Είναι νέος, πολυτάλαντος και πολλά υποσχόμενος στο χώρο της φωτογραφίας. Ο λόγος για τον ομογενή Μιχάλη Τέο (Michael Teo) που ήδη έχει αφήσει τη στίγμα του ως καλλιτεχνικός φωτογράφος, επιτυγχάνοντας αρκετές διακρίσεις σε διεθνείς διαγωνισμούς. Μια από τις σημαντικές στιγμές στην καριέρα του ήταν η πρόσφατη κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στο Παγκόσμιο Κύπελλο Φωτογραφίας που πραγματοποιήθηκε στη Νορβηγία τον περασμένο Απρίλιο.
Η πρώτη μου επικοινωνία μαζί του ήταν μια πραγματική έκπληξη καθώς στην άλλη άκρη του τηλεφώνου αντί να με υποδεχτεί μια απρόσιτη και τυπική φωνή, όπως περίμενα, άκουσα έναν άνθρωπο γεμάτο ενθουσιασμό και διάθεση να μοιραστεί πράγματα αλλά κυρίως συναισθήματα. Επέλεξε να μιλήσουμε Ελληνικά, ενώ συχνά την κουβέντα μας διέκοπτε το αυθόρμητο γέλιο του, ένδειξη της παιδικότητας και της ευαισθησίας που τον διακρίνει ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη.
Η ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ ΜΕ ΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Γεννημένος σε οικογένεια καλλιτεχνών, με μητέρα συγγραφέα, πατέρα ζωγράφο και αδελφό μουσικό, η ενασχόληση με τις τέχνες ήταν για τον Μιχάλη μονόδρομος. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών, στράφηκε στη μουσική. Έπαιζε και δίδασκε ώσπου το 2011 ανάμεσα στους μαθητές του βρέθηκε ένας τους πιο διακεκριμένους φωτογράφους της Αυστραλίας. Ο Μιχάλης εκείνη την εποχή ήθελε να κάνει μια φωτογράφηση για την ιστοσελίδα της σχολής του και ζήτησε από τον μαθητή του να την κάνει. Ανάμεσα σε καφέδες, ατέλειωτες κουβέντες και καλαμπούρια, έγινε η φωτογράφηση αυτή η οποία δεν άφησε τον Μιχάλη αδιάφορο. Καθ’ όλη τη διάρκειά της δεν σταματούσε να ρωτάει τον φίλο φωτογράφο για όλες τις τεχνικές λεπτομέρειες.
Δεν ήταν όμως τότε που του μπήκε το μικρόβιο της φωτογραφίας. Λίγο καιρό αργότερα, θέλοντας και πάλι να τραβήξει κάποια βίντεο για εκπαιδευτικούς λόγους, αγόρασε –υπό την καθοδήγηση πάντα του φωτογράφου μαθητή του- μια επαγγελματική φωτογραφική μηχανή. Για να την μάθει, άρχισε να πειραματίζεται με μοντέλα τη δίχρονη τότε κόρη του, τη γυναίκα του και στιγμιότυπα από την καθημερινή του ζωή. Κάπως έτσι έγινε η αρχή.
Τα μαθήματα μουσικής άρχισαν πλέον να εξοφλούνται με μαθήματα φωτογραφίας φέρνοντας τον Μιχάλη όλο και πιο κοντά στον κόσμο της φωτογραφίας. Ώσπου μια μέρα διαπίστωσε ότι είχε βρει κάτι που αγαπούσε περισσότερο από τη μουσική. «Αυτό ήταν μια έκπληξη για μένα γιατί κανένας μουσικός δεν μπορεί να φανταστεί ότι μπορεί να βρει κάτι που θα το αγαπήσει πιο πολύ από τη μουσική, ειδικά όταν έχει αφιερώσει όλη τη ζωή του για να το καλλιεργήσει» λέει χαρακτηριστικά.
ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Αν μουσική και φωτογραφία φαντάζουν άσχετα μεταξύ τους στους μη γνωρίζοντες, ο Μιχάλης Τέο έχει διαφορετική άποψη και εξηγεί πώς το μουσικό του υπόβαθρο επηρέασε το έργο του ως φωτογράφου:
«Πρώτα απ’ όλα, ως μουσικός είχα μάθει να βρίσκω την ισορροπία σε διάφορα στοιχεία, όπως νότες, χρόνους, ρυθμούς. Στη φωτογραφία πρέπει να βρεις αντίστοιχα την ισορροπία σε στοιχεία όπως το φως, την έκφραση, την κίνηση.
Από την άλλη, είχα μάθει ότι η τέχνη υπάρχει για να υποστηρίζει την έκφραση. Η έκφραση χωρίς την τέχνη είναι σαν μικρό παιδί που φωνάζει. Τέχνη χωρίς έκφραση είναι κάτι κενό.
Είχα μάθει επίσης να συνεργάζομαι με άλλους, κάτι που με βοήθησε πολύ στη δουλειά μου ως φωτογράφου, όπου επίσης δουλεύω με άλλους και έτσι μπορώ να επικοινωνώ και να μοιράζομαι μαζί τους το ίδιο όραμα για ένα καλό αποτέλεσμα.
Τέλος, οι μουσικοί έχουν μια συγκεκριμένη ρουτίνα που περιλαμβάνει την πολύωρη καθημερινή πρακτική άσκηση. Αυτό το μετέφερα και στην ενασχόλησή μου με τη φωτογραφία. Αντιμετωπίζω τη φωτογραφική μου μηχανή ως ένα μουσικό όργανο το οποίο πρέπει να μάθω και να τελειοποιήσω» λέει ο ταλαντούχος φωτογράφος.
Είναι πράγματι αξιοσημείωτο ότι ο Μιχάλης Τέο δεν έκανε ποτέ οργανωμένες σπουδές πάνω στη φωτογραφία. Όπως παραδέχεται ο ίδιος ήταν αρκετά τυχερός που είχε για μαθητή του έναν τόσο ικανό φωτογράφο που υπήρξε και ο μέντοράς του και ο οποίος τον σύστησε στην πορεία σε άλλους οι οποίοι με γενναιοδωρία μοιράστηκαν μαζί του τα μυστικά της δουλειάς τους, όχι μόνο σε ό,τι αφορά τη φωτογράφηση αυτή καθαυτή αλλά και την επιχείρηση της φωτογραφίας, όπως τις χρεώσεις, τα συμβόλαια, τα πνευματικά δικαιώματα.
«Είχα πολύ πάθος και το έψαξα ενώ οι κατάλληλοι άνθρωποι μου έδειξαν τους κατάλληλους τρόπους για να το κάνω. Και είχα και την πειθαρχία που απαιτείται για να το μάθω» λέει.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ο ΚΛΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Η δουλειά του επικεντρώνεται στη διαφήμιση και στα πορτραίτα. Δουλεύει με ανθρώπους κι αυτό είναι κάτι που τον γοητεύει και τον ελκύει αφάνταστα καθώς δεν θεωρεί ότι θα μπορούσε να σηκώνεται νύχτα, να φορτώνεται όλο τον εξοπλισμό του και να πηγαίνει να στήνεται στην κορυφή ενός βουνού περιμένοντας την ανατολή του ήλιου. Του αρέσει η επικοινωνία και η σύνδεση με τον άνθρωπο που φωτογραφίζει κάθε φορά. Παραδέχεται, όμως, πως αυτό συχνά μπορεί να είναι μια πρόκληση, καθώς οι σκέψεις και τα συναισθήματα των ανθρώπινων μοντέλων περνούν στην έκφρασή τους και αυτό επηρεάζει άμεσα το φωτογραφικό αποτέλεσμα. Από την άλλη, ο φωτογράφος θα πρέπει να μπορεί να διακρίνει τα «δυνατά» χαρακτηριστικά του μοντέλου του και να βρίσκει κάθε φορά την έκφραση και το ύφος που τα αναδεικνύουν.
Στο σημείο αυτό βρήκα την ευκαιρία να τον ρωτήσω τη γνώμη του για την αρχαία ινδιάνικη παροιμία που λέει ότι οι φωτογραφίες φυλακίζουν τις ψυχές. Γέλασε και απάντησε: «Στη φωτογραφία χρησιμοποιούμε τον όρο «φωτογένεια». Αυτή η λέξη προκύπτει από τις λέξεις «φως» και «γέννηση». Στη Βίβλο αναφέρεται ότι το πρώτο πράγμα που δημιούργησε ο Θεός ήταν το Φως. Κι αυτό δεν ερμηνεύεται στενά με τη φυσική έννοια αλλά μεταφυσικά, ως το φως της ψυχής μας. Συνεπώς, για μένα, ο όρος «φωτογένεια» δε σημαίνει απλά το να φαίνεται κανείς ωραίος στη φωτογραφία αλλά ότι γεννάει αυτό το φως από μέσα του.
Αν μπορώ να βγάλω αυτό το φως μέσα από τον κάθε άνθρωπο που φωτογραφίζω, τότε, ναι, έχω απαθανατίσει ένα κομμάτι της ψυχής του». Όμως, αυτό δεν είναι εύκολη υπόθεση. Όπως εξηγεί, «εάν θέλω κάποιος να ανοίξει τον εαυτό του σε μένα, θα πρέπει κι εγώ να ανοίξω τον εαυτό μου σ’ αυτόν. Δεν μπορώ να απαιτήσω από κάποιον να μου ανοίξει τη καρδιά του, έτσι απλά. Ο καλύτερος και ο πιο εύκολος τρόπος να το προκαλέσεις αυτό είναι να είσαι ο άνθρωπος που θέλεις ο άλλος να είναι».
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Όταν τον ρώτησα πώς αισθάνεται για την πρωτιά του στο Παγκόσμιο Κύπελλο Φωτογραφίας, η απάντηση ήταν αφοπλιστική: «Βεβαίως νιώθω υπερήφανος, αλλά και από την άλλη αυτό που κάνω έρχεται τόσο φυσικά που ειλικρινά δεν ξέρω πώς να αισθανθώ. Είναι σαν να βραβεύει κάποιος έναν άνθρωπο επειδή ανασαίνει».
Στη συνέχεια ζήτησα την ιστορία πίσω από τη φωτογραφία που απέσπασε όχι μόνο το χρυσό στον παγκόσμιο διαγωνισμό αλλά και ένα ακόμα βραβείο σε εθνικό επίπεδο. Χαμογέλασε, πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε: «Γι’ αυτή τη φωτογραφία υπάρχουν πολλές ιστορίες. Πρόκειται για μια στιγμή της γυναίκας μου με την μητέρα της λίγο πριν εκείνη ξεψυχήσει. Η πεθερά μου ήταν καρκινοπαθής σε τελικό στάδιο. Ξέραμε ότι δεν είχε πολύ χρόνο ακόμη. Τότε η γυναίκα μου μού ζήτησε να πάρω τη φωτογραφική μου μηχανή για να απαθανατίσω κάποιες τελευταίες εικόνες από εκείνην. Όπως μπορείς να φανταστείς, ήταν μια πολύ δύσκολη στιγμή για μένα. Τόσο η γυναίκα μου όσο κι εγώ κλαίγαμε συνεχώς. Η συγκίνησή μου ήταν τέτοια που δεν μπορούσα να θυμηθώ καν πώς δουλεύει η μηχανή, άσε τις τεχνικές λεπτομέρειες. Κατάφερα να πάρω τελικά μόνο τριάντα φωτογραφίες. Για πολλές μέρες κάθε φορά που επιχειρούσα να τις επεξεργαστώ ξεσπούσα σε κλάματα κι εγκατέλειπα την προσπάθεια. Να φανταστείς ότι η γυναίκα μου ενάμιση χρόνο μετά το θάνατο της μητέρας της δεν έχει δει ακόμα τη φωτογραφία αυτή, παρ’ ότι η φωτογραφία έχει βραβευθεί δυο φορές».
Τον ρώτησα πώς αποφάσισε να βάλει στον διαγωνισμό μια τόσο προσωπική φωτογραφία. «Πιστεύω ότι η τέχνη είναι άδεια όταν δεν εκφράζει κάτι, γι’ αυτό και θεώρησα ότι εάν κάτι με συγκινεί τόσο πολύ, αυτό είναι που πρέπει να βάλω και παρ’ ότι είχα άλλες φωτογραφίες αρτιότερες τεχνικά, εντούτοις, δεν είχαν την ίδια δύναμη ως προς το συναίσθημα και γι’ αυτό δεν τις επέλεξα τελικά», απάντησε ο καλλιτέχνης.
Ως φωτογράφος διαφήμισης αυτή την περίοδο έχει επικεντρωθεί στην επέκταση του πελατολογίου του στοχεύοντας σε συμβόλαια με μεγαλύτερες εταιρίες, αλλά, όπως εξομολογήθηκε, στα άμεσα σχέδιά του είναι μια προσωπική έκθεση, χωρίς να έχει κάτι συγκεκριμένο στα σκαριά.
ΠΟΙΑ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ
Με πατέρα κινεζικής και μητέρα ελληνικής καταγωγής, ο ίδιος δεν μπορεί να αποφασίσει ποια κουλτούρα τον έχει στιγματίσει περισσότερο. «Πιστεύω ότι έχω πάρει και από τις δύο κουλτούρες. Οι Έλληνες είναι πολύ εκφραστικοί, δεν ντρέπονται και είναι κυρίως συναισθηματικοί ως άνθρωποι. Οι Κινέζοι, από την άλλη, σκέφτονται πιο πολύ και ανησυχούν για το πώς οι πράξεις τους θα επηρεάσουν τους άλλους. Νομίζω ότι σε όλη μου τη ζωή ισορροπώ ανάμεσα στα δύο» λέει χαρακτηριστικά.
Είτε ενεργεί αυθόρμητα είτε μετά από σκέψη είτε αφήνεται στο συναίσθημά του ή μένει πιο συγκρατημένος, το σίγουρο για τον Μιχάλη Τέο είναι ότι τέχνη και σκληρή δουλειά πάνε χέρι–χέρι. Θυμάται τη μητέρα του που κάθε βράδυ, μετά τις δουλειές της καθόταν κι έγραφε μέχρι τις 3 το πρωί. Έγραφε, διόρθωνε, ξανάγραφε. Κι έτσι έμαθε ότι, αν θες να είσαι -και όχι απλά να δηλώνεις- καλλιτέχνης, θα πρέπει να ασχολείσαι σοβαρά με την τέχνη σου, αφιερώνοντας ώρες.
Με αυτό το βίωμα ως οδηγό του, ο ταλαντούχος φωτογράφος διαγράφει τη δική του λαμπρή πορεία στο χώρο του αποδεικνύοντας έμπρακτα αυτό που μου είπε κλείνοντας την κουβέντα μας: «Θέλω η δουλειά μου να έχει νόημα, να έχει βάθος, γιατί αλλιώς δε θα έχω πλέον κίνητρο για να την κάνω».