«Τα βλέπετε αυτά τα χαλάσματα;» Η ηλικιωμένη κυρία κινείται γύρω στο δωμάτιο. Το σαλόνι της είναι διακοσμημένο σε διάφορα στυλ, αντικατοπτρίζοντας αισθητικές από τη δεκαετία του ’50 έως τη δεκαετία του ’80. Αλλά όχι παραπέρα. Μετά από αυτό το χρονικό διάστημα, ο χρόνος έχει σταματήσει. Η οσμή της υγρασίας δεσπόζει.
«Καταρρέουν μπροστά στα μάτια μου. Είμαι σε σύνταξη και ο σύζυγός μου έχει πεθάνει. Δεν μπορώ να κάνω τις αναγκαίες επισκευές μόνη μου και ούτε μπορώ να πληρώσω κάποιον να τις διεκπεραιώσει» αναστενάζει… «Δεν υπάρχουν άλλα έσοδα. Είχαμε ένα ακίνητο και το δωρίσαμε στο γιο μου όταν παντρεύτηκε. Τώρα βγαίνει το διαζύγιο και θα τη χάσει αυτή την περιουσία. Θέλω να τον στηρίξω οικονομικά, αλλά δεν μπορώ. Η μόνη λύση είναι να πουλήσει αυτό το σπίτι -οι τιμές των ακινήτων σε αυτήν την περιοχή είναι αρκετά υψηλές- αλλά πού να πάω; Έχω ζήσει εδώ από τότε που έφτασα στην Αυστραλία. Οι γείτονες έρχονται και με επισκέπτονται. Κάποιος θα χτυπήσει πάντα στην πόρτα μου για να βεβαιωθεί αν είμαι εντάξει. Δεν θέλω να φύγω από εδώ».
Ο κ. Γιάννης είναι ένας συνταξιούχος και φροντίζει τη γυναίκα του που έχει άνοια. «Είμαστε παντρεμένοι πενήντα χρόνια» αναφωνεί, δακρύζοντας. Χαϊδεύει τα μαλλιά της συζύγου του τρυφερά, καθώς αυτή κάθεται ανέκφραστη. «Είναι τόσο όμορφη τώρα, όσο ήταν την ημέρα που την παντρεύτηκα. Δεν μού ‘ρχεται να την βάλω σε γηροκομείο. Όσο θα στέκομαι στα δύο πόδια μου, θα την φροντίζω. Ακόμη και με τα λίγα λεφτά που έχω. Το πρόβλημα που έχω είναι με τα παιδιά της κόρης μου. Η κόρη μου δεν μπόρεσε να δώσει στα παιδιά της τις ίδιες ανέσεις που της προσφέραμε εμείς. Τα εγγόνια μας θέλω τουλάχιστον να τα βάλω στο σωστό δρόμο εξασφαλίζοντάς τους μια προκαταβολή για ένα σπίτι. Διαφορετικά, στη σημερινή αγορά, χωρίς βοήθεια, δεν υπάρχει τρόπος να αγοράσουν δική τους στέγη. Θέλω να δανειστώ κάποια χρήματα, προσφέροντας ως ενέχυρο το σπίτι μου για να τα βοηθήσω, αλλά οι μεσίτες τους οποίους συμβουλεύτηκα με πληροφορούν ότι δεν υπάρχει κανένας τρόπος στην ηλικία μου να εξασφαλίσω το απαιτούμενο δάνειο».
Η κ. Σούλα, ο σύζυγος της οποίας πέθανε πριν δύο χρόνια από αιφνίδια καρδιακή προσβολή, μας εμπιστεύεται: «Έχω ασχοληθεί με επιχειρήσεις από τότε που έφτασα στην Αυστραλία. Δουλειά από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ποτέ δεν ανησυχούσα για τα χρήματα. Ο σύζυγός μου διακανόνιζε τα οικονομικά και είχαμε αποκτήσει πολλά ακίνητα. Έτσι δεν δικαιούμαστε σύνταξη. Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να προγραμματίσω το μέλλον μου. Τα είχε όλα τακτοποιήσει. Μόλις πέθανε, συνειδητοποίησα πόσα χρήματα χρωστούσε. Αφού οι πιστωτές πήραν την επιχείρηση και τα ακίνητα, έμεινα μόνο με το οικογενειακό σπίτι και την φροντίδα του πενηντάχρονου γιου μου που έχει αυτισμό. Δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα για να συντηρήσουμε το σπίτι και τους δυο μας. Αλλά αυτό που πραγματικά θέλω να κάνω είναι να μπορέσω τελικά να πάω στην Ελλάδα. Θέλω να περάσω λίγο χρόνο με την ηλικιωμένη αδελφή μου που έχω τριάντα χρόνια να τη δω και να την φροντίσω στα τελευταία της. Αλλά δεν έχω τα χρήματα και δεν υπάρχει κανένας τρόπος να τα βρω».
Η κυρία Κατερίνα είναι περιεκτική: «Δεν θέλω να μετακομίσω σε γηροκομείο και να είμαι μακριά από τον κήπο μου ή την κόρη μου που μένει δίπλα. Η κόρη μου εργάζεται και μεγαλώνει την οικογένειά της. Δεν μπορεί να με φροντίσει και χρειάζομαι βοήθεια κατά τη διάρκεια της ημέρας. Είχα κάποιες οικονομίες, αλλά τις χάρισα στην κόρη μου για να αποπληρώσει το δάνειό της. Δεν θέλω να την επιβαρύνω με την οικονομική ευθύνη της φροντίδας μου. Αφού προσπάθησα να εξασφαλίσω χρηματοδότηση από διάφορες πηγές ανεπιτυχώς, η κόρη μου τελικά μου σύστησε να εξετάσω το ενδεχόμενο της αντίστροφης υποθήκη. Τώρα αισθάνομαι ασφαλής στο σπίτι μου, φροντίζω τον εαυτό μου, χωρίς να επιβαρύνω κανέναν».
Καθώς η πρώτη γενιά της ελληνικής παροικίας γερνά, πολλά από τα μέλη της αντιμετωπίζουν την επικείμενη συνταξιοδότησή τους με ανησυχία. Με την προϋπόθεση ότι θα συνταξιοδοτούνται άνετα, ένας σημαντικός αριθμός συμπαροίκων αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί, από το εισόδημα που λαμβάνει, να χρηματοδοτήσει βασικές επιλογές ζωής ή να καλύψουν άμεσες ανάγκες. Σε συνδυασμό με μια όλο και πιο απροσπέλαστη αγορά δανεισμού, πολλοί συνταξιούχοι αντιμετωπίζουν στερήσεις και άγχος.
Ο Χρήστος Μουτζίκης από την εταιρεία Chris Moutzikis of Household Capital, παρακολουθεί στενά αυτό το αναδυόμενο φαινόμενο. «Η κατάσταση της πρώτης γενιάς επηρεάζεται από το γεγονός ότι υπάρχει μια πολιτισμική μεταστροφή στις παραδοσιακές προοπτικές όσον αφορά την οικογενειακή ιδιοκτησία» παρατηρεί.
«Παραδοσιακά, η ακίνητη περιουσία θεωρήθηκε ως κάτι που δεν ανήκε σε ένα άτομο, αλλά μάλλον, σε ολόκληρη την οικογένεια, ένα περιουσιακό στοιχείο που θα έπρεπε να διατηρηθεί και να κληροδοτηθεί στις επόμενες γενιές. Αυτός είναι ο λόγος που εντοπίζουμε το φαινόμενο των ηλικιωμένων Ελλήνων που ζουν σε συνθήκες φτώχειας, επειδή δεν επιθυμούν να επενδύσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία για να χρηματοδοτήσουν τη ζωή τους. Αντ’ αυτού, υπάρχει η προσδοκία ότι θα κληροδοτήσουν άθικτα την περιουσία τους στα παιδιά τους. Φυσικά, υπάρχει, σύμφωνα με την παράδοση η ανάλογη προσδοκία ότι παραδοσιακά, τα παιδιά πρέπει να ανταποδώσουν, φροντίζοντας τους γονείς τους – αλλά στη σημερινή πολύπλοκη κοινωνία και με τις απαιτητικές συνθήκες εργασίας, αυτό δεν είναι πάντα εφικτό. Συχνά παρακολουθώ περιστατικά γονέων που αισθάνονται την ανάγκη ή πιέζονται να στηρίξουν τα παιδιά τους οικονομικά, ακόμη κι όταν τα παιδιά τους είναι μεσήλικες.
Όπως δείχνουν τα παραπάνω παραδείγματα, οι σύνθετες και απρόβλεπτες αναδυόμενες ανάγκες των Ελλήνων συνταξιούχων της Αυστραλίας αποτελούν πρόκληση για τις πατροπαράδοτες έννοιες ιδιοκτησίας, προκαλώντας τους να αναζητήσουν νέες προσεγγίσεις για την εξασφάλιση οικονομικών πόρων. Σύμφωνα με τον κ. Μουτζίκη, η δανειοδότηση ιδίων κεφαλαίων, με αντίστροφη υποθήκη, αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο ως αποτελεσματική λύση για τα πιεστικά οικονομικά προβλήματα και προβλήματα επιβίωσης πολλών Ελλήνων συνταξιούχων και ηλικιωμένων.
Όπως εξηγεί ο ίδιος: «Όλο και περισσότεροι ηλικιωμένοι συμπάροικοι εκμεταλλεύονται το είδος υποθήκης στον οποίο ένας ιδιοκτήτης σπιτιού μπορεί να δανειστεί χρήματα ενάντια στην αξία του σπιτιού του, λαμβάνοντας χρήματα, κατ’ αποκοπήν, υπό μορφή σταθερής μηνιαίας πληρωμής ή γραμμής πίστωσης. Δεν απαιτείται αποπληρωμή της υποθήκης (κεφάλαιο ή τόκοι) μέχρι να πεθάνει ο δανειολήπτης, να απομακρυνθεί μόνιμα ή να πουλήσει το σπίτι. Η συναλλαγή είναι δομημένη έτσι ώστε το ποσό του δανείου να μην υπερβαίνει την αξία της κατοικίας καθ ‘όλη τη διάρκεια του δανείου. Οι τόκοι χρεώνονται όπως κάθε άλλο δάνειο, εκτός από το ότι δεν χρειάζεται να κάνουν αποπληρωμές ενώ ζουν στο σπίτι τους. Διαρκώς, παραμένουν ιδιοκτήτες του σπιτιού τους και μπορούν να παραμείνουν σε αυτό για όσο χρονικό διάστημα θέλουν. Το πιο σημαντικό είναι ότι το δάνειο, οι τόκοι και οι αμοιβές καταβάλλονται μόνο μετά το θάνατό τους, την πώληση του ακινήτου ή όταν αναζητούν στέγη φροντίδας ηλικιωμένων. Σε πολλές περιπτώσεις, υπάρχει η ευελιξία για την αποπληρωμή του δανείου πριν από οποιαδήποτε από αυτά τα συμβάντα, έτσι ώστε τα παιδιά που επιθυμούν να διατηρήσουν την περιουσία των γονιών τους έχουν την ευκαιρία να το καταφέρουν».
Η διάβρωση των κοινωνικών σταθερών και η πολιτισμική ποικιλομορφία της παροικίας μας σημαίνει ότι συχνά παραβλέπουμε τον βαθμό στον οποίο η πρόσβαση στο κεφάλαιο επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο κατανοείται ο όρος της οικογένειας μας και πώς τέτοιοι όροι αμφισβητούνται, μεταβάλλονται ή εξελίσσονται ενάντια στις προκλήσεις της ζωής.
Σύμφωνα με τον κ. Μουτζίκη, οι νέοι τρόποι προσπέλασης των κεφαλαίων, αντί να απειλούν τις παραδοσιακές προοπτικές της οικογένειας, μπορούν να τις ενισχύσουν: «Οι αντίστροφες υποθήκες μπορούν να βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων και να αυξήσουν το εισόδημά τους. Μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση της οικιακής φροντίδας και για τη στήριξη της μετάβασης σε άλλες μονάδες φροντίδας- μια μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η παροικία μας. Η ευελιξία που προσφέρει το προϊόν αυτό, της μεταβίβασης κεφαλαίου μεταξύ των γενεών για την κάλυψη προκαταβολών πχ πρώτων αγοραστών στο σπίτι ή των σχολικών διδάκτρων, συνάδει με την κοινωνική τάση γενιά των παππούδων να συνεχίζουν να λαμβάνουν σημαντικό και αξιοσέβαστο ρόλο στην ανατροφή, φροντίδα και ευημερία των απογόνων τους. Τι το περισσότερο Ελληνικό υπάρχει από αυτό;»
Καθώς όλο και περισσότεροι Ελληνοαυστραλοί αναζητούν οικονομικές συμβουλές για να επωφεληθούν από τα διάφορα ευέλικτα προϊόντα που κυκλοφορούν στην αγορά, αξίζει να εκτιμήσουμε πόσο κεντρική είναι η έννοια της ιδιοκτησίας στην παραδοσιακή αντίληψη της ελληνικής ταυτότητας. Θα μπορούσαν ενδεχομένως να προσφερθούν αυτά τα προϊόντα σε πλούσιες σε ακίνητα αλλά υστερούσες σε μετρητά οργανώσεις της παροικίας μας, μελλοντικά; «Σίγουρα θα πρέπει να εξετασθεί αυτό το ενδεχόμενο,» αξίζει να μελετηθεί” χαμογελά ο κ Μουτζίκης. «Κατά την ελληνική αντίληψη, χωρίς περιουσία, δεν έχεις πραγματική υπόσταση. Η ανάπτυξη ενός τρόπου με τον οποίο μπορεί κανείς να διατηρήσει την περιουσία του, και να χρηματοδοτήσει τις προσδοκίες του είναι στο επίκεντρο της ελληνικής αντίληψης της ταυτότητος και της οικογενειακής υποχρέωσης».