Δεν το κρύβω: με τον Πλάτωνα δεν τα πάω καλά, όχι επειδή δεν ήταν δημοκρατικός – είχε σοβαρούς λόγους να μην είναι – αλλά επειδή δεν μου άρεσε ο τρόπος με τον οποίο απρόκλητα επιτέθηκε στον μη παρόντα Λυσία, αποκαλώντας τον «άτεχνο» και ότι «ρίχνει φύρδην-μείγδην τα στοιχεία του λόγου» («Φαίδρος» 262e και 264b, αντίστοιχα).

Πώς γίνεται ένας λαμπρός αριστοτέχνης του δικανικού λόγου και μέγας ρητοροδιδάσκαλος να είναι «άτεχνος»; Κάτι υποβόσκει εδώ. Μήπως επειδή ο Αθηναίος σοφός δεν μπόρεσε να «χωνέψει» την επιτυχία ενός ξένου μετοίκου, ο οποίος συνετέλεσε στην κατάλυση της τυραννίας των Τριάκοντα και στην αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Αθήνα; Μήπως επειδή θεώρησε τον Λυσία συνυπεύθυνο για την καταδίκη τού Σωκράτη; Αν ναι, τότε γιατί δεν επιτέθηκε και στον Αριστοφάνη, ο οποίος στις «Νεφέλες» γελοιοποιεί δημόσια τον γουρλομάτη δάσκαλο;

Ρητορικά τα ερωτήματα. Πιστεύω πως αν ο Λυσίας ζούσε, όταν ο Πλάτωνας κυκλοφόρησε τον «Φαίδρο» του, ο Αθηναίος σοφός δεν θα τολμούσε να εξαπολύσει έναν τέτοιο βίαιο λίβελλο εναντίον τού μεγάλου αυτού ρήτορα.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Ωστόσο, στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας, ο Πλάτωνας δίνει μια μάχη που θα ήθελα κ’ εγώ να λάβω μέρος σ’ αυτή. Όμως το σκέφτομαι αν θα μπορούσα ανεπιφύλακτα να συνταχθώ μαζί του.

Μάχη εναντίον τι; Εναντίον της κατάπτωσης της πολιτικής ζωής. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αθηναίος σοφός δεν αναμείχθηκε με την πολιτική. Η ίδια (αν όχι χειρότερη) κατάπτωση παρατηρείται και σήμερα. Εν όψει των επικείμενων εκλογών, βλέπει κανείς όλο το βάθος του ξεπεσμού της κατ’ ευφημισμό «δημοκρατίας». Όμως ο Πλάτωνας ποθούσε να φέρει τη σωτηρία. Αλλά πώς; Στην «Πολιτεία» του, φορώντας τη μάσκα του Σωκράτη, λέει:

«Αν δεν βασιλεύσουν στις πόλεις οι φιλόσοφοι ή δεν φιλοσοφήσουν ειλικρινά και αρκετά («γνησίως τε και ικανώς») αυτοί που σήμερα λέγονται βασιλείς και δυνάστες, και δεν συγκεντρωθούν στο ίδιο πρόσωπο η πολιτική δύναμη και η φιλοσοφία («εις ταυτόν ξυμπέση, δύναμίς τε πολιτική και φιλοσοφία») και δεν αποκλειστούν όσοι σήμερα ακολουθούν χωριστά τον ένα ή τον άλλο δρόμο, δεν θα παύσουν, φίλε μου Γλαύκων, τα κακά των πόλεων («ούκ έστι κακών παύλα ταις πόλεσι») και νομίζω και όλης της ανθρωπότητας» (473D).

Είναι φανερό ότι το πολιτικό καράβι, για να μη τσακιστεί στα βράχια, χρειάζεται ικανό και σοφό καπετάνιο, όχι κάποιον εκλεγμένο από τον όχλο των ανίδεων επιβατών. Να γιατί ο Αθηναίος Ισοκράτης πρότεινε για «καπετάνιο» τον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Β’, προκειμένου να καταπαύσουν τα δεινά της πολιτικής ζωής των Ελληνίδων πόλεων-κρατών, που η μία πόλη κατασπάραζε την άλλη.

Ο ΓΛΑΥΚΩΝ

Ο Πλάτωνας είχε δύο μεγαλύτερα στην ηλικία αδέλφια: τον Γλαύκωνα και τον Αδείμαντο. Και οι δύο εμφανίζονται στην «Πολιτεία» και συζητούν με τον Σωκράτη. Το θέμα είναι η δικαιοσύνη.

Ο Γλαύκων λέει ότι όσοι εφαρμόζουν τη δικαιοσύνη, το κάνουν αθέλητα («άκοντες») και από την αδυναμία τους ν’ αδικήσουν («αδυναμία τού αδικείν»). Προτείνει μια υπόθεση εργασίας:

Ας φανταστούμε –λέει– ότι δίνουμε την άδεια και στον δίκαιο και στον άδικο να κάνει ό,τι θέλει («ποιείν ό τι αν βούληται»). Κατόπιν να τους παρακολουθήσουμε και να προσέξουμε πού θα τραβήξει τον καθένα τους η επιθυμία του («ποι η επιθυμία εκάτερον άξει»). Θα πιάναμε, λοιπόν, στα φανερά («επ’ αυτοφώρω») τον δίκαιο να τραβάει, εξαιτίας της πλεονεξίας του, τον ίδιο δρόμο με τον άδικο, γιατί κάθε άνθρωπος από τη φύση του επιδιώκει την πλεονεξία σαν κάτι το καλό και μόνο από τον νόμο εξαναγκάζεται να σέβεται την ισότητα («νόμω δε βία παράγεται επί την του ίσου τιμήν»).

Κανένας δεν είναι δίκαιος με τη θέλησή του («ουδείς εκών δίκαιος»), αλλά από ανάγκη, γιατί η δικαιοσύνη δεν είναι από μόνη της κάτι το καλό, αφού εκεί που καθένας θα νομίσει ότι μπορεί ν’ αδικεί, το κάνει. Αυτοί που παινεύουν τη δικαιοσύνη, θα πουν ότι ο δίκαιος θα μαστιγωθεί, θα βασανιστεί, θα φυλακιστεί, θα τον τυφλώσουν και στο τέλος, αφού πάθει όλ’ αυτά τα κακά, θα τον σταυρώσουν («ανασχινδυλευθήσεται»).

ΣΧΟΛΙΑ

Ν’ αρχίσουμε από τη «σταύρωση» του δίκαιου ανθρώπου. Και στον «Γοργία» ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί τον όρο «ανασταύρωση» (473C). Να σημειώσουμε πως το κομμάτι αυτό του πλατωνικού κειμένου δεν πέρασε απαρατήρητο από τους απολογητές και «πατέρες» της Εκκλησίας, οι οποίοι με χαρά έσπευσαν να το χαιρετήσουν ως προφητεία για τη σταύρωση του Ιησού!

Βρίσκω τον Γλαύκωνα πιο πραγματιστή από τον Πλάτωνα, αφού η ιστορία τού ανθρώπου είναι ιστορία πλεονεξίας – «μητέρα» όλων των πολέμων. Αν αύριο όλοι οι πολιτικοί άρχοντες γίνουν φιλόσοφοι, όπως προτείνει ο Πλάτωνας, αυτό δεν εξασφαλίζει την ήττα τής φύσης τού ανθρώπου. Ο ίδιος ο Πλάτωνας φιλοσοφούσε «γνησίως τε και ικανώς», αλλά την ίδια στιγμή καθύβριζε τον Λυσία χωρίς λόγο!

Αλλά ούτε και η σαρωτική αντίληψη του Γλαύκωνα, ότι κανένας δεν είναι δίκαιος με τη θέλησή του, απηχεί την πραγματικότητα. Πάντα υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι γεννημένοι με τον σπόρο της δικαιοσύνης, που αυτοθέλητα υπηρετούν το δίκαιο.

Ωστόσο, η ατομική δικαιοσύνη δεν ταυτίζεται με τη δικαιοσύνη του όχλου. Μέσα στο κοινωνικό σύνολο, ο άνθρωπος ακολουθεί τις όποιες ηθικοθρησκευτικές αντιλήψεις του πλήθους.