Eίχα ανεβεί τρέχοντας τις σκάλες και βρήκα την πόρτα του γραφείου του ανοιχτή.

Σήκωσε το βλέμμα του από τα χαρτιά που τον έπνιγαν και έπαθα τρακ αντικρύζοντας το διαπεραστικό βλέμμα του Τάκη Γκόγκου μέσα από τον μαύρο σκελετό των γυαλιών του.

«Καλημέρα, κάθισε… σε πειράζει ο ήλιος;”

Eίχα πάει να τον δω ακάλεστη. Στην πραγματικότητα να ζητήσω δουλειά. Με μικρή προϋπηρεσία στον «Πυρσό» που είχε κλείσει.

Ναι, είχα πάει σ’ αυτό που αποκαλούσε ο αείμνηστος Μιχαηλίδης «ερυθρό έντυπο», παρά τις παραινέσεις συγγενών και φίλων ότι θα «σταμπαριστώ». Ολίγο με ενδιέφερε, για το λόγο ότι από τότε ήμουν ακομμάτιστη. Πολιτικοποιημένη ναι, κομματισμένη όμως όχι.

Φορούσα –θυμάμαι– ένα σκούρο γκρι με λευκές ρίγες pant suit, κίτρινο πουκάμισο και λευκή γραβάτα. Τι πήγαινα να παραστήσω;

Eίχα όλα τα άρθρα μου από τον «Πυρσό» σε μεγάλο φάκελο και χωρίς περιστροφές ούτε καν εισαγωγή, του είπα ότι με ενδιαφέρει να γράφω στον «Νέο Κόσμο». Συνάμα πήγα να ανοίξω το φάκελο να του δείξω τη δουλειά μου. Όλα αυτά γρήγορα λες και φοβόμουν ότι θα μετάνιωνα και θα το ‘βαζα στα πόδια.

Φάνηκε να διασκεδάζει με την αμηχανία μου, αλλά και το θάρρος μου να έλθω αμέσως στο θέμα. «Έλα κάθισε… σε πειράζει ο ήλιος;»

Βασανιστικές –θυμάμαι– στιγμές, που τελείωσαν όμως γρήγορα: «Κοίταξε, τη δουλειά σου τη ξέρω. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι γράφεις καλά. Μ’ αρέσει το γράψιμό σου. Πρέπει όμως να έχεις πάντα υπόψιν σου τη γραμμή της εφημερίδας».

Ξαφνικά το χαμόγελο είχε φύγει από το πρόσωπό του και με κοίταζε μ’ αυτό που ερμήνευσα τότε, αλλά και τώρα, αυστηρά. Σα να είχα πέσει σε κάποιο παράπτωμα. Α, σκέφτηκα, ο «Πυρσός».

«Βέβαια. Ασφαλώς. Δεν μ’ ενδιαφέρει εξάλλου το πολιτικό άρθρο» αντέδρασα βιαστικά, χωρίς να σκεφτώ ότι όλη μου σχεδόν η αρθρογραφία, επί τέσσερις και δεκαετίες, θα είχε το στοιχείο της πολιτικής, είτε αυτό ήταν για την εκπαίδευση, τον πολιτισμό, τα δικαιώματα του μετανάστη, εκατοντάδες συνεντεύξεις με άτομα από όλα τα επίπεδα και τα μονοπάτια της ζωής.

ΜΕ ΕΜΠΙΣΤΕΥΘΗΚΕ

Του χρωστώ απέραντη ευγνωμοσύνη, γιατί, από τα πρώτα κιόλας στάδια της αρθρογραφίας μου, μ’ εμπιστεύθηκε. Σεβάστηκε τη δουλειά μου, αναγνώρισε την ευσυνειδησία μου και μου έδωσε την πρωτοβουλία ν’ ανοίξω τα φτερά μου. Δεν μιλούσαμε πολύ. Πάντα ήταν βιαστικός, πάντα… έφευγε στο Σίδνεϊ (πραγματικά ή εικονικά), η αύρα του όμως ήταν εκεί. Ένα βιαστικό «καλό το κομμάτι σου σήμερα», ήταν η νούμερο ένα φιλοφρόνηση που μπορούσες να περιμένεις! Όχι πολλά να μην πάρουν τα μυαλά μας αέρα και ζητάμε άλλα αντ’ άλλων, όπως π.χ. αύξηση!

Εκείνο που θαύμαζα πάντα στον Τάκη Γκόγκο ήταν η αγάπη του στο έντυπο που το πήρε στα χέρια του και το ανέβασε τόσο ψηλά, ο σεβασμός του στον αναγνώστη και το αλάθητο ένστικτό του να μην τον θίξει.

Σήμερα, που δεν είναι πια ανάμεσά μας, νοιώθω ότι η παρακαταθήκη που άφησε πίσω του είναι το μεγαλύτερο δώρο που μπορούσε να κάνει στον καθένα από μας, στην παροικία αλλά και στον κόσμο ολόκληρο.

Από χθες, έχει βουίξει ο κόσμος απ’ άκρη σ’ άκρη! Λύπη, σεβασμός, θαυμασμός, αναγνώριση απεριόριστη για το έργο του από εδώ μέχρι τα πέρατα της γης!

Τον βλέπω να χαμογελά με ικανοποίηση για όλα αυτά και να πάει να συναντήσει τους κολλητούς του Τάκη Καλδή και Αντώνη Τούμπουρου για καμμιά παρτίδα τάβλι! Αργότερα να πειράξει τον Γκοφ Γουίτλαμ και να πιει κανένα ποτηράκι με τον Μπομπ Χόουκ.

Καλό ταξίδι Τάκη!