός της γλώσσας μας, τα εμπόδια θα είναι τεράστια και με πανίσχυρη δύναμη παρεμπόδισης οποιασδήποτε κίνησης.
Αν όμως επικεντρώσουμε την προσοχή μας όχι στις πολλές και πολύπλευρες κινήσεις αλλά σε ένα κεφάλαιο, ίσως στο μεγαλύτερο σφάλμα που κάναμε στο θέμα της γλώσσας, πιστεύω ότι ίσως θα έχουμε μια πιθανότητα, τουλάχιστον μια καλύτερη πιθανότητα επιτυχίας, από όλες τις άλλες που θα απευθύνονται στο ευρύ κοινό.
Η παροικία μας έχει τώρα μεγαλώσει και εκπρόσωποί μας έχουν διεισδύσει σε πάμπολλους τομείς ευρύτερης δράσης, με σοβαρές απαιτήσεις διάκρισης και στη κορυφή αυτών των τομέων.
Έχουμε συμπατριώτες μας, άτομα δηλαδή ελληνικής καταγωγής, με εντυπωσιακές διακρίσεις στον επιστημονικό και επιχειρηματικό κόσμο, στο καλλιτεχνικό στερέωμα, σε κάθε είδους πνευματικής δημιουργίας, παντού. Πόσοι όμως από αυτούς συμμετέχουν ενεργά σε ομογενειακές μας δραστηριότητες; Αναμφισβήτητα οι άνθρωποι αυτοί δεν αρνούνται την ελληνική τους καταγωγή, όμως μένουν μακριά μας, απλούστατα γιατί η «οργανωμένη» παροικία δεν τους προσφέρει ευκαιρίες ικανοποίησης των επιπέδων τους αποδοχής όσων τους ενδιαφέρουν. Οι άνθρωποι αυτοί, που αναδείχθηκαν με αποκλειστική χρήση της αγγλικής, δεν υπάρχει τρόπος, έτσι απότομα, να τους προτρέψουμε να χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα και, αν είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να κερδίσουμε γλωσσικά τους κορυφαίους, στερούμε και από τους νέους τη δυνατότητα να έχουν καλά παραδείγματα για μίμηση.
Για να τους κερδίσουμε αυτούς, νομίζω ότι πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας σε δημιουργία δράσης υψηλού επιπέδου και καλά παρουσιασμένης, που να ξεφεύγει, χωρίς να παραγνωρίζει τα στενά όρια της παροικίας, αλλά με επέκταση και στο ευρύτερο ξενόγλωσσο μελβουρνιώτικο κοινό.
Πρέπει να τους προσελκύσουμε με επιδόσεις και με εκδηλώσεις που μπορούν να σχολιαστούν και να απασχολήσουν την ευρύτερη Μελβούρνη. Αν οι ελληνικής καταγωγής συμπάροικοι πληροφορούνται για τις εντυπωσιακές δημιουργίες της παροικίας και σε τομείς των δικών τους ενδιαφερόντων, θα έχουν την ευκαιρία να καμαρώσουν και για τη δική τους πατρογονική καταγωγή στους μη Έλληνες φίλους τους, συναδέλφους τους, συμμαθητές τους.
Ποια από όσα τώρα κάνουμε μας παρουσιάζουν ως καλλιεργημένες καταστάσεις, που εντυπωσιάζουν με την απόδοσή τους, με την οργάνωση και με την παρουσίασή τους; Το μεγαλύτερο ποσοστό όσων κάνουμε τώρα είναι σχεδόν αποκλειστικά για ενδο-παροικιακή κατανάλωση με ανύπαρκτες απαιτήσεις για ευρύτερη προσοχή και συμμετοχή. Ποιος αποκλειστικά αγγλόγλωσσος συμπατριώτης μας θα παρευρεθεί, από δικό του ενδιαφέρον, στις εκδηλώσεις των Αδελφοτήτων μας, που περιορίζουν τις επιδείξεις τους σε εκτελέσεις μερικών παραδοσιακών χορών κυρίως από μικρά παιδιά;
Ή μήπως καμαρώνουμε και γι’ αυτό το περιβόητο πεζοδρομιακό «Γλέντι» με τους μόνους στόχους του το σουβλάκι και τη δημιουργία εντυπώσεων του όγκου μας στους προσκεκλημένους μας κυβερνητικούς επισήμους;
Σε ένα χρονικό διάστημα δεκαετιών ελάχιστες οι παροικιακές μας εκδηλώσεις που οργανώθηκαν να εντυπωσιάσουν και το μη ελληνόγλωσσο κοινό: ο διαγωνισμός με ελληνικό θέμα μεταξύ των μαθητών όλων των σχολείων της πόλης μας, που είχε οργανώσει το Ελληνικό Κέντρο του Πανεπιστημίου La Trobe, η έκθεση ζωγραφικής στο πρόγραμμα της πρώτης «Ελληνικής Εβδομάδας», με πολλές συμμετοχές Αυστραλών που είχαν εργαστεί στην Ελλάδα, οι παροικιακές «Διακρίσεις Hellenic», που απονέμονταν για τις επιτυχίες τους στους τομείς της δραστηριότητάς τους, σε συμπατριώτες μας, πολλοί από τους οποίους ήταν άγνωστοι στην υπόλοιπη παροικία και άλλες.
Σε τέτοια πρέπει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας: σε διοργάνωση εκδηλώσεων που θα κεντρίζουν το ενδιαφέρον και των αγγλόγλωσσων αλλά ελληνικής καταγωγής συμπαροίκων, να τους προσφέρουμε την ευκαιρία να καμαρώνουν για την ελληνική τους καταγωγή.
Αν το επιτύχουμε αυτό, θα αποτελέσει την πρώτη πρακτική ενέργειά μας ίσως και για επίλυση του γλωσσικού μας προβλήματος.
Από πρακτικής πλευράς, για να μην περιοριστούμε μόνο στα παχιά λόγια, για άμεσο ξεκίνημα ενός τέτοιου προγράμματος, προτείνω το σχηματισμό μιας πενταμελούς επιτροπής με διπλό σκοπό: α) την παροχή οργανωτικής συμπαράστασης στους οργανισμούς που θέλουν κάνουν κάτι αλλά δεν διαθέτουν την οργανωτική υποδομή να παρουσιάσουν τέτοιες εκδηλώσεις και β) το συντονισμό στη διοργάνωση τέτοιων εκδηλώσεων μεταξύ των ενδιαφερόμενων οργανισμών.
Τα άτομα που θα περιληφθούν σε μια τέτοια επιτροπή θα πρέπει να έχουν οργανωτικές ικανότητες, σοβαρές και στενές διασυνδέσεις με υψηλούς εξωπαροικιακούς φορείς αλλά και καλές γνώσεις της παροικιακής μας κατάστασης.