Ο Αιγυπτιώτης Κωνσταντίνος Καβάφης έγραψε το ποίημά του «Ποσειδωνιάται» το 1906. Να σημειώσουμε εδώ ότι αποκάλεσα τον Καβάφη Αιγυπτιώτη. Λέγεται ότι ο Καβάφης ο ίδιος έπλασε την λέξη Αιγυπτιώτης κατ’ αναλογία προς το Ιταλιώτης. Ιταλιώτες ήταν οι Έλληνες της Κάτω Ιταλίας. Κατά την ίδια αναλογία και εμείς λεγόμαστε σήμερα Αυστραλιώτες, ως Έλληνες της Αυστραλίας.

Στην αρχή του ποιήματος παραθέτει ένα εκτενές χωρίο από τον ιστορικό Αθήναιο, φυσικά στα αρχαία Ελληνικά. Δεν θα το «μεταφράσουμε», γιατί διαβάζοντάς το κανείς το νιώθει σε τι ακριβώς αναφέρεται. Να πούμε μόνο ότι οι «Ποσειδωνιάται» ήταν κάτοικοι της Ποσειδωνίας, μιας ελληνικής αποικίας της Κάτω Ιταλίας, που ιδρύθηκε τον 6ο π.Χ. αιώνα. Αρχαία μνημεία όπως ο ναός του Ποσειδώνα και άλλα κτίσματα στόλιζαν την πόλη. Ήταν διάσημη και για άλλους ελληνικούς ναούς της, αρκετά επιβλητικά ερείπια των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα. Το 273 π.Χ. η Ποσειδωνία έγινε λατινική αποικία και μετονομάστηκε σε Paestum. Την πόλη είχαν ιδρύσει κάτοικοι από την άλλη ελληνική αποικία της Κάτω Ιταλίας, τη Σύβαρι, ιδρυμένη αυτή στο τέλος του 8ου π.Χ. αιώνα.

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Δεν νομίζω ότι είναι σωστό να λέμε μεταφράζουμε από τα Αρχαία Ελληνικά στα…Ελληνικά πάλι. Φρονώ ότι είναι πιο σωστό να πούμε ότι αποδίδουμε κάποιο κομμάτι από τα Αρχαία στη σημερινή μας γλώσσα. Όλο αυτό το κείμενο του Αθήναιου το απέδωσε ο Καβάφης με έναν πολύ έντονο και ενδόμυχο ποιητικό τρόπο μετά την ανάγνωσή του. Τα συναισθήματά του βρίσκονται σε θαυμαστή πνευματική έξαρση και η απόδοσή του είναι ένα ελεύθερο, αλλά και έντεχνο ποιοτικό λογοτεχνικό σύνολο. Ιδού το δημιούργημά του:

Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες —
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί&
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά
βγαλμένοι — ω συμφορά! — απ’ τον Ελληνισμό.

ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

Ο Αθήναιος στο χωρίο τούτο αναφερόταν στους κατοίκους της Ποσειδωνίας και την απώλεια της προγονικής τους γλώσσας και ταυτότητας. Τον ποιητή Καβάφη τον συγκινεί η θλίψη που αισθάνονταν εκείνοι οι άνθρωποι κάθε φορά που θυμούνταν ότι κάποτε ήταν και εκείνοι Έλληνες και γνώριζαν την ελληνική γλώσσα.

Έλληνας εκτός ελληνικού χώρου και ο ίδιος ο ποιητής, γνωρίζει πολύ καλά την αγωνία των ανθρώπων να διατηρήσουν τη γλώσσα και τα έθιμά τους σε έναν ξένο τόπο. Γνωρίζει καλά πόσο δύσκολο είναι ενώ βρίσκεσαι μακριά από την Ελλάδα να προσπαθείς να κρατήσεις ζωντανή την ελληνική σου ταυτότητα και να διασώσεις τα γλώσσα σου. Αυτό ακριβώς ζούμε σήμερα όλοι οι Μελβουρνιώτες, μια και τύχη αγαθή μάς ένωσε όλους εδώ «στην κώχη τούτη την μικρή», που λέει ο ποιητής, στο δικό του ποίημα «Η Πόλις».

ΦΘΙΝΕΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΜΑΣ

Οι «Ποσειδωνιάται» έχουν λησμονήσει σχεδόν όλα όσα τους συνδέουν με την προγονική τους ταυτότητα, εκτός από μία ελληνική γιορτή, την οποία διατηρούν ακόμη και την γιορτάζουν με ωραίες τελετές, με μουσική και Αγώνες. Η ελληνική αυτή γιορτή, είναι το ύστατο σημείο επαφής με το ελληνικό έθνος από το οποίο προέρχονται και με τον πολιτισμό του οποίου κάποτε ήταν ζωντανό κομμάτι.

Στο κλείσιμο της γιορτής αυτής οι κάτοικοι της Ποσειδωνίας συνήθιζαν να διηγούνται τα παλιά έθιμα του πολιτισμού τους και να ξαναλένε τα ελληνικά τους ονόματα. Ελάχιστοι όμως καταλάβαιναν πια όλα εκείνα που κάποτε ήταν η εθνική και πολιτισμική τους ταυτότητα. Από τα έθιμα του παρελθόντος είχε απομείνει πια μια μακρινή ανάμνηση και από την κάποτε μητρική τους γλώσσα είχαν απομείνει ελάχιστα ονόματα και λέξεις, που με δυσκολία λίγοι πια μόνο μπορούσαν να καταλάβουν.

Ήταν κάποτε και εκείνοι Έλληνες της Κάτω Ιταλίας, που κατέληξαν όμως να μιλούν και να ζουν βαρβαρικά. Εκβαρβαρίστηκαν -αφού πρώτα γονιμοποίησαν πλουσιοπάροχα τα Λατινικά τους- και έπαψαν να μιλούν την ελληνική γλώσσα και να ακολουθούν τις ελληνικές παραδόσεις, ενώ είχαν την ύψιστη τιμή να είναι βγαλμένοι απ’ τον Ελληνισμό, που τώρα πια έχουν χάσει αυτή την ξεχωριστή τους ταυτότητα και έχουν γίνει ένα με τα υποδεέστερα ξένα έθνη της περιοχής.

Ο Καβάφης αναγνωρίζει εδώ την ιδιαίτερη αξία που έχει η ελληνική ταυτότητα, την οποία τέλος τη συνδέει με το ανώτερο σημείο πολιτισμικής και πνευματικής ανάπτυξης, τον Ελληνισμό. Κανένα έθνος δεν είχε κατορθώσει να οδηγηθεί σε ανάλογο επίπεδο πνευματικής ελευθερίας και κανένα έθνος δεν είχε φτάσει τη σκέψη του σε αντίστοιχα ύψη.

ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΜΑΣ

Φτάνουμε εύλογα στο συμπέρασμα πως το μήνυμα που θέλει να περάσει ο Καβάφης με αυτό του το ποίημα εντοπίζεται στον κίνδυνο που υπάρχει για τους Έλληνες της Διασποράς να χάσουν την επαφή τους με την ελληνική γλώσσα και τις αξίες τού ελληνικού πολιτισμού.

Σήμερα όλοι μας γνωρίζουμε πως Ποσειδωνιάτες μεταφορικά λέγονται και είναι όσοι δεν μιλούν, δεν σκέπτονται, δεν πράττουν, δεν σχετίζονται και δεν ονειρεύονται ελληνικά πια. Θα έρθει καιρός μελλοντικά να ισχύει η αναλογία: «Μελβουρνιώται όπως Ποσειδωνιάται;».

Σήμερα – σωτήριο έτος του 2019 – τη βλέπουμε αυτή την απώλεια στον ορίζοντα. Πώς όμως αποτρέπεται και πώς παρεμποδίζεται ο απειλητικός, ο ορμητικός, ο τρομερά ασυγκράτητος και πολυθόρυβα βουερός και άγρια αφρισμένος αυτός χείμαρρος της αφομοίωσης; Ανθρώπινα νιώθουμε και τους Ποσειδωνιάτες, αλλά και τη δική μας σκληρή και άπονη Μοίρα!