Κατά τη διάρκεια του πρόσφατου Φεστιβάλ Ελλήνων Λογοτεχνών στη Μελβούρνη, ακούστηκαν ενδιαφέρουσες απόψεις από καταξιωμένους στον ευρύτερο Αυστραλιανό χώρο της γραφής, αγγλόφωνους λογοτέχνες ελληνικής καταγωγής, γύρω από τον ρόλο της παροικίας, ως αρωγού δημιουργίας έργων ή γενικότερα, ως λογοτεχνικού πυρήνα.
Μηδενός εξαιρουμένου, οι αγγλόφωνοι λογοτέχνες που εξέφρασαν γνώμη για το θέμα αυτό, εκτίμησαν αρνητικά την παροικία, δηλώνοντας ότι η παροικία (και εδώ εννοείται το ελληνόφωνο τμήμα της, διότι υπάρχει μία αντίληψη ότι το αγγλόφωνό της τμήμα υπάρχει εκτός αυτής) όσον αφορά τη λογοτεχνία, δεν συνδιαλέγεται με την ευρύτερη κοινωνικο-πολιτική αφήγηση της Αυστραλίας, ότι η ιδιαίτερή της λογοτεχνική προσέγγιση είναι αρκετά περιορισμένη σε θεματολογία, ενδοσκοπική, και ότι βέβαια, ο όρος «ελληνο-αυστραλιανή λογοτεχνία» είναι πεπερασμένος, δεν ανταποκρίνεται στις προκλήσεις των καιρών και στην εξέλιξη των ίδιων των Ελληνοαυστραλών. Ορισμένοι, δε, υποστήριξαν ότι η «παροικία» (χωρίς, όμως, να οριοθετήσουν τη εννοούν με τη λέξη αυτή) αντέδρασε βίαια στο έργο τους, εφόσον ασπάζεται, κατά τη δική τους αντίληψη πάντα, από αντιδραστικά, εθνικιστικά και ρατσιστικά ιδεώδη, ωθώντας τους να απομακρυνθούν τελείως από αυτή.
Από αυτές τις επισημάνσεις, φαίνεται να πηγάζουν δύο διαφορετικές κατηγορίες ελληνοαυστραλιανής λογοτεχνίας και λογοτεχνών: Η πρώτη, κατ’ εξοχήν ελληνόφωνη, στην οποία συγκαταλέγονται ως επί το πλείστον οι λογοτέχνες της πρώτης μεταναστευτικής γενιάς και ελάχιστοι της δεύτερης, αρθρώνει έναν λόγο, ο οποίος απευθύνεται στον ελλαδικό χώρο, αλλά και αξιοσημείωτα, στην ίδια την παροικία. Δηλαδή, δημιουργεί και μετέχει σε έναν ιδιαίτερο ενδοπαροικιακό διάλογο, ο οποίος καταπιάνεται με ποικίλα ζητήματα, αλλά, κυρίως, με μία υποτιθέμενη ξεχωριστή κοινή παροικιακή αφήγηση και συνείδηση. Η αφήγηση αυτή βέβαια κατά καιρούς συνδιαλέγεται και με άλλες αφηγήσεις, ταξικές, πολιτικές, ιδεολογικές και θρησκευτικές που δεν περιορίζονται και μόνο στον ελληνοκεντρισμό.
Η δεύτερη κατηγορία, φαίνεται να αποτελείται προπάντων από αγγλόφωνους λογοτέχνες των μεταγενέστερων μεταναστευτικών γενεών, οι οποίοι γράφουν αποκλειστικά στην αγγλική γλώσσα, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις, κάνουν χρήση ελληνικών λέξεων (κυρίως ανορθόγραφες ή σε λατινικούς χαρακτήρες) ώστε να προσδώσουν εθνικό «χρώμα» στη γραφή τους. Συνδιαλέγεται με ένα ευρύ θεματολογικό φάσμα που αντλεί τα ερείσματα και τους προβληματισμούς του ιδίως από τις αφηγήσεις της άρχουσας τάξης και των κοινωνικών ομάδων στο περιθώριο αυτής. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι λογοτέχνες της κατηγορίας αυτής, ακόμη και όταν αναφέρονται σε στοιχεία της «παροικίας» δεν συνδιαλέγονται με την «παροικιακή λογοτεχνία» ούτε μπορεί να ανιχνεύσει κανείς από το έργο τους, γνώση αυτής, λόγω του γλωσσικού χάσματος που εμποδίζει μια τέτοια προσέγγιση.
Όμως στο πρόσφατο Φεστιβάλ, υποστηρίχθηκε από ορισμένους της κατηγορίας αυτής ότι η παροικία και η «παροικιακή λογοτεχνία» (δηλ. στην ελληνόφωνη εκδοχή της) είναι άσχετη ως προς την ευρύτερη Αυστραλιανή αφήγηση και, κατά συνέπεια, απορριπτέα, ενώ οι δικές τους, εναλλακτικές, αγγλόφωνες φωνές, αντιπροσωπεύουν την νέα κοινωνική πραγματικότητα των Ελληνοαυστραλών, τουλάχιστον όσον αφορά την λογοτεχνία.
Αναμφίβολα, το αγγλόφωνο έργο των ελληνικής καταγωγής λογοτεχνών στην Αυστραλία είναι βαρυσήμαντο, ιδιαίτερα εφόσον εγείρει το παράδοξο της δυαδικής υπόστασής μας σε μία πολυπολιτισμική χώρα. Επιλέγοντας να αρθρώσουν τον λόγο τους στη γλώσσα της άρχουσας τάξης και του κατεστημένου, όχι μόνον μετέχουν στους διαλόγους του, αλλά βρίσκονται σε ιδανική θέση να παρέμβουν στον διάλογο αυτό, ώστε να προσθέσουν κάποια στοιχεία του ελληνικού «περιθωρίου» (με τη συνοχή συνήθως και καμιά φορά με επέμβαση της ίδιας άρχουσας τάξης, η οποία έτσι υπογραμμίζει τον ρόλο της ως ελέγχουσα ολόκληρη την αφήγηση), κατά έναν τρόπο που οι ελληνόφωνοι λογοτέχνες αδυνατούν να το πετύχουν, λόγω του ότι περιορίζονται γλωσσικά (δηλ. δεν ελέγχονται) από τον προαναφερθέντα διάλογο ή αφήγηση.
Κατά πόσον, όμως, είναι στ’ αλήθεια «εναλλακτικές» οι φωνές αυτές; Εφόσον συνδιαλέγονται στη γλώσσα του κατεστημένου, οποιαδήποτε αναφορά σε στοιχεία που αφορούν την ελληνικότητα, γίνεται αναγκαίως σύμφωνα με τα συμφραζόμενα της άρχουσας τάξης, ανταποκρινόμενες στις επικοινωνιακές ανάγκες της και αντικατοπτρίζοντας ή αντιδρώντας στις κοσμοαντιλήψεις που κωδικοποιούνται στη γλώσσα της. Έτσι, ο αγγλόφωνος ελληνικής καταγωγής λογοτέχνης, για να καταστεί εμπορεύσιμος, αναγκάζεται να συμμορφωθεί ή να ευθυγραμμιστεί με ορισμένες ιδεολογικές ή κοινωνικές προδιαγραφές που προέρχονται εκτός, αλλά συνάμα εντός του χώρου όπου γαλουχήθηκε.
Θέματα όπως η τραυματική εμπειρία της μετανάστευσης, οι αγώνες για την διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας ή οι ιστορίες με καθαρά ενδοπαροικιακό ενδιαφέρον δεν αφορούν την άρχουσα τάξη και, κατά συνέπεια, δεν γράφονται διότι δεν θα δημοσιευτούν. Αυτό που «πουλάει» είναι σενάρια «σύγκρουσης» παραδόσεων, γλωσσών και εθίμων, όπου κατά γενικό κανόνα, ο λογοτέχνης καλείται να παρουσιάσει τον ελληνικό πολιτισμό (ο οποίος αντιλαμβάνεται κατά γενικό κανόνα αποκλειστικά ως η αγροτική παράδοση των δεκαετιών του ’50 και του ’60 από το κατεστημένο) ως υποδεέστερο της άρχουσας τάξης, ως τροχοπέδη στην επιθυμητή πλήρη ενσωμάτωση στην ευρύτερη μετα-εθνοτική κοινωνία, και τελικά ως ηττημένο.
Υποσυνείδητα ή ακόμη και με επιβολή από εξωτερικούς παράγοντες, αγγλόφωνοι ελληνικής καταγωγής λογοτέχνες ωθούνται να εκφράσουν την υπόστασή τους με τοκενιστικούς ή στερεότυπους τρόπους. Καθ’ ομολογία της πολυτάλαντης Μαρίας Κατσώνη, για παράδειγμα, πιέστηκε από τον εκδότη της να αλλάξει τον τίτλο του βιβλίου της, που αρχικά ήταν «Ζωή σε μας», σε «Good Little Greek Girl» υφιστάμενη όλες τις εννοιολογικές συνέπειες που ακολουθούν μια τέτοια επιλογή.
Οπωσδήποτε, η σύγκρουση ταυτοτήτων και αφηγήσεων αποτελούν χαρακτηριστικό της οντοπαθολογίας όλων μας. Όμως, αν είναι φυσικό και αναγκαίο να ανταποκρινόμαστε και να συνδιαλεγόμαστε διακειμενικά και διαπολιτισμικά με όλες τις εθνοτικές, ταξικές, ΛΟΑΤΚΙ και γλωσσικές ομάδες που δραστηριοποιούνται στον ίδιο χώρο, αυτό δεν σημαίνει ότι αδυνατούμε να το επιτύχουμε διαμέσου της ελληνικής γλώσσας, ούτε ότι συνάμα δεν θα πρέπει να σεβαστούμε και να προωθήσουμε την ύπαρξη ενός ενδοπαροικιακού διαλόγου, δηλαδή, να παραδεχθούμε ότι υπάρχει μία εξίσου σημαντική αφήγηση, που ενώ έχει ερείσματα που υπερσκελίζουν γεωγραφικούς ορίζοντες, πηγάζει από εμάς και απευθύνεται (κυρίως) μόνο σε εμάς.
Και αυτό όχι μόνο ώστε να αποφευχθούν ανακρίβειες όπως αυτές που ειπώθηκαν από ορισμένους συμμετέχοντες στο αξιόλογο και ιστορικής σημασίας Φεστιβάλ Ελλήνων Λογοτεχνών (ότι, για παράδειγμα, οι Έλληνες της Αυστραλίας γράφουν με ρατσιστικό τρόπο για τους ιθαγενείς, αντικατοπτρίζοντας τις αξίες της άρχουσας τάξης, αγνοώντας τους αγώνες της προοδευτικής μερίδας της παροικίας και του έντυπου αυτού για κοινωνική χειραφέτηση, το λογοτεχνικό έργο του Θύμιου Χαραλαμπόπουλου ή τις κοινωνικές μελέτες του Γιώργου Βασιλακόπουλου και της Τούλας Νικολακοπούλου), αλλά ώστε να επισημανθεί ότι χωρίς την ύπαρξη της παροικίας, η οποιαδήποτε αξίωση σε «ελληνική», έστω σε «ελληνόχρωμη» λογοτεχνία, ώστε να περιγράψει την παρουσία μας ως εθνοτική ομάδα στην Αυστραλία, σε οποιαδήποτε γλώσσα, δεν γίνεται εφικτή.
Η παροικία, όπως την αντιλαμβάνεται κανείς, αποτελεί συνάμα τόπο αφετηρίας και επιστροφής για μια ενδελεχή λογοτεχνική συναναστροφή με το περιθώριο και με το κέντρο, με μια διαδικασία αντίστασης κατά του κατεστημένου σε έναν χώρο και σε μία γλώσσα που δεν μπορεί να ελεγχθεί πλήρως από την άρχουσα τάξη, καθώς με όλες τις πτυχές της αντιποδικής μας υπόστασης. Μία φωνή που αξιώνει να ασχοληθεί με την ελληνοαυστραλιανή ιδιότητα, δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι υπάρχει μία αξιοσέβαστη εσωτερική αφήγηση, που συνυπάρχει με τις πολλαπλές άλλες αφηγήσεις και αντικατοπτρίζει ζητήματα και ερεθίσματα, που αφορούν τις δικές μας ιδιαιτερότητες.
Η ιστορική αμνησία που φαίνεται ότι διακατέχει το σύνολο της παροικίας μας, εκδηλώνεται στο ότι έχουμε ως σημείο αρχέγονης αναφοράς μόνο την άφιξή μας εδώ. Τα βιώματα των Ελλήνων που προϋπήρχαν στον ίδιο χώρο δεν έχουν περάσει στη κοινή μας συνείδηση, τόσο μάλλον τα έργα των λογοτεχνών τους. Εντοπίζουμε ένα φαινόμενο παραγωγής λογοτεχνίας που δεν διαβάζεται. Ίσως, λοιπόν, η λωτοφαγική στάση ορισμένων αγγλόφωνων λογοτεχνών ελληνικής καταγωγής να αντικατοπτρίζει εντέλει μια παραδοσιακή αγωγή.
Όμως, ο κίνδυνος που διατρέχουμε όταν οι «εναλλακτικές» φωνές του περιθωρίου αξιώνουν να θεωρηθούν οι πλέον αντιπροσωπευτικές, είναι ότι προμηνύουν το ξεχαρβάλωμα μιας παροικίας που έως τώρα στηρίζεται και διατηρεί τη συνοχή της, πάνω σε μια κοινή συνείδηση, είτε καταγωγής είτε βιωμάτων είτε παραδοχής μύθων. Αν δεν βρούμε τρόπο να πλαισιώσουμε αυτές τις φωνές, να τις συμφιλιώσουμε ή, τουλάχιστον, να τις γνωρίσουμε στο ευρύτερο ενδοπαροικιακό λογοτεχνικό διάλογο, αυτός ο αυθεντικός πυρήνας ελληνικής λογοτεχνίας (και είναι αυθεντικός εφόσον οι αναζητήσεις των ελληνόφωνων λογοτεχνών είναι επικοινωνιακοί και πνευματικοί παρά επαγγελματικοί) μέλλει να χαθεί και να αντικατασταθεί από φωνές που δεν πείθουν ότι έχουν τη δυνατότητα να αναλύσουν, να αξιολογήσουν ή να αφομοιώσουν τον πυρήνα που τους έθρεψε.
Στη συζήτηση που έγινε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ελλήνων Λογοτεχνών, γύρω από το αν υπάρχει Ελληνοαυστραλιανός λογοτεχνικός κανόνας, ο Δρ Χρήστος Φίφης επικαλέστηκε την αίσθηση της κοινής ελληνικής συνείδησης της διαβίωσής μας στην Αυστραλία ως κριτήριο για την εντόπιση έργων (οποιονδήποτε γλωσσών) που θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν σε έναν τέτοιο κανόνα. Με αυτόν το γνώμονα, ίσως καιρός είναι να αναλογιστούμε τον τρόπο με τον οποίον προωθούνται τα έργα των παροικιακών μας λογοτεχνών στην ελληνόφωνη εκπαίδευση των ομογενών, και ευρύτερα ώστε να δημιουργηθεί η απαιτούμενη κοινή συνείδηση η οποία θα εξασφαλίσει το μέλλον.
Τοιουτοτρόπως, ίσως θα δοθεί η ευκαιρία στους αυριανούς λογοτέχνες, αν όχι να εκτιμήσουν, ή να ενστερνιστούν τα έργα αυτά, τουλάχιστον να γνωρίζουν ότι αποτελούν τμήμα της πνευματικής τους ταυτότητας, ώστε να μπορέσουν με αυθεντικότητα και ευαισθησία, να αντιπαραβάλλουν τα στοιχεία αυτά με τις τόσες άλλες πολιτιστικές τους ταυτότητες.